Το τέλος της εποχής της Μέρκελ δημιουργεί ερωτήματα που πρέπει να φέρουν σημαντικά μαθήματα, ιδίως για εκείνους που επί του παρόντος επιδιώκουν να την διαδεχθούν. Ποια ήταν η συνταγή της για την εξουσία, και μήπως μπορεί να αναπαραχθεί; Η θητεία της έκανε την Γερμανία, τους γείτονές της και τους συμμάχους της καλύτερους; Και έχει προετοιμάσει την χώρα της για το μέλλον;
Πριν από χρόνια, στο Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου, βρέθηκα στριμωγμένος στα σκαλιά της μεγάλης σκάλας μιας αίθουσας χορού ξενοδοχείου, προσπαθώντας, με επιμέλεια αλλά μάταια, να παρακολουθήσω μια περισσότερο από συνήθως πληκτική ομιλία από την πρώτη γυναίκα καγκελάριο της Γερμανίας. Σταματώντας να προσέχω, αναγνώρισα έναν στρατηγό που προσπαθούσε να βολευτεί δίπλα μου, έναν ανώτερο αξιωματούχο στην καγκελαρία. Του χτύπησα το μανίκι και του είπα, «Πώς είναι λοιπόν να δουλεύεις γι’ αυτήν;». Στράφηκε σε μένα και χαμογέλασε με εκτίμηση. «Είναι σαν να δουλεύεις δίπλα σε πυρηνικό σταθμό. Απλώς δουλεύει, και δουλεύει, και δουλεύει».
Και πώς δούλευε. Η Άνγκελα Μέρκελ είναι τώρα στους τελευταίους μήνες της τέταρτης θητείας της, την τελευταία της, η οποία πρόκειται να λήξει με τις εθνικές εκλογές στις 26 Σεπτεμβρίου. Μόνο ο Χέλμουτ Κολ, ο καγκελάριος που επέβλεψε την ένωση της Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας το 1990, κατείχε το αξίωμα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Μια δημοσκόπηση της Pew πέρυσι έδειξε ότι η Μέρκελ είναι ο πιο αξιόπιστος ηγέτης στον κόσμο. Το περιοδικό Forbes την έχει κατατάξει ως την πιο ισχυρή γυναίκα στον κόσμο για δέκα χρόνια στην σειρά. Το 2009, η εταιρεία παιχνιδιών Mattel δημιούργησε ακόμη και μια κούκλα Angela Merkel Barbie. Για λίγο, ορισμένοι Αμερικανοί και Βρετανοί σχολιαστές, απογοητευμένοι από τους δικούς τους ηγέτες, έφτασαν μάλιστα να την αποκαλέσουν «ηγέτη του ελεύθερου κόσμου» (τίτλος που λέγεται ότι η καγκελάριος απεχθάνεται).
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, η αδιαφάνεια της Μέρκελ και η τεχνοκρατική σύνεση έχουν απογοητεύσει και συχνά εξοργίσει εκείνους που ήθελαν η Γερμανία να διατυπώσει ένα σαφέστερο όραμα για τον ρόλο της σε μια φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη, να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για την υπεράσπιση και την διαμόρφωση αυτής της τάξης -ή απλά να αναγνωρίσει και να μετριάσει τον αντίκτυπο των αποφάσεων της χώρας στους γείτονες και τους συμμάχους της. Και παρόλο που η 66χρονη συντηρητική παραμένει η πιο δημοφιλής πολιτικός της χώρας της, η δημόσια έγκριση της κυβέρνησής της έχει μειωθεί απότομα καθώς έχει αυξηθεί η απογοήτευση με την τυχαία διαχείρισή της για την πανδημία.
Το επικείμενο τέλος της εποχής της Μέρκελ δημιουργεί έτσι ερωτήματα που πρέπει να φέρουν σημαντικά μαθήματα -ιδίως για εκείνους που επί του παρόντος επιδιώκουν να την διαδεχθούν. Ποια ήταν η συνταγή της για την εξουσία, και μήπως μπορεί να αναπαραχθεί; Η θητεία της έκανε την Γερμανία, τους γείτονές της και τους συμμάχους της καλύτερους; Και έχει προετοιμάσει την χώρα της για το μέλλον;
Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ MERKEL
Στην αρχή της καριέρας της, τίποτα δεν θα φαινόταν λιγότερο εύλογο από το ότι η Μέρκελ θα γινόταν η όγδοη καγκελάριος της Γερμανίας, ο διάδοχος μιας σειράς μεγάλων ανδρών της Δυτικής Γερμανίας που έπιναν πολύ αλκοόλ, κάπνιζαν, φλέτραραν τις γυναίκες, και γενικά υπερδραματοποιούσαν. Όταν κατέρρευσε το Τείχος του Βερολίνου, το 1989, η Μέρκελ ήταν μια διαζευγμένη 35χρονη κβαντική χημικός που εργαζόταν σε ένα ακαδημαϊκό ερευνητικό ίδρυμα στο Ανατολικό Βερολίνο. Μόλις είχε προσχωρήσει στην Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), όταν επελέγη από την Kohl για την πιο πατροναριστική δουλειά στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο μετά την επανένωση: Υπουργός Γυναικών και Νέων. Την θυμούνται τόσο λίγο εκεί όσο και στην επόμενη δουλειά της, ως Υπουργός Περιβάλλοντος. Ο Κολ, απασχολημένος με το να λαμπρύνει την κληρονομιά του και να ξεριζώσει τους αντιπάλους του, αναφερόταν σε εκείνην ως «das Mädchen» («αυτό το κορίτσι»).
