Μια αμερικανική στρατηγική για τον μετά τους υδρογονάνθρακες κόσμο.
Τον περασμένο μήνα, hackers ξεκίνησαν μια από τις πιο φιλόδοξες ψηφιακές επιθέσεις στην πρόσφατη μνήμη. Στις 7 Μαΐου, η ομάδα γνωστή ως DarkSide χρησιμοποίησε μια επίθεση ransomware για να κλείσει έναν από τους μεγαλύτερους αγωγούς στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια ζωτική αρτηρία που μεταφέρει βενζίνη, ντίζελ και καύσιμα αεριωθούμενων (jet fuel) από τα διυλιστήρια της Ακτής του Κόλπου των ΗΠΑ σε δέκα πολιτείες στην Ανατολική Ακτή. Η εισβολή υποχρέωσε τον διαχειριστή, την Colonial Pipeline, να σταματήσει προσωρινά τις παραδόσεις, με αποτέλεσμα εκτεταμένες ελλείψεις καθώς οι πανικόβλητοι οδηγοί αποθήκευαν καύσιμα. Η διαταραχή ανάγκασε επίσης πολλά αεροδρόμια να αλλάξουν δρομολόγια πτήσεων και ώθησε τις μέσες τιμές καυσίμων σε ολόκληρη την χώρα στο υψηλότερο επίπεδο από το 2014.
Παρόλο που η Colonial Pipeline πλήρωσε γρήγορα τα λύτρα ύψους 5 εκατομμυρίων δολαρίων, αποτρέποντας μια ακόμη ευρύτερη κρίση, η επίθεση αποτέλεσε μια έντονη υπενθύμιση ότι η υπεράσπιση του ενεργειακού εφοδιασμού σε μια εποχή ταχείας ψηφιοποίησης θα είναι πολύ πιο δύσκολη και πιο περίπλοκη από όσο στην αναλογική, βασισμένη στο πετρέλαιο, εποχή. Καθώς οι χώρες μεταβαίνουν από τα ορυκτά καύσιμα στην ανανεώσιμη ηλεκτρική ενέργεια που διανέμεται μέσω δικτύων υψηλής τεχνολογίας, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αντιμετωπίσουν ένα νέο σύνολο εξελιγμένων απειλών.
Αυτός ο μετασχηματισμός αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ παίζει σήμερα σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια μέσω του ναυτικού της, το οποίο προστατεύει το θαλάσσιο εμπόριο πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ωστόσο, ως ένα σημάδι των πραγμάτων που θα έρθουν, το περιστατικό της Colonial Pipeline ήταν μια περίπλοκη ψηφιακή επίθεση που ξεκίνησε από ένα σκοτεινό και φυσικά μακρινό τρίτο μέρος εναντίον ζωτικών εγχώριων υποδομών.
Τα επόμενα χρόνια, καθώς η ηλεκτρική ενέργεια αποτελεί ένα αυξανόμενο ποσό της παγκόσμιας μεταφοράς ενέργειας, περισσότερες υποδομές θα εκτεθούν σε επιθέσεις όπως αυτή που έπληξε την Colonial Pipeline. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι επικίνδυνα απροετοίμαστες να υπερασπιστούν το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα του μέλλοντος. Εάν η χώρα θέλει να διατηρήσει την τεράστια γεωπολιτική επιρροή της, πρέπει να πάρει και πάλι το προβάδισμα –χαρτογραφώντας τον τρόπο με τον οποίο η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της μπορούν να διατηρήσουν τα ζωτικά ηλεκτρικά δίκτυα ασφαλή.
ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΔΙΚΤΥΟΥ
Το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα που έχτισαν οι χώρες και οι εταιρείες τον εικοστό αιώνα βασίστηκε στα ορυκτά καύσιμα που μεταφέρονται από πλοία, φορτηγά, και αγωγούς. Αυτοί οι υδρογονάνθρακες καταναλώνονταν συχνά άμεσα, αλλά ένα τεράστιο σύστημα υποδομών ενσωμάτωσε επίσης το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο σε ένα δίκτυο σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας που τα μετατρέπουν, μαζί με μια σειρά άλλων πηγών ενέργειας, σε ηλεκτρική ενέργεια. Σήμερα, ωστόσο, μια παγκόσμια μετάβαση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αντικαθιστά τα ορυκτά καύσιμα και τα συστήματα διανομής που τα συνοδεύουν. Αντί των αγωγών και των δεξαμενόπλοιων, οι καταναλωτές φθάνουν να βασίζονται σε τεχνολογικά προηγμένα δίκτυα που συνδέουν τους καταναλωτές με ηλιακά πεδία, ανεμογεννήτριες, υδροηλεκτρικές γεννήτριες, και γεωθερμικούς σταθμούς.
