Αυτό το καλοκαίρι σηματοδοτεί την 80η επέτειο από την πτώση της Γαλλίας. Η πτώση ήταν τόσο ξαφνική όσο και σοκαριστική: έξι εβδομάδες αφότου τα γερμανικά πάντσερ, σαρώνοντας βόρεια της γραμμής Maginot, διαπέρασαν το πυκνό δάσος των Αρδεννών στα μέσα Μαΐου, ο νεοδιορισμένος ηγέτης της γαλλικής κυβέρνησης, στρατάρχης Philippe Pétain, απευθύνθηκε στο έθνος: «Με βαριά καρδιά ανακοινώνω ότι οι εχθροπραξίες πρέπει να σταματήσουν».
Μεταξύ εκείνων που άκουσαν το ραδιοφωνικό διάγγελμα ήταν ένας λοχαγός του γαλλικού στρατού, ο οποίος, αν και παρασημοφορημένος βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και πάλι επέμενε να δίνει τη μάχη. Σε διάστημα λίγων εβδομάδων, έφτιαξε στα γρήγορα μια «δήλωση αποδεικτικών στοιχείων» των γεγονότων στα οποία μόλις είχε συμμετάσχει.
Γραμμένο υπό αυτό που ο συγγραφέας, Marc Bloch, ομολόγησε ότι ήταν «μια έξαρση οργής», το βιβλίο που προέκυψε, το L’Étrange défaite, ή αλλιώς «Η Παράξενη Ήττα», παραμένει μεταξύ των πιο εντυπωσιακών αναλύσεων της κατάρρευσης της Γαλλίας. Ένας εικονοκλαστικός ιστορικός της μεσαιωνικής Γαλλίας, ο Μπλος ανέπτυξε μια σημαίνουσα, αν και άπιαστη, ιδέα για αυτό που ονόμασε mentalités: τις διανοητικές και συναισθηματικές δομές που, όχι λιγότερο σίγουρα από τους υλικούς παράγοντες, διαμόρφωσαν τον τρόπο με τον οποίο οι προηγούμενες γενιές καταλάβαιναν τον κόσμο τους. Δεν αποτελεί έκπληξη, ότι ο Bloch πίστευε ότι οποιαδήποτε αξιόλογη εξήγηση για το πώς η Γαλλία υπέστη «μια ήττα που κανείς δεν θα πίστευε πιθανή», απαιτούσε μια εφόρμηση στις νοοτροπίες των πολιτικών και στρατιωτικών ελίτ της.
Ογδόντα χρόνια αργότερα, η έρευνα του Bloch ρίχνει χρήσιμο φως σε εκείνους τους ιστορικούς που, συγκλονισμένοι από την έξαρση της δικής τους εποχής, μπορεί να επιδιώκουν να κατανοήσουν την κάποτε αδιανόητη ήττα των Ηνωμένων Πολιτειών στον «πόλεμο» εναντίον του νέου κορωνοϊού.
ΨΕΥΤΟ-ΠΟΛΕΜΟΣ
Η drôle de guerre, ή αλλιώς ο ψευτο-πόλεμος, ξεδιπλώθηκε για οκτώ μήνες ξεκινώντας τον Σεπτέμβριο του 1939. Κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου, η Γαλλία στρατολόγησε και κινητοποίησε εκατομμύρια άνδρες. Μετακινημένοι σε αμυντικές θέσεις σε ολόκληρη την χώρα, οι στρατολογημένοι συχνά δεν είχαν το στρατιωτικό ισοδύναμο του εξοπλισμού ατομικής προστασίας ή PPE (personal protective equipment). Υπέφεραν από ελλείψεις σε μπότες και κουβέρτες κατά την διάρκεια του ιδιαίτερα κρύου χειμώνα και από ανησυχητική έλλειψη μασκών -σε αυτήν την περίπτωση, μασκών αερίων. Μεταξύ των αξιωματικών που είχαν μάσκες, ορισμένοι αρνήθηκαν να τις φορέσουν. Το κάπνισμα του τσιγάρου καθώς εξέταζαν τα στρατεύματά τους έφερνε περισσότερο καμάρι.