Αλλά όταν ο Kohl βρέθηκε εμπλεγμένος σε ένα σκάνδαλο χρηματοδότησης του κόμματος το 1999, ήταν η Μέρκελ και όχι ένας από τους έξι νέους συντηρητικούς που περιέβαλλαν τον ηλικιωμένο άνδρα, η οποία τον έριξε με ένα άρθρο στην πρώτη σελίδα της Frankfurter Allgemeine Zeitung, της καθημερινής εφημερίδας των Συντηρητικών της Γερμανίας, με το οποίο ζητούσε την παραίτησή του από την τιμητική προεδρία του κόμματος. Αυτή η τολμηρή πατροκτονία οδήγησε στην εκλογή της ως αρχηγού του κόμματος. Έξι χρόνια αργότερα, το 2005, έγινε η πρώτη Ανατολικογερμανίδα, και η πρώτη γυναίκα, που εξελέγη καγκελάριος.
Έκτοτε, η Μέρκελ αντιμετώπισε μια τιμωρητική σειρά εσωτερικών και εξωτερικών αναταραχών, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και της επακόλουθης κατάρρευσης της ευρωζώνης, της προσάρτησης της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014 και της εισβολής στην Ουκρανία, της προσφυγικής κρίσης του 2015, της επακόλουθης μετεωρικής ανόδου του ακροδεξιού κόμματος Alternative for Germany, και τώρα την πανδημία της COVID-19. Ήταν στην εξουσία περισσότερο από οποιονδήποτε από τους συναδέλφους της στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες, με εξαίρεση τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Αυτό της επέτρεψε να διαπραγματευτεί αμέτρητους συμβιβασμούς στις συνόδους κορυφής της ΕΕ, του G-7 και του G-20, καθώς και να συγκροτήσει τέσσερις κυβερνήσεις συνασπισμού στην πατρίδα της (τρεις με τους κεντροαριστερούς Σοσιαλδημοκράτες και μια με τους φιλικούς προς τον επιχειρηματικό κόσμο Ελεύθερους Δημοκράτες). Έχει προσπεράσει αυταρχικούς ηγέτες, συμμάχους, συνεργάτες συνασπισμού, και κομματικές διαμάχες. Όταν ήταν απαραίτητο, πέρασε μέσα από ασθένεια, εξάντληση, ακόμη και από ένα πυελικό κάταγμα, το οποίο υπέστη ενώ έκανε σκι αντοχής στην Ελβετία.
Όμως, προς τα έξω, το πιο εντυπωσιακό πράγμα για την καγκελάριο παραμένει η αποφασιστική της κανονικότητα. Η καθαρή, ελαφριά φωνή της Μέρκελ φέρνει τον αργόσυρτο τονισμό του γεμάτου πευκοδάση, αμμώδους εδάφους του Βραδεμβούργου, βορειοδυτικά του Βερολίνου, όπου ο πατέρας της ήταν Λουθηρανός εφημέριος. Η στολή εργασίας της αποτελείται από λογικά επίπεδα παπούτσια, μαύρα παντελόνια, και μια ατελείωτη σειρά από σακάκια στο μήκος του ισχίου, σε κάθε χρώμα. Η καγκελάριος και ο σύζυγός της, συνταξιούχος καθηγητής Χημείας, ζουν στο παλιό τους διαμέρισμα στο Βερολίνο και όχι στην επίσημη κατοικία˙ η μόνη ορατή ασφάλεια είναι ένας αστυνομικός μπροστά από το κτίριο. Οι Βερολινέζοι εγκρίνουν το ότι η Μέρκελ μερικές φορές φαίνεται να περπατά στο κέντρο της πόλης ή να ψωνίζει σε ένα σούπερ μάρκετ, ακολουθούμενη από τους σωματοφύλακές της.
Αναμφισβήτητα, η ανεπιτήδευτη συμπεριφορά της Μέρκελ είναι μια υπολογισμένη έκφραση ισχύος. Ένας Γερμανός την περιέγραψε ως πεδίο δύναμης που περπατά: «Στην συζήτηση, ξέρεις ότι υπόκεισαι σε έναν ήσυχο, συνολικό έλεγχο, όλη την ώρα». Ένα άλλο άτομο θυμάται μια συνάντηση που είχε η Μέρκελ με τον τότε αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στο Βερολίνο το 2013. Η καγκελάριος αδιαφόρησε για τις προσπάθειές του να την γοητεύσει και ακολούθησε τα σημεία της ατζέντας της μέχρι που ήταν ικανοποιημένη ότι είχε καταφέρει να γραπώσει αυτό που έπρεπε να ξέρει. Στην συνέχεια, ακύρωσε το επόμενο ραντεβού της για να συνεχίσει την συζήτηση. «Κατέληξε να της λέει ότι είχε κοιτάξει τον Ρώσο πρόεδρο στα μάτια και του είπε: “Μπορώ να κοιτάξω την ψυχή σου, και δεν μου αρέσει αυτό που βλέπω”, το οποίο εκείνη το αντιστάθμισε με μια εντελώς ακριβή μίμηση του Πούτιν».
Το εργασιακό ήθος της Merkel είναι τόσο θρυλικό όσο και η δηκτική αίσθηση του χιούμορ, η διαχείριση των ενημερώσεών της και η όρεξή της για πληροφορίες και επιχειρήματα. Ένας Αμερικανός που παρακολούθησε μερικές από τις τηλεφωνικές της συνομιλίες με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, μου είπε ότι «ακούγονταν σαν σεμινάριο αποφοίτων». Οι υπουργοί της φοβούνται την αγρίως ισχυρή μνήμη της για τις λεπτομέρειες των χαρτοφυλακίων τους -συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων περίπλοκων τεχνικών και επιστημονικών ζητημάτων, όπως το εμπόριο, η ψηφιακή τεχνολογία και, τελευταία, η πανδημία. Αλλά αυτό που πραγματικά κάνει τη Merkel να ξεχωρίζει από τους συναδέλφους της είναι η ικανότητά της να κρατά την εξουσία απέναντι σε όλα τα εμπόδια.
Ένα από τα πιο διακριτά χαρακτηριστικά της μεθόδου της είναι το αντι-ρητορικό στυλ ομιλίας της, το οποίο αναισθητοποιεί τους σχολιαστές και τους διπλωμάτες ομοίως. Μπορεί να προσφέρει καταστροφικά σχόλια σε μια κοινοβουλευτική συζήτηση ή μια συνέντευξη όταν το θέλει. Όταν ένας παρουσιαστής εκπομπής την ρώτησε κάποτε πονηρά ποιες ιδιότητες συσχετίζει με την Γερμανία, η Μέρκελ απάντησε στεγνά, «καλά μονωμένα παράθυρα». Αλλά η βασικός τρόπος της ομιλίας της είναι αυτός που οι Γερμανοί αποκαλούν τώρα merkeln: [παραμένει] τόσο ανέκφραστη και περίπλοκη που είναι αδύνατο να την πιέσεις. Πίσω από αυτό το στυλ, ωστόσο, βρίσκεται εκείνο που οι Γερμανοί στρατηγιστές χαρακτήρισαν «ασύμμετρη απο-κινητοποίηση»: θολώνει τα ζητήματα, αποπολιτικοποιεί τις συγκρούσεις και, συνεπώς, εμποδίζει τους ψηφοφόρους του αντιπάλου από το να πάνε στις κάλπες. Αυτή η προσέγγιση επέτρεψε στη Μέρκελ να εκσυγχρονίσει το συντηρητικό κόμμα της, σύροντάς το στο πολιτικό κέντρο, ωθώντας τους εταίρους της στον συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Ελεύθερους Δημοκράτες, και επιλέγοντας στοιχεία των πλατφορμών τους, όπως τα φορολογικά οφέλη για τους γονείς ή ο θεσμοθετημένος ελάχιστος μισθός.
Μια δεύτερη βασική πτυχή του τρόπου με τον οποίο η Merkel διαχειρίζεται την εξουσία είναι ότι εκχωρεί ευθύνες αλλά περιορίζει σφιχτά την εμπιστοσύνη. Ο στενότερος κύκλος της καγκελάριου αποτελείται από μια πολύ μικρή ομάδα πιστών με τους οποίους έχει εργαστεί εδώ και χρόνια (σε μερικές περιπτώσεις δεκαετίες) και στης οποίας την διακριτικότητα και την πειθαρχία μπορεί να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη. Όλοι οι άλλοι, από τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου έως τους αξιωματούχους του κόμματος, κρατιούνται από ένα μακρύ λουρί. Η επιτυχία ανταμείβεται με αποδοχή και πίστωση. Αλλά αυτοί που σκοντάφτουν ή μπερδεύονται, είτε αναγκάζονται να υπακούσουν με μια καινούργια αυστηρή κατανόηση των επιλογών τους ή ξαφνικά ανακαλύπτουν την ζωή έξω από την πολιτική.
Το τρίτο στοιχείο της μεθόδου Merkel είναι να υπολογίζει επιμελώς και να ανταποκρίνεται στην διάθεση της [εκλογικής] βάσης της. Αρχικά διακήρυξε τις εθνικές της ηγετικές φιλοδοξίες με μια φλογερή φιλελεύθερη οικονομική μεταρρυθμιστική ομιλία σε ένα κομματικό συνέδριο το 2003. Όταν έγινε σαφές ότι αυτό ήταν πολύ μεγάλη αλλαγή για τους συνέδρους και ίσως της κόστιζε την καγκελαρία, υποχώρησε γρήγορα, απορρίπτοντας παλιούς κομματικούς συμμάχους. Πριν από λίγα χρόνια, το [περιοδικό] Der Spiegel αποκάλυψε ότι η καγκελαρία της ανέθετε, κατά μέσο όρο, τρεις έρευνες την εβδομάδα. Οι δύο πιο τολμηρές επιλογές της -η απόφαση για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών της Γερμανίας εντός μιας δεκαετίας μετά την πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα το 2011 και η άρνηση το 2015 να κλείσει τα σύνορα της Γερμανίας σε ένα εκατομμύριο πρόσφυγες κυρίως της Μέσης Ανατολής- υποστηρίχθηκαν πλήρως από δημοσκοπήσεις.
Η Μέρκελ βάδισε δυο φορές ενάντια στο πολιτικό ρευμα. Κατά την διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, έρευνες έδειξαν ότι οι Γερμανοί ήταν αυστηρά κατά της διάσωσης των άλλων κρατών-μελών της ΕΕ. Αλλά εκείνη αντιτάχθηκε σταθερά στο κόμμα και την κοινή γνώμη, προωθώντας τα πακέτα διάσωσης και επιμένοντας να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη. Η απόφαση για τους πρόσφυγες, από την πλευρά της, έγινε αμφιλεγόμενη και οδήγησε στην άνοδο της ακροδεξιάς. Το 2015, η Fiona Hill, συνάδελφός μου στο Brookings Institution, ρώτησε για την απόφαση σε μια συνομιλία με τον πρώην πρωθυπουργό της Ολλανδίας, Ruud Lubbers, ο οποίος γνώρισε την καγκελάριο μέσω των ευρωπαϊκών χριστιανοδημοκρατικών κύκλων από τις πρώτες μέρες της στην πολιτική. Ο Λούμπερς προέβλεψε ότι η Μέρκελ θα κρατήσει την θέση της παρά την αντίδραση˙ για την σταθερά Λουθηρανή, είπε, αυτό ήταν «θέμα βαθιάς ηθικής πεποίθησης».
Οι ερμηνευτές της Μέρκελ έχουν εργαστεί ηρωικά για να συνδυάσουν αυτά τα παράδοξα. Η απλή αλήθεια είναι ότι η Μέρκελ, η ήπια και λογική εμπειρικός έχει λίγη υπομονή για οράματα όταν υπάρχουν προβλήματα που πρέπει να λυθούν. Έχει παραβιάσει τις αρχές της για χάρη της εξουσίας, αλλά ήταν επίσης πρόθυμη να πληρώσει ένα τίμημα για να υπερασπιστεί τις βαθύτερες πεποιθήσεις της. Λίγοι από τους ομολόγους της κατάφεραν να συσσωρεύσουν τόσο πολύ πολιτικό κεφάλαιο. Ωστόσο, ακόμη και οι θαυμαστές της παραδέχονται ότι, παρόλο που ήταν εξαιρετικά επιδέξια στο να πλέει ανάλογα με τα ρεύματα της πολιτικής, ήταν πολύ απρόθυμη να τα διαμορφώσει.
ΜΙΑ ΑΜΦΙΣΗΜΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές της Γερμανίας, τι έχει γίνει όλο αυτό το πολιτικό κεφάλαιο; Ποια θα είναι η κληρονομιά της Μέρκελ -και αξίζει να ονομαστεί μια σπουδαία καγκελάριος;
Τρεις από τους οκτώ μεταπολεμικούς καγκελάριους της Γερμανίας αξίζουν αυτόν τον τίτλο. Η διεκδίκηση του Konrad Adenauer στο μεγαλείο ήταν το Westbindung –η αγκύρωση της νεαρής δημοκρατίας της Δυτικής Γερμανίας στην διατλαντική συμμαχία με την ένταξη στο ΝΑΤΟ και η συμφιλίωση με την Γαλλία και το Ισραήλ. Η διαρκής κληρονομιά του Willy Brandt ήταν η Ostpolitik: ζητώντας συγχώρεση από την Ανατολική Ευρώπη, πέφτοντας στα γόνατά του στο γκέτο της Βαρσοβίας, και ζητώντας ύφεση (détente) με την Σοβιετική Ένωση. Ο Χέλμουτ Κολ οδήγησε τις δυο Γερμανίες στην επανένωση και παραιτήθηκε από το μάρκο για χάρη του κοινού νομίσματος, του ευρώ, ριζώνοντας την πρόσφατα επανενωμένη χώρα σε μια διευρυμένη ΕΕ.
Η Μέρκελ αναμφισβήτητα μεταμόρφωσε την πολιτική της Γερμανίας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, φιλελευθεροποίησε το κόμμα της, προήδρευσε μιας έκτακτης επέκτασης της γερμανικής οικονομικής και πολιτικής ισχύος στην Ευρώπη, και έκανε πολλά για να υπερασπιστεί το ευρωπαϊκό πολιτικό σχέδιο. Και όμως οι διεκδικήσεις της στο μεγαλείο είναι ασαφείς, ίσως επειδή τόσα πολλά από τα σημαντικά επιτεύγματα της θητείας της έχουν έρθει με μια σκοτεινή άλλη πλευρά.
Πριν από την πανδημία της COVID-19, η εποχή της Μέρκελ είδε την οικονομία της Γερμανίας να επανακάμπτει από μια βαθιά αδιαθεσία στο να γίνει η τέταρτη μεγαλύτερη στον κόσμο, με απότομα αυξανόμενο βιοτικό επίπεδο, σχεδόν πλήρη απασχόληση, και ιστορικά δημοσιονομικά πλεονάσματα. Οι οικονομικές της πολιτικές ήταν ιδιαίτερα φιλικές προς τις επιχειρήσεις, αλλά απέτυχαν να ωθήσουν για μια επειγόντως απαιτούμενη τεχνολογική προσαρμογή σε βασικές βιομηχανίες ή στον εκσυγχρονισμό των φυσικών και ψηφιακών υποδομών. Μια σειρά σκανδάλων -από τον χειρισμό των δεδομένων των εκπομπών της αυτοκινητοβιομηχανίας (το Dieselgate) έως την δόλια αφερεγγυότητα του επεξεργαστή πληρωμών Wirecard- αποκάλυψαν μια βαθιά λανθασμένη εταιρική κουλτούρα και αντίσταση στην λογοδοσία και την εποπτεία. Αυτό καθιστά την γερμανική οικονομία εξαιρετικά ευάλωτη σε παράνομες χρηματοοικονομικές ροές, ένα αγαπημένο εργαλείο του οργανωμένου εγκλήματος, των εξτρεμιστών, και των αυταρχικών αντιπάλων.
Η Μέρκελ έκανε ένα αρχικό στοίχημα για τον τίτλο «καγκελάριος του κλίματος» με την ισχυρή της υπεράσπιση των προοδευτικών παγκόσμιων πολιτικών για το κλίμα. Ωστόσο, οι εσωτερικές πολιτικές της για το κλίμα έχουν εμπλακεί στις πολλές αντιφάσεις της ενεργειακής πολιτικής της: η απομάκρυνσή της από την πυρηνική ενέργεια το 2011 μόνο ενίσχυσε την εξάρτηση της Γερμανίας από τον άνθρακα και παρά το γεγονός ότι ξόδεψε μια περιουσία για επιδοτήσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η χώρα είχε πρόβλημα να συναντήσει τους διεθνείς στόχους της για τις εκπομπές [αερίων του θερμοκηπίου].
Το ιστορικό της Merkel για την Ευρώπη είναι ακόμη πιο περίπλοκο. Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης μισούσαν τις πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν από το Βερολίνο κατά την διάρκεια της κρίσης στην ευρωζώνη και τις κατηγόρησαν για την άνοδο των λαϊκιστών στην Αθήνα και την Ρώμη. Αντίθετα, ορισμένες ολιγαρκείς χώρες της Βόρειας Ευρώπης και της Βαλτικής απαιτούσαν την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη μετά την κρίση χρέους της. Οι Ανατολικο-ευρωπαίοι ήταν θυμωμένοι με εκείνην επειδή υποδέχθηκε πρόσφυγες και αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε ένα σύστημα επανεγκατάστασης σε ολόκληρη την ΕΕ. Οι φιλελεύθεροι σε ολόκληρη την ήπειρο την κατηγόρησαν ότι κλείνει τα μάτια στην δημοκρατική οπισθοδρόμηση στην Πολωνία και τον πλήρη αυταρχισμό στην Ουγγαρία. Μια σειρά διαδοχικών Βρετανών πρωθυπουργών, από τον Ντέιβιντ Κάμερον έως τον Μπόρις Τζόνσον, απογοητεύτηκαν από την ευγενική άρνηση της Μέρκελ να πληρώσει οποιοδήποτε τίμημα για να τους εμποδίσει να φύγουν από την ΕΕ. Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, απογοητεύτηκε έντονα που δεν την εντυπωσίασε με τις μεγάλες ιδέες του για βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, η Μέρκελ έχει γεφυρώσει ήσυχα και υπομονετικά τις βαθιές ευρωπαϊκές διαφορές. Πολέμησε εναντίον ενός Brexit χωρίς συμφωνία. Η κίνησή της να στηρίξει το ταμείο αποκατάστασης της ΕΕ για την πανδημία ύψους 826 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον Μάιο του 2020, επιτρέποντας στο μπλοκ να αυξήσει το κοινό χρέος στις κεφαλαιαγορές για πρώτη φορά -μια επιλογή η οποία έτυχε μεγάλης αντίστασης από το κόμμα της για δεκαετίες- πολύ πιθανό να εμπόδισε την αποσύνθεση της ένωσης.
Η απόφαση της Μέρκελ να μην κλείσει τα σύνορα της Γερμανίας σε ένα τεράστιο κύμα προσφύγων το 2015 -«Μπορούμε να το κάνουμε», εξήγησε περίφημα- ήταν μια πράξη ανθρωπισμού. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Εκείνη την εποχή, ήταν το μόνο υπεύθυνο πράγμα που μπορούσε να κάνει, γιατί πήρε τεράστια πίεση από μικρότερους ευρωπαϊκούς γείτονες και βαλκανικές χώρες, όπου είχαν φτάσει για πρώτη φορά οι πρόσφυγες. Οι περισσότεροι από εκείνους που έμειναν στην Γερμανία έχουν πλέον ενσωματωθεί επιτυχώς στην κοινωνία, συμπληρώνοντας ένα εργατικό δυναμικό που ζητούσε νέα χέρια εργασίας.
Ωστόσο, το εγχώριο και εξωτερικό κόστος ήταν τεράστιο. Γερμανικές πόλεις και κρατίδια αγωνίστηκαν να αντιμετωπίσουν την εισροή επί μήνες, και οι πολίτες θεώρησαν ότι η κυβέρνηση τους ζητούσε να αναλάβουν πάρα πολλή ευθύνη για να βοηθήσουν τους νεοεισερχόμενους. Οι γείτονες της Γερμανίας αντέταξαν ότι η απόφαση της Μέρκελ είχε δημιουργήσει ένα τεράστιο κίνητρο για επιπλέον μετανάστευση. Χρειάστηκε μια φανταχτερή συμφωνία πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ με τον Τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για να σταματήσει η ροή κρατώντας τους μετανάστες στην Τουρκία˙ και πράγματι, η Γερμανία κατέληξε de facto να κλείνει τα σύνορά της στους πρόσφυγες.
Το χειρότερο από όλα, η κρίση πυροδότησε εθνικιστικά κινήματα σε όλη την Ευρώπη. Στην Γερμανία, μετέτρεψε το «Εναλλακτική για την Γερμανία» από ένα μικρό ευρωσκεπτικιστικό κόμμα σε μια ορμητική ακροδεξιά, ξενοφοβική δύναμη που εισήλθε στο εθνικό κοινοβούλιο και έγινε ηγέτης της αντιπολίτευσης σε μόλις τέσσερα χρόνια. Η εξέγερση ήταν ευρεία στο CDU και η Μέρκελ δεν ήταν ποτέ πιο κοντά στο να χάσει την δουλειά της. Κέρδισε την επανεκλογή της το 2017 με το χειρότερο αποτέλεσμα του κόμματος μετά τον πόλεμο (33% της λαϊκής ψήφου) και έπρεπε να διαπραγματευτεί πρωτοφανώς για πέντε μήνες ώστε να σχηματίσει κυβέρνηση.
Η χαρτογράφηση των μεταβαλλόμενων σχέσεων της Γερμανίας με τις μεγάλες δυνάμεις ήταν η πιο ανησυχητική πρόκληση της Μέρκελ. Ως μια ευρωπαϊκή μεσαία δύναμη που μοιράζεται μια ήπειρο και εισάγει ενέργεια από την Ρωσία, εξαρτάται από τις εξαγωγές στην Κίνα (τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Γερμανίας εκτός ΕΕ) και βασίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ομπρέλα ασφαλείας της, η Γερμανία έχει περιορισμένες στρατηγικές επιλογές. Ιστορικά, αυτό αντανακλάται σε ένα βαθιά ριζωμένο ένστικτο για εξισορρόπηση συμμάχων και αντιπάλων, και η Μέρκελ δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτήν την παράδοση.
Πράγματι, πριν από μια δεκαετία, το Βερολίνο είδε τη Μόσχα και το Πεκίνο ως στρατηγικούς εταίρους σε αυτό που ήλπιζε να γίνει αμφίδρομη συμφωνία: η Γερμανία θα τους βοηθούσε να μεταμορφώσουν όχι μόνο τις οικονομίες τους αλλά και τα πολιτικά τους συστήματα. Αυτό για να ανθίσουν οι επιχειρήσεις. Η Ost-Ausschuss, η κορυφαία ένωση λόμπινγκ της Γερμανίας για εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ρωσία, ήταν ένας ισχυρός παράγοντας στην εμπορική πολιτική. Τόσοι πολλοί Γερμανοί διευθύνοντες σύμβουλοι ήθελαν να συμμετάσχουν στα ετήσια ταξίδια της καγκελάριου στην Κίνα που μερικές φορές απαιτούνταν τρία αεροπλάνα για ολόκληρη την αντιπροσωπεία. (Η Μέρκελ θα φροντίσει επίσης να συναντηθεί με Κινέζους και Ρώσους αντιφρονούντες στην γερμανική πρεσβεία και υποδέχθηκε τον Δαλάι Λάμα στο Βερολίνο το 2007). Σήμερα, ωστόσο, μια ρεβιζιονιστική Ρωσία και μια ανερχόμενη Κίνα παίζουν στην επίθεση ως στρατηγικοί ανταγωνιστές της Δύσης, όχι μόνο στο δικό τους «εγγύς εξωτερικό», και στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, αλλά και μέσα στα φυσικά και ψηφιακά σύνορα της Ευρώπης -και της Γερμανίας.
Η προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία, ο συνεχιζόμενος πόλεμος δια πληρεξουσίων στην Ουκρανία, οι ενέργειες παραπληροφόρησης και προπαγάνδας της στα γερμανικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η παραβίαση των σέρβερ της Bundestag το 2015, η δολοφονία ενός Τσετσένου πολιτικού πρόσφυγα στο Βερολίνο, η απόπειρα δολοφονίας του Ρώσου πολιτικού αντιπολιτευόμενου Alexei Navalny το 2020, και η υποστήριξη της Μόσχας στην βίαιη καταστολή των μαζικών διαδηλώσεων στην Λευκορωσία -όλες αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν την γερμανική πολιτική τάξη να κάνει μια ζοφερή επανεκτίμηση της σχέσης με τη Μόσχα. Η Μέρκελ καταδίκασε έντονα το Κρεμλίνο για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Ναβάλνι και τον έφερε στο Βερολίνο για θεραπεία, και υποστήριξε νέες κυρώσεις της ΕΕ εναντίον ανώτερων Ρώσων. Ωστόσο, αρνήθηκε -παρά την τεράστια πίεση των διοικήσεων Τραμπ και Μπάιντεν- να πιάσει το μεγαλύτερο μαστίγιο στο οπλοστάσιό της και να αναστείλει το έργο του αγωγού Gazprom Nord Stream 2, το οποίο προορίζεται να φέρει το ρωσικό φυσικό αέριο στην Γερμανία, παρακάμπτοντας τις γραμμές της Ουκρανίας και της Πολωνίας.
Ομοίως, ο αδίστακτος αυταρχισμός της Κίνας υπό τον πρόεδρο Xi Jinping, οι διωγμοί των Ουιγούρων και των ακτιβιστών, η προσπάθεια για περιφερειακή ηγεμονία, η καταστολή του Χονγκ Κονγκ, οι απειλές κατά της Ταϊβάν, και η αντιπαραγωγική διπλωματία στην Ευρώπη έχουν επίσης σκληρύνει την στάση του Βερολίνου. Λόγω των ανησυχιών για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, η γερμανική κυβέρνηση σχεδιάζει νέους περιορισμούς στους παρόχους τηλεπικοινωνιών που ουσιαστικά θα αποκλείσουν την κινεζική εταιρεία Huawei από το δίκτυο 5G της χώρας. Τον Σεπτέμβριο του 2020, ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας, Wang Yi, δέχθηκε μια ασυνήθιστη δημόσια επίπληξη στο Βερολίνο από τον Γερμανό οικοδεσπότη και ομόλογό του, Heiko Maas, ο οποίος του είπε: «Προσφέρουμε στους διεθνείς εταίρους μας σεβασμό και περιμένουμε το ίδιο ακριβώς από αυτούς». Όλο και περισσότεροι εκπρόσωποι στην Bundestag απαιτούν μια πιο σκληρή γραμμή για την Κίνα. Ωστόσο, όταν η Γερμανία κατείχε την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ το δεύτερο εξάμηνο του 2020, η Μέρκελ προώθησε μια επενδυτική συμφωνία Κίνας-ΕΕ παρά τις έντονες ανησυχίες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Τίποτα, ωστόσο, δεν ήταν τόσο βασανιστικό για τη Μέρκελ όσο το να πρέπει να αντιμετωπίσει τις εχθρικές Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Ως νεαρή γυναίκα στην Ανατολική Γερμανία, ονειρεύτηκε να ταξιδέψει στην Αμερική˙ το 1993, πέρασε τέσσερις εβδομάδες περιοδεύοντας στην Καλιφόρνια με τον άντρα που θα γινόταν ο δεύτερος σύζυγός της. Ως καγκελάριος, έγινε αφοσιωμένη διατλαντική, υπερασπιζόμενη ακόμη και τον πόλεμο του προέδρου Τζορτζ Μπους στο Ιράκ. Ο Ομπάμα της φάνηκε να είναι ελαφρύς στην αρχή, αλλά άνθισε πραγματικά κοντά του˙ ήταν ο Ομπάμα που την παρότρυνε να κατεβεί για μια τέταρτη θητεία λόγω του κινδύνου για την Ευρώπη από τον Τραμπ. Ο Τραμπ αποδείχθηκε ότι είχε αδιάκοπη εχθρότητα απέναντι στην ΕΕ, την Γερμανία, και την καγκελάριο. Τον Μάιο του 2017, μετά την πρώτη εμφάνιση του Τραμπ σε μια σύνοδο κορυφής του G-7, η Μέρκελ είπε σε ένα κοινό [της προεκλογικής] εκστρατείας σε μια βαυαρική τέντα-μπιραρία ότι «Η εποχή στην οποία θα μπορούσαμε να βασιστούμε πλήρως σε άλλους έχει τελειώσει σε κάποιον βαθμό».
Η Μέρκελ καλωσόρισε την εκλογή του Μπάιντεν με θέρμη (και αισθητή ανακούφιση). Η υπουργός της επί της Άμυνας, Annegret Kramp-Karrenbauer, η οποία συμμερίζεται τις απόψεις της σχετικά με την σημασία της συμμαχίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, συνεχίζει να πιέζει για μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες και μια πιο εμπροσθοβαρή γερμανική στρατιωτική στάση. Ωστόσο, είναι επίσης αλήθεια ότι οι δυνατότητες ασφάλειας της Γερμανίας έχουν υπερβολικά υποχρηματοδοτηθεί για πάρα πολύ καιρό. Όπως και ο δισταγμός της Μέρκελ να σταθεί απέναντι στη Μόσχα και στο Πεκίνο, η γερμανική στρατιωτική αδυναμία έχει υπονομεύσει την ασφάλεια της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ.
ΑΝΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ
Το σκοτεινό γεωπολιτικό τοπίο και η απειλή της ακροδεξιάς φαίνεται να έχουν εξαπολύσει κάτι στη Μέρκελ. Σύμφωνα με μια ιστορία του [περιοδικού] Der Spiegel, μίλησε στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός της το 2018 για τους αιματηρούς θρησκευτικούς πολέμους που ακολούθησαν τη Μεταρρύθμιση. Οι επακόλουθες πάνω από έξι δεκαετίες ειρήνης, είπε η Μέρκελ, αποκοίμησαν τους Ευρωπαίους σε μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας, καθιστώντας τους απροετοίμαστους για αυτό που ήρθε μετά: ο τριακονταετής πόλεμος (1618–48), ο οποίος σκότωσε το ένα τρίτο του πληθυσμού σε ορισμένα τμήματα γερμανικών εδαφών. Για να ενισχύσει το μήνυμα, πρόσθεσε ότι «Πέρασαν επίσης περισσότερα από 70 χρόνια από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου».
Όταν ξεκίνησε η πανδημία, η Μέρκελ ήταν μια από τους πρώτους ηγέτες που κατάλαβε ότι θα μπορούσε να γίνει μια σύγχρονη εκδοχή εκείνων των πρώτων καταστροφών. Στις 18 Μαρτίου 2020, η καγκελάριος είπε με τηλεοπτικό διάγγελμα σε ένα εμβρόντητο έθνος: «Αυτό είναι σοβαρό. Πρέπει επίσης να το λάβετε σοβαρά υπόψη. Από την γερμανική ενοποίηση -όχι, από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- δεν υπήρχε πρόκληση σαν αυτή, όπου η κοινή μας αλληλεγγύη να έχει τόσο μεγάλη σημασία». Στην αρχή, φαινόταν σαν η χώρα της να την προσέχει˙ την άνοιξη και το καλοκαίρι, οι Γερμανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ενήργησαν γρήγορα, αποφασιστικά και από κοινού. Ενώ ο ιός μαινόταν αλλού, τα φορτία στην Γερμανία παρέμεναν χαμηλά και η χώρα άρχισε να ξανανοίγει. Η Γερμανία -και η Μέρκελ- χαιρετίστηκαν ως λαμπρό παράδειγμα ηγεσίας.
Αλλά τώρα φαίνεται ότι η Μέρκελ, η επιστήμονας, η διαχειριστής κρίσεων και η μεσίτης συμβιβασμών αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη αποτυχία της εγχωρίως. Οι προειδοποιήσεις (συμπεριλαμβανομένης της δικής της) για ένα δεύτερο πανδημικό κύμα αγνοήθηκαν. Το αποτέλεσμα ήταν μια τρομερή χειμερινή κορύφωση˙ από τον Μάρτιο του 2021, ο εθνικός αριθμός θανάτων ξεπέρασε τους 70.000. Η πλούσια, τακτοποιημένη Γερμανία που ανέλαβε το καθήκον να ενσωματώσει ένα εκατομμύριο πρόσφυγες το 2015 αγωνιζόταν πλέον να παραδώσει [διαγνωστικά] τεστ και εμβόλια.
Υπάρχουν πολλές αιτίες για αυτό το χάος. Η πολιτική υγείας είναι δουλειά των 16 κρατιδίων της Γερμανίας. Σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα, η καγκελάριος δεν έχει βέτο για πολιτικές που είναι προνόμια των κρατιδίων˙ το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να πείσει. Σε έναν χρόνο με έξι περιφερειακές εκλογές εκτός από τις εθνικές εκλογές τον Σεπτέμβριο, οι πολιτικοί που έχουν αποστερηθεί τις περισσότερες από τις επιλογές της κανονικής «λιανικής» πολιτικής είναι απασχολημένοι να ανταγωνίζονται μεταξύ τους ως προστάτες των ειδικών συμφερόντων των ψηφοφόρων τους. Η υγειονομική υπηρεσία της χώρας είναι υπερβολικά ρυθμισμένη και υπο-οργανωμένη -γεγονός που καθίσταται ακόμη πιο ειρωνικό από το γεγονός ότι ένα διεθνώς επιτυχημένο εμβόλιο, το Pfizer-BioNTech’s, συν-δημιουργήθηκε από Γερμανούς επιστήμονες τουρκικής καταγωγής.
Ακόμη και οι φίλοι της Γερμανίας θα προσέθεταν ότι οι εσωτερικές πολιτικές συζητήσεις της χώρας μπορούν να δείξουν έναν εφησυχασμό που φαίνεται να διαφωνεί με τις τρέχουσες προκλήσεις και την ευπάθειά της. Δεν τους καθησυχάζει το γεγονός ότι μόλις λίγους μήνες πριν από την εθνική ψηφοφορία, παραμένει ανοιχτό το ζήτημα του ποιος θα μπορούσε να είναι ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας.
Οι έρευνες της κοινής γνώμης δείχνουν ότι στην επόμενη γερμανική κυβέρνηση το πιο πιθανό είναι να ηγηθεί ένας συντηρητικός καγκελάριος, με τους Πράσινους ως δεύτερους εταίρους του συνασπισμού. Ωστόσο, η πρόσφατη βουτιά στις τύχες του CDU της Merkel δεν αποτελεί καλό σημάδι για τις πιθανότητές του τον Σεπτέμβριο. Ο πολιτική κληρονόμος της, η Kramp-Karrenbauer, παραιτήθηκε από ηγέτις του κόμματος μετά από ένα μόνο έτος. Ο νέος αρχηγός του κόμματος, Armin Laschet, ο πρωθυπουργός του πιο πυκνοκατοικημένου κράτους της Γερμανίας, της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, έχει επιδείξει αδιάφορες επιδόσεις. Στα μέσα Μαρτίου, το CDU υπέστη τις χειρότερες ήττες του σε δύο περιφερειακές εκλογές. Η εύθραυστη και θυμωμένη πολιτική διάθεση της χώρας έχει επιδεινωθεί από αποκαλύψεις ότι αρκετοί συντηρητικοί βουλευτές επωφελήθηκαν από διεφθαρμένες συμφωνίες για προμήθειες μασκών προσώπου.
Μέχρι στιγμής, κανένα από αυτά δεν φαίνεται να έχει δώσει στην ακροδεξιά, που είναι παραλυμένη από εσωτερικές διαμάχες και την απειλή της παρακολούθησης από την εσωτερική υπηρεσία πληροφοριών, την ώθηση που επιθυμεί. Ωστόσο, ο Laschet μπορεί να βρεθεί παραγκωνισμένος από τον Markus Söder, τον πρωθυπουργό της Βαυαρίας και ηγέτη του τοπικού αδελφού κόμματος του CDU, της Χριστιανικής Κοινωνικής Ένωσης. Ορισμένοι μάλιστα εικάζουν για το ενδεχόμενο, το φθινόπωρο, ενός κεντροαριστερού συνασπισμού των Σοσιαλδημοκρατών, των Ελεύθερων Δημοκρατών, και των Πρασίνων -ενός «συνασπισμού του φωτεινού σηματοδότη», αποκληθέντα έτσι από τα χρώματα των κομμάτων- με το CDU στην αντιπολίτευση.
Η Μέρκελ, εν τω μεταξύ, φαίνεται όλο και πιο απογοητευμένη και εξαντλημένη, με την ατελείωτη υπομονή της διαβρωμένη, την θρυλική διαπραγματευτική της ενέργεια ξοδεμένη. Οι Γερμανοί μπορεί κάποια μέρα να εκτιμήσουν ότι από την Μέρκελ έλειπαν μοναδικά τα ελαττώματα του χαρακτήρα των τριών μεγάλων προκατόχων της, του Adenauer, του Brandt και του Kohl, καθένας από τους οποίους άφησε την καγκελαρία κάτω από μια σκιά και ενάντια στην θέλησή του. Η ακεραιότητα και η αφοσίωσή της είναι αναμφίβολες -και θα είναι η πρώτη από τους αρχηγούς κυβερνήσεων της Γερμανίας που θα παραιτηθεί από μόνη της. Ωστόσο, και παρά τα σημαντικά επιτεύγματά της, η τελική ευθύνη για την κατάσταση της χώρας, και οι σχέσεις της με τους συμμάχους και τους αντιπάλους της, βαρύνουν την καγκελάριο.
Καθώς η Γερμανία συλλογίζεται ποιον θα εκλέξει ως διάδοχό της, μπορεί να προσέξει ένα μάθημα από την καταστροφή της Φουκουσίμα το 2011. Μετά τον σεισμό και το τσουνάμι που οδήγησαν στο χειρότερο ατύχημα πυρηνικής ενέργειας στον κόσμο μετά το Τσερνομπίλ, έγινε σαφές ότι αγνοήθηκαν μελέτες σχετικά με την ευπάθεια της αρχιτεκτονικής του εργοστασίου. Με άλλα λόγια, η καταστροφή μπορεί, με σωστό σχεδιασμό και δράση, να αποφευχθεί ή να μετριαστεί. Οι σύγχρονες δημοκρατίες επίσης αντιμετωπίζουν ένα μέλλον αυξανόμενων κρίσεων και αναταραχών. Η τρέχουσα κατάσταση της Γερμανίας είναι ένα αντικειμενικό μάθημα για τους κινδύνους της αποτυχίας να προετοιμάσει και να προστατέψει τον εαυτό της, τους γείτονες και τους συμμάχους της από την επόμενη αναταραχή.