Καθώς αυτή η μετάβαση επιταχύνεται, το διασυνοριακό εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας θα επεκταθεί αναπόφευκτα καθώς οι χώρες επιδιώκουν να ενσωματώσουν ενέργεια από μια ποικιλία πηγών και τοποθεσιών. Η Ευρώπη παίρνει ήδη το προβάδισμα. Συμφωνίες όπως η Nord Pool, ένα σύστημα εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας με βάση μια δημοπρασία που συνδέει εννέα διαφορετικά εθνικά δίκτυα, έχουν σχεδιαστεί για την βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας και αξιοπιστίας σε ολόκληρη την ήπειρο. Στην άλλη πλευρά του πλανήτη, ο κινεζικός Παγκόσμιος Οργανισμός Ανάπτυξης και Συνεργασίας Ενέργειας (Global Energy Interconnection Development and Cooperation Organization), ο οποίος ιδρύθηκε το 2016, έχει υψηλές φιλοδοξίες να συνδέσει τα κινεζικά δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας με εκείνα σε άλλες χώρες της Ασίας και ακόμη και τόσο μακριά όσο η Λατινική Αμερική. Η Ινδία κατασκευάζει επίσης συνδέσεις ηλεκτρικής ενέργειας με γειτονικές χώρες όπως το Μπαγκλαντές και το Νεπάλ.
Συνολικά, αυτές είναι θετικές εξελίξεις. Τα αξιόπιστα κατανεμημένα δίκτυα θα αντιμετωπίζουν, μεταξύ άλλων, μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Επειδή οι καιρικές συνθήκες ποικίλλουν ανάλογα με την τοποθεσία, ο άνεμος και η ηλιακή ενέργεια σποραδικά καθίστανται ανίκανοι να ικανοποιήσουν πλήρως τις τοπικές ανάγκες. Αξιοποιώντας πηγές ενέργειας από διαφορετικές τοποθεσίες, τα πολυεθνικά δίκτυα μειώνουν τον κίνδυνο ότι τοπικά καιρικά ή τεχνικά ζητήματα θα προκαλέσουν διαταραχές, επιτρέποντας στις χώρες να βελτιώσουν ορισμένες πτυχές της ενεργειακής ασφάλειας και μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα.
Υπάρχουν, όμως, και προφανή μειονεκτήματα. Ένα μεγαλύτερο δίκτυο σημαίνει περισσότερες υποδομές που χρειάζονται προστασία και πρόσθετες ευκαιρίες για εισβολή χάκερς -είτε για την επιδίωξη προσωπικού κέρδους είτε για πολιτικές παραχωρήσεις. Οι Ρώσοι χάκερς , για παράδειγμα, διαβοήτως χτύπησαν τρεις ουκρανικές εταιρείες διανομής ηλεκτρικής ενέργειας το 2015, απενεργοποιώντας από απόσταση 30 υποσταθμούς και κλείνοντας το ρεύμα σε εκατοντάδες χιλιάδες Ουκρανούς πολίτες. Κατά την διάρκεια του πολέμου, οι χάκερς θα μπορούσαν να διεισδύσουν σε ενεργειακές εγκαταστάσεις, να βλάψουν αμάχους, και ενδεχομένως να δημιουργήσουν μια περιβαλλοντική καταστροφή. Το 2017, Ιρανοί χάκερς φέρεται να διείσδυσαν σε σαουδαραβικό πετροχημικό εργοστάσιο με σκοπό να σαμποτάρουν τις δραστηριότητές του και να πυροδοτήσουν μια έκρηξη. Ευτυχώς, απέτυχαν.
ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Αν και αυτά τα προβλήματα είναι νέα, οι λύσεις σε αυτά δεν είναι. Χώρες στο ίδιο πλέγμα δικτύου θα μπορούσαν να προσθέσουν εφεδρική ικανότητα παραγωγής ενέργειας και πλεονάζοντα συστήματα μεταφοράς για να αμβλύνουν το αποτέλεσμα μιας πιθανής επίθεσης. Θα μπορούσαν να διατηρήσουν τα αποσυρμένα εργοστάσια ορυκτών καυσίμων σε εφεδρεία, έτοιμα να ξαναλειτουργήσουν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης˙ να πληρώνουν τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας για να διατηρούν πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής ενέργειας σε κατάσταση αναμονής σε περίπτωση διακοπής˙ και ακόμη να χρησιμοποιήσουν μίνι δίκτυα ηλιακής ενέργειας (συστήματα μικρής κλίμακας που λειτουργούν αυτόνομα από το ευρύτερο ηλεκτρικό δίκτυο) για να παρακάμψουν την ηλεκτρική ενέργεια από το κεντρικό σύστημα εάν διακοπεί. Χώρες ή περιοχές θα μπορούσαν επίσης να δημιουργήσουν συστήματα αποθήκευσης ενέργειας που χρησιμοποιούν μπαταρίες, αντλούμενο αέρα και ύδατα, ή υδρογόνο.
Όμως ένας κόσμος κατανεμημένων και ψηφιοποιημένων ηλεκτρικών δικτύων αποτελεί μια μοναδική πρόκληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες -ειδικά για τον ρόλο τους ως εγγυητή της παγκόσμιας ενεργειακής ασφάλειας. Μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970 και την σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζίμι Κάρτερ, δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν διατεθειμένες να χρησιμοποιήσουν βία για να υπερασπιστούν τα εθνικά τους συμφέροντα στον πλούσιο σε πετρέλαιο Περσικό Κόλπο. Αυτό έγινε γνωστό ως το Δόγμα Κάρτερ, και τις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες οικοδόμησαν την στρατιωτική τους παρουσία σε ολόκληρη την περιοχή και παρενέβησαν σε πολλές συγκρούσεις. Σήμερα, ο ρόλος των ΗΠΑ στην υπεράσπιση του εφοδιασμού με πετρέλαιο υπερβαίνει τον Περσικό Κόλπο: το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ διαδραματίζει κεντρικό ρόλο προστατεύοντας τους διεθνείς θαλάσσιους διαύλους μέσω των οποίων χώρες και επιχειρήσεις εμπορεύονται ορυκτά καύσιμα.
Στον επερχόμενο κόσμο των διασυνοριακών συνδέσεων ηλεκτρικής ενέργειας, ωστόσο, η διατήρηση των θαλάσσιων λωρίδων ασφαλών για τις εξαγωγές πετρελαίου δεν θα έχει πλέον την ίδια γεωπολιτική επιρροή που κάποτε είχε. Καθώς το τοπίο αλλάζει, η Ουάσιγκτον πρέπει να επανεξετάσει τον ρόλο της στο παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα. Ένας τομέας στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αρχίσουν να ηγούνται είναι η διακυβέρνηση. Δεδομένων των διακυβευμάτων, ο καθορισμός ορίων στην συμπεριφορά στον κυβερνοχώρο θα μπορούσε τελικά να είναι εξίσου σημαντικός με τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Για αρχή, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να ξεκινήσει έναν παγκόσμιο διάλογο επικεντρωμένο στην ανάπτυξη συμφωνιών για την καταπολέμηση των hackers που χρησιμοποιούν ransomware όπως η [ομάδα] DarkSide. Ο πρεσβευτής της Ρωσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη δηλώσει την προθυμία της Μόσχας να συζητήσει πιθανές συμφωνίες υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, δήλωσε επίσης στην κρατική τηλεόραση πρόσφατα ότι η Ρωσία θα είναι διατεθειμένη να παραδώσει εγκληματίες του κυβερνοχώρου εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμευτούν για παρόμοια μέτρα έκδοσης. Ωστόσο, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να αξιολογήσει την σοβαρότητα της Μόσχας, δεδομένου του ρόλου της Ρωσίας στην φιλοξενία, και ενδεχομένως στην χρηματοδότηση, κυβερνοτρομοκρατών.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην ανάπτυξη νέων πολυεθνικών ιδρυμάτων που θα επιβλέπουν τις συμφωνίες εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας. Οι υφιστάμενοι συνασπισμοί που περιλαμβάνουν εθνικούς φορείς διαχειριστές δικτύου και ιδιωτικές εταιρείες ενδέχεται να μην είναι εξοπλισμένοι για την αντιμετώπιση ακανθωδών διπλωματικών διαφορών και ζητημάτων ασφάλειας στον κυβερνοχώρο . Δεδομένης της παγκόσμιας παρουσίας του αμερικανικού στρατού και του κεντρικού ρόλου της Ουάσινγκτον στα συστήματα περιφερειακών συμμαχιών, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε θέση να αναλάβουν ηγετικό ρόλο ασφάλειας παράλληλα με τα μελλοντικά συστήματα διακυβέρνησης και ρύθμισης.
Η Ουάσιγκτον θα πρέπει επίσης να αξιοποιήσει το τεχνολογικό της πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων της. Με την βοήθεια εταιρειών τεχνολογίας στην Silicon Valley, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν την δυνατότητα να γίνουν κορυφαίοι προμηθευτές υψηλής τεχνολογίας ηλεκτρικού υλικού και λογισμικού -συμπεριλαμβανομένων των λεγόμενων κατανεμημένων ενεργειακών πόρων (distributed energy resources). Αυτά τα συστήματα, όπως τα ηλιακά μικροδίκτυα και οι εικονικοί σταθμοί παραγωγής ενέργειας (virtual power plants), επιτρέπουν στις εταιρείες να αγοράζουν πλεονάζουσα ενεργειακή χωρητικότητα από ηλιακά πάνελ στις στέγες, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, και συστήματα αποθήκευσης μπαταριών και μετά να το πωλούν ξανά στο δίκτυο όταν οι καταναλωτές χρειάζονται επιπλέον ενέργεια. Η αποθήκευση του εξοπλισμού που απαιτούν τέτοια συστήματα θα επέτρεπε στον στρατό των ΗΠΑ να βοηθήσει τους συμμάχους σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή σε περιόδους συγκρούσεων. Τα ηλιακά μίνι δίκτυα, για παράδειγμα, μπορούν να εγκατασταθούν, να αντικατασταθούν, ή να επισκευαστούν μέσα σε λίγες μέρες, ενώ οι μεγάλοι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί μπορεί να χρειαστούν μήνες ή και χρόνια για να επιδιορθωθούν εάν καταστραφούν από πόλεμο, κακοκαιρία ή ατύχημα.
Το υδρογόνο είναι μια άλλη πολλά υποσχόμενη εφεδρική πηγή ενέργειας που θα μπορούσε να αναπτύξει η Ουάσιγκτον. Καμία χώρα δεν κυριαρχεί επί του παρόντος στην διεθνή παραγωγή ή στο εμπόριο υδρογόνου, και όπως το πετρέλαιο ή το υγροποιημένο φυσικό αέριο, μπορεί να αποσταλεί και να αποθηκευτεί για μελλοντική χρήση. Εάν η κυβέρνηση των ΗΠΑ κινητοποιηθεί γρήγορα για να επεκτείνει την βιομηχανία παραγωγής, μετατροπής, και εξαγωγής υδρογόνου, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να διατηρήσουν κυρίαρχο ρόλο στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας.
Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να βελτιώσουν τις προσπάθειές τους για Έρευνα και Ανάπτυξη -ειδικά στην τεχνολογία μπαταριών, τους ηλιακούς μετατροπείς (solar inverters, που μετατρέπουν την ενέργεια από τα πάνελ σε ένα τυποποιημένο ηλεκτρικό ρεύμα) και το λογισμικό που χρησιμοποιούν τα νέα ενεργειακά συστήματα. Για να συμβαδίσει με την Κίνα, η οποία σήμερα αντιπροσωπεύει το 60% της παγκόσμιας ικανότητας επεξεργασίας λιθίου για την παραγωγή μπαταριών, η Ουάσιγκτον πρέπει να επικεντρώσει τις προσπάθειες Έρευνας και Ανάπτυξης στα τεχνητά υποκατάστατα των ορυκτών μεταλλευμάτων και των σπάνιων γαιών στα οποία κυριαρχεί σήμερα το Πεκίνο.
ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΟΛΙΣΘΗΣΗ
Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε σημαντικό μειονέκτημα όσον αφορά τις υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας. Κατασκευασμένο σε μεγάλο βαθμό στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, το γηράσκον δίκτυο των ΗΠΑ χρειάζεται επισκευή. Η εταιρεία συμβούλων Brattle Group εκτιμά ότι η Ουάσινγκτον χρειάζεται να δαπανήσει πάνω από 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια μόνο για να εκσυγχρονίσει την υπάρχουσα υποδομή της χώρας και πολλά ακόμα για να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση για καθαρή ενέργεια. Το κονδύλι της κυβέρνησης Μπάιντεν από τον προϋπολογισμό των υποδομών, ύψους 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τον εκσυγχρονισμό του δικτύου και τα 2,1 δισεκατομμύρια δολάρια που διατίθενται για την υπηρεσία κυβερνοασφάλειας των ΗΠΑ είναι λίγα σε σύγκριση με το μέγεθος της πρόκλησης.
Αυτά τα μειονεκτήματα, ωστόσο, δεν είναι θανατηφόρα. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει δείξει από καιρό την προθυμία της να επενδύσει στην ενεργειακή υπεροχή. Παράλληλα με ένα τεράστιο πολυεθνικό σύστημα αποθήκευσης πετρελαίου, η Ουάσινγκτον ξοδεύει σήμερα ποσό μεταξύ 50 και 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, διασφαλίζοντας την ελεύθερη ροή υδρογονανθράκων από τη Μέση Ανατολή. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να διατηρήσουν την θέση τους ως υπερδύναμη ενεργειακής ασφάλειας, πρέπει να κάνουν μια παρόμοια δέσμευση για τα ενεργειακά συστήματα του μέλλοντος. Η αποτυχία να το πράξουν θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες, όχι μόνο να απειλήσει την στρατιωτική υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και την ικανότητα της χώρας να υπερασπιστεί το έδαφός της. Για να αποφευχθεί αυτό το τρομερό μέλλον, οι ηγέτες των ΗΠΑ πρέπει να επανεξετάσουν ριζικά την γεωπολιτική ενός ηλεκτρικού κόσμου.