Η σύνθεση όλων αυτών των ελλείψεων αποτελούσε μια έλλειψη πειστικής ηγεσίας. Η κυβέρνηση, υπό τον πρωθυπουργό Édouard Daladier, εξέδωσε κενές προτροπές αντί για σαφείς και συνετούς λόγους για τις θυσίες που ζητούσαν από στρατιώτες και πολίτες. Αποφασισμένη να αποφύγει τις συνέπειες της κήρυξης πολέμου, η κυβέρνηση προσπάθησε να δώσει την εντύπωση ότι απλώς επεδίωκε την ειρήνη με άλλα μέσα. Το έργο του Jean Giraudoux, The Trojan War Will Not Take Place («Ο Τρωικός Πόλεμος Δεν Θα Πραγματοποιηθεί»), απεικονίζει έτσι τον Έκτορα να στρέφεται στην διπλωματία για να αποτρέψει την πτώση της Τροίας. Είναι ενδεικτικό ότι ο Giraudoux δεν ήταν μόνο ο πιο διάσημος θεατρικός συγγραφέας του έθνους, αλλά και ο υπουργός Πληροφοριών της κυβέρνησης.
Στις αρχές του 1940, στρατιώτες που ανήκαν σε ορισμένες επαγγελματικές κατηγορίες αποστρατεύτηκαν. Στην συνέχεια, όπως τώρα, η κυβέρνηση προσπάθησε να βάλει ένα πέπλο κανονικότητας στην καθημερινή ζωή. Δεν ήταν δύσκολο. Με τις καφετέριες του Παρισιού να γεμίζουν με πελάτες, τα θέατρα να γεμίζουν με θεατές και τα γήπεδα να γεμίζουν με οπαδούς, η πόλη έδωσε νέα ζωή στο plus ça change, plus c’est la même chose («όσο περισσότερο αλλάζει, τόσο περισσότερο μένει ίδιο»). Δεν προκαλεί έκπληξη ότι το τραγούδι της drôle de guerre (του ψευτο-πολέμου) ήταν το «Paris Will Always Be Paris» («Το Παρίσι θα είναι πάντα το Παρίσι») του Maurice Chevalier.
Κοιτάζοντας πίσω σε εκείνη την περίοδο, ο Μπλος τοποθετεί την ευθύνη στην κυβέρνηση. Με το να αποτύχει να παράσχει στους Γάλλους «το μίνιμουμ των ξεκάθαρων και σαφών πληροφοριών χωρίς τις οποίες δεν είναι δυνατή η ορθολογική συμπεριφορά», οι εκλεγμένοι ηγέτες της χώρας ήταν ένοχοι για παραμέληση καθήκοντος που αποτελούσε «το πιο φρικτό έγκλημα των αυτοαποκαλούμενων δημοκρατών μας». Όσον αφορά το θέμα της γαλλικής δημοκρατίας, ο Μπλος ήταν εξίσου σοβαρός. Σημειώνει ότι η αποτελεσματικότητα οποιασδήποτε μορφής διακυβέρνησης, είτε μοναρχική είτε δημοκρατική, υποφέρει όταν υπάρχει αποσύνδεση μεταξύ των δηλωμένων αξιών του συστήματος και των πραγματικών αξιών αυτών που το διαχειρίζονται. «Μια δημοκρατία γίνεται απελπιστικά αδύναμη και το γενικό καλό υποφέρει αναλόγως, εάν οι ανώτεροι αξιωματούχοι της, αναθρεμμένοι να την περιφρονούν … την υπηρετούν μόνο με μισή καρδιά».
Επ’ αυτού, ο σοσιαλδημοκράτης Μπλος συμφώνησε με τον πολιτικό Henri de Kérillis, τον υπερσυντηρητικό σύγχρονό του, ο οποίος επέκρινε την κυβέρνηση για την αποτυχία της να συσπειρώσει τους Γάλλους. «Η ηθική κινητοποίηση της Γαλλίας είναι η πιο σημαντική προϋπόθεση της νίκης», δήλωσε ο Kérillis. «Θα νικήσουμε μόνο αν είμαστε πρόθυμοι να κάνουμε τις απαραίτητες θυσίες». Ο Μπλος ήταν εξίσου σκληρός στην κριτική του για την στρατιωτική ηγεσία. Μη όντας ικανοποιημένος απλώς με το να καταγγείλει την «απόλυτη ανικανότητά τους», ανέλυσε ανελέητα τους λόγους για αυτήν [την ανικανότητα]. «Οι σκέψεις του τελευταίου πολέμου κόλλησαν σε αυτούς επειδή ήταν οι σκέψεις της νεότητάς τους. Εκείνες οι μεγάλες μέρες της ακινησίας είχαν όλη την λαμπρότητα των πραγμάτων που φαίνονταν».
Στην πραγματικότητα, η συλλογική mentalité [νοοτροπία] τους, που διαμορφώθηκε από τον τελευταίο πόλεμο, ήταν ανίκανη να διεξάγει τον επόμενο πόλεμο. Δεν μπορούσαν να δουν ότι τα γερμανικά τανκς θα ορμούσαν μέσω των Αρδεννών και θα γκρέμιζαν τις γαλλικές δυνάμεις περισσότερο από όσο οι πρόγονοί τους θα μπορούσαν να είχαν δει ότι ο κινητικός πόλεμος το 1914 σύντομα θα απολιθωνόταν σε έναν πόλεμο χαρακωμάτων που διήρκεσε τέσσερα φαινομενικά ατελείωτα χρόνια. Αντιμέτωπη με αυτήν τη νέα απειλή, η γαλλική ανώτατη διοίκηση «πίστευε στο να μην κάνει τίποτα και στο να συμπεριφέρεται όπως συμπεριφερόμασταν πάντα».
Η ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Οι μελλοντικοί ιστορικοί που θα αφηγηθούν το πώς οι Αμερικανοί ηγέτες απέτυχαν να δουν τις ιατρικές και πολιτικές μας κρίσεις, μπορούν να πάρουν μια σελίδα από το τελευταίο και ημιτελές βιβλίο του Bloch. Μέχρι την στιγμή που εντάχθηκε στην Γαλλική Αντίσταση στις αρχές του 1943, ο Μπλος είχε ξεκινήσει το Apologie pour l’histoire ou métier d’historien (Απολογία για την Ιστορία ή για το επάγγελμα του Ιστορικού), ένα λαμπρό σκεπτικό σχετικά με την τέχνη της γραφής της ιστορίας. Το έκανε για να απαντήσει στην ερώτηση που του απηύθυνε ένα παιδί: «Πες μου, μπαμπά, ποια είναι η χρήση της ιστορίας;». Ο Μπλος δεν έζησε αρκετά για να ολοκληρώσει το βιβλίο: την άνοιξη του 1944, συνελήφθη από την γαλλική πολιτοφυλακή και παραδόθηκε στα γερμανικά SS, τα οποία στην συνέχεια τον βασάνισαν και τον εκτέλεσαν.
Αλλά το ανολοκλήρωτο χειρόγραφό του, το οποίο υποστηρίζει ότι κάποιος παρεξηγεί το παρόν όταν αγνοεί το παρελθόν, προσέφερε στο παιδί και στους αναγνώστες του μια απάντηση –μια απάντηση που ισχύει εξίσου για την παράξενη ήττα ενός μεγάλου αμερικανικού πολιτικού κόμματος όταν ο Ντόναλντ Τραμπ όρμησε μέσα από τις τάξεις του ως υποψήφιος για την προεδρία, όπως και εκείνη της ισχυρότερης δημοκρατίας στον κόσμο όταν ο νέος κορωνοϊός σάρωσε τον λαό της.
Υλικές και πνευματικές δομές, παρατηρεί ο Bloch, αντέχουν πολύ καλά τις συνθήκες που τους έδωσαν ζωή. Οι Αμερικανοί ιστορικοί θα ερευνήσουν την ήττα των Ρεπουμπλικάνων του κατεστημένου, οι οποίοι, οχυρωμένοι πίσω από μια γραμμή «Μαζινό» παραδοσιακών προσδοκιών, δεν κατάφεραν να δουν ότι μια κυβέρνηση Τραμπ θα διαπεράσει τις θεμελιώδεις αρχές της χώρας, καθώς και εκείνες του κόμματός τους. Ανίκανη να δει πέρα από τα διανοητικά δεδομένα και τα προηγούμενα πρότυπα υλικής ανταμοιβής, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αντιμετώπισε την επιδημία του κορωνοϊού μάλλον με τον τρόπο με τον οποίο η Γαλλία αντιμετώπισε την επελαύνουσα Γερμανία: κήρυξε πόλεμο χωρίς σχεδιασμό για οποιεσδήποτε απρόοπτες καταστάσεις, και απέτυχε να μιλήσει ειλικρινά με το κοινό σχετικά με την απειλή που αντιμετώπισε, πόσω μάλλον να το πείσει να κάνει θυσίες.
Αλλά ο Bloch προσθέτει