Κανείς δεν κάνει εκστρατεία όπως ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Μήνες πριν από τις εκλογές στην Τουρκία, τον Μάιο του 2023, ο Ερντογάν παρουσίασε το σύνθημα της εκστρατείας του, «ο αιώνας της Τουρκίας», μπροστά σε ένα ζωντανό ακροατήριο χιλιάδων ατόμων. Το θέαμα περιελάμβανε μια ορχήστρα και μια χορωδία που ερμήνευε ένα θεματικό τραγούδι [1] που περιλάμβανε έναν ραπ στίχο:
Ήμουν ένα πουλί με σπασμένο φτερό
Έμεινα σιωπηλός για 100 χρόνια
Αλλά αρκετά, αρκετά, μη σωπαίνεις
Ζήσε ελεύθερα, πάντα ελεύθερα!
Το ρεφρέν έλεγε: «ας αρχίσει ο αιώνας της Τουρκίας -όχι αύριο, σήμερα!» Ως αποκορύφωμα, ο Ερντογάν εκφώνησε μια τυπικά πομπώδη ομιλία. Περιγράφοντας ορισμένες από τις εγχώριες πολιτικές του -όπως η μετατροπή της εμβληματικής βυζαντινής εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, της Αγίας Σοφίας, σε τζαμί- ως «πρόκληση στην παγκόσμια ηγεμονία», ο Ερντογάν υποσχέθηκε [2] να καταστήσει την Τουρκία «μεταξύ των δέκα κορυφαίων [χωρών] στον κόσμο στην πολιτική, την οικονομία, την τεχνολογία, και την διπλωματία».
Το θέαμα είχε σκοπό να διοχετεύσει το όραμα του Ερντογάν για την τουρκική δημοκρατία κατά την χρονιά της εκατονταετηρίδας της: μια ανερχόμενη δύναμη στα πρόθυρα της ειρήνης και της ευημερίας που έχει βγει νικήτρια από τις πολλές μάχες της με τους ιμπεριαλιστές και είναι επιτέλους έτοιμη να πάρει την θέση που της αξίζει ως παγκόσμια δύναμη. Σε αυτή την φαντασίωση, με τον Ερντογάν στο τιμόνι, η αναζήτηση της ταυτότητας της Τουρκίας που διήρκεσε δεκαετίες έχει τελειώσει. Είναι μια μετα-Δυτική δύναμη, που δεν αναζητά πλέον την έγκριση της Δύσης, δεν επιδιώκει πλέον τα Δυτικά φιλελεύθερα ιδεώδη, και δεν εξαρτάται πλέον από την Δύση.
Στην προ-Ερντογάν Τουρκία, η διατλαντική ταυτότητα της Τουρκίας αγαπήθηκε και υποστηρίχθηκε, όχι μόνο ως γεωπολιτική αναγκαιότητα αλλά και ως κληρονομιά του ιδρυτή της Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος είπε ότι η επίτευξη «του επιπέδου του σύγχρονου πολιτισμού» ήταν η αποστολή της νεαρής δημοκρατίας, ένας στόχος που οδήγησε σε μια δεκαετή, από πάνω προς τα κάτω ώθηση για εκσυγχρονισμό και Δυτικοποίηση. Σήμερα, ωστόσο, σχεδόν κανείς στον δημόσιο τομέα δεν υπερασπίζεται τις Δυτικές ιδέες ή τους Δυτικούς θεσμούς. Οι τηλεοπτικοί σχολιαστές και οι πολιτικοί συστηματικά βάζουν στο ίδιο τσουβάλι τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη, και το ΝΑΤΟ και χλευάζουν όλους αυτούς ως υποκριτές, εκμεταλλευτές, και προσηλωμένους στην υποταγή της Τουρκίας. Οι φιλο-Δυτικοί φιλελεύθεροι Τούρκοι έχουν εκδιωχθεί από τις νυχτερινές τηλεοπτικές εκπομπές και έχουν αφαιρεθεί από τις σελίδες με τις απόψεις των εφημερίδων. Η Τουρκία έχει αποχωρήσει ακόμη και από τον Διαγωνισμό Τραγουδιού της Eurovision -την κιτς, πανευρωπαϊκή μουσική εκδήλωση που διεξάγεται από το 1956.
Παρόμοια μεταστροφή συντελείται και στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Τις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τουρκία προσπάθησε να προστατευτεί από την πανταχού παρούσα απειλή του σοβιετικού επεκτατισμού, αγκιστρώνοντας τον εαυτό της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και προσπαθώντας να πλησιάσει τις προηγμένες και ευημερούσες Δυτικές δημοκρατίες. Η Ουάσινγκτον έβλεπε την Τουρκία με όρους Ψυχρού Πολέμου, ως ένα χρήσιμο συνοριακό κράτος στον αγώνα κατά του κομμουνισμού και της σοβιετικής επιρροής. Η Τουρκία δεν ήταν ποτέ πλήρως Δυτική ή δημοκρατική. Αλλά κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, το γεγονός ότι οι κοσμικές ελίτ της χώρας ήθελαν να αγκυρώσουν την χώρα στην Δύση ήταν αρκετά καλό για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ.
Σήμερα, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Από τότε που ο Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία το 2002, και ιδίως μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος κατά της κυβέρνησής του το 2016, η σχέση της Ουάσινγκτον με την Άγκυρα επιδεινώνεται σταθερά. Είναι πλέον λιγότερο υγιής από τις σχέσεις που έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες με πολλές μη ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις. Οι Τούρκοι πολιτικοί, συμπεριλαμβανομένου του Ερντογάν, συχνά χαρακτηρίζουν οργισμένα τις Ηνωμένες Πολιτείες ως αντίπαλο και όχι ως εταίρο. Για παράδειγμα, όταν η Ουάσινγκτον επέβαλε κυρώσεις στην Τουρκία το 2020 για την αγορά πυραυλικών συστημάτων επιφανείας-αέρος S-400 από την Ρωσία, ο Ερντογάν αποκάλεσε [3] την απόφαση των ΗΠΑ «κατάφωρη επίθεση» κατά της τουρκικής κυριαρχίας και ισχυρίστηκε ότι «ο σκοπός [των κυρώσεων] είναι να εμποδίσει τα βήματα που έχει κάνει η χώρα μας στην [αμυντική] βιομηχανία και να μας κρατήσει υποταγμένους». Εν τω μεταξύ, στην Ουάσινγκτον, ορισμένοι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αμφισβητούν ανοιχτά την δέσμευση της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και φοβούνται ότι η Άγκυρα πλησιάζει όλο και περισσότερο στη Μόσχα.
Αλλά αυτός ο αμοιβαίος θυμός έχει αρχίσει πρόσφατα να ψυχραίνεται και να μετατρέπεται σε κάτι που μοιάζει με αποδοχή. Οι Τούρκοι αξιωματούχοι κατανοούν τώρα ότι η απόκλισή τους από το ΝΑΤΟ δεν είναι μια ανώμαλη παρέκκλιση αλλά ένας τελικός προορισμός. Η Τουρκία του Ερντογάν λειτουργεί με βάση την παραδοχή ότι η Δύση βρίσκεται σε παρακμή και ότι αναδύεται ένας πολυπολικός κόσμος, ο οποίος φαινομενικά παρέχει ανοίγματα για την άνοδο της Τουρκίας σε καθεστώς μεγάλης δύναμης. Αλλά η Τουρκία δεν θέλει να αλλάξει στρατόπεδο απομακρυνόμενη από το ΝΑΤΟ και προς τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, έναν ευρασιατικό οργανισμό άμυνας και ασφάλειας που σχηματίστηκε το 2001 από την Κίνα και την Ρωσία σε μια προσπάθεια να ανταγωνιστεί το ΝΑΤΟ. Αντίθετα, η Τουρκία θέλει να κρατήσει ένα πόδι σε κάθε στρατόπεδο, ενώ παράλληλα θα επεκτείνει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία και την οικονομική της δύναμη ευρύτερα. Παρόλο που ο Ερντογάν επιδιώκει μια σαφή ρήξη με την Δύση όσον αφορά την ιδεολογία, τον πολιτισμό, και την ταυτότητα, προσπαθεί επίσης να πραγματοποιήσει μια προσεκτικά βαθμονομημένη πράξη εξισορρόπησης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, ελπίζοντας να βρει περισσότερες ευκαιρίες στις οποίες η Τουρκία μπορεί να ασκήσει επιρροή.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αντιστρέψουν την ροή της ιστορίας και να επανεντάξουν την Τουρκία στην Δύση ή την ΕΕ. Η προσπάθεια της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ δεν είναι απλώς θνησιγενής, είναι νεκρή. Οι μέρες που ένας Αμερικανός πρόεδρος μπορούσε να στέκεται δίπλα σε Τούρκους ηγέτες και να κάνει κήρυγμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν περάσει. Η Ουάσινγκτον, ωστόσο, μπορεί ακόμη να οικοδομήσει μια αποτελεσματική σχέση με το μετα-Δυτικό κράτος που έχει γίνει η Τουρκία. Η Άγκυρα ίσως να απέχει πολύ από τον ιδανικό σύμμαχο και δεν θα συγκινηθεί από τις εκκλήσεις για κοινές αξίες ή την σημασία αυτού που η Ουάσινγκτον θεωρεί ως διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες. Αλλά ο πραγματισμός του Ερντογάν, οι περιφερειακές φιλοδοξίες, και ο συναλλακτικός χαρακτήρας καθιστούν πιθανή μια παραγωγική σχέση.
Ο Ερντογάν δεν πρόκειται να αλλάξει και μια μετα-Δυτική Τουρκία δεν θα είναι ο παραδοσιακός διατλαντικός σύμμαχος. Η Τουρκία έχει τα δικά της συμφέροντα -κάποια από αυτά τα μοιράζεται με την Ουάσινγκτον, κάποια όχι. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν σταθερές σχέσεις με πολλούς δύσκολους εταίρους με τους οποίους δεν απολαμβάνει πλήρη ευθυγράμμιση. Η αμερικανοτουρκική σχέση θα μπορούσε να βρίσκεται σε μια καλύτερη θέση που να λειτουργεί υπέρ της τουρκικής οικονομίας, να βοηθά την Άγκυρα να ισορροπήσει έναντι της Ρωσίας, και να παρέχει στην Ουάσινγκτον λίγη περισσότερη εμπιστοσύνη καθώς η επιρροή της Κίνας στη Μέση Ανατολή αυξάνεται.
Η Τουρκία του Ερντογάν είναι ένα πρωτότυπο του είδους της μεσαίας δύναμης που η Ουάσινγκτον θα πρέπει να αναμένει ότι θα εμφανίζεται συχνότερα στην επερχόμενη εποχή του γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Ούτε εχθροί ούτε σύμμαχοι, οι δυνάμεις αυτές δεν θα κατανοήσουν τον αγώνα της Ουάσινγκτον με το Πεκίνο και τη Μόσχα με ηθικούς ή ιδεολογικούς όρους. Αντίθετα, θα επιδιώξουν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους από όλες τις πλευρές και θα αναρωτιούνται διαρκώς: Τι μας συμφέρει; Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να βρουν απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα που θα ξεπερνούν τα κενά εγκώμια για μια βασισμένη σε κανόνες τάξη, στην οποία κανείς δεν πιστεύει πραγματικά. Η δημιουργία μιας πιο ρεαλιστικής σχέσης με μια μετα-Δυτική Τουρκία, βασισμένη σε αμοιβαία επωφελείς συναλλαγές, θα ήταν ένα καλό μέρος για να αρχή.
ΠΗΓΗ: foreignaffairs.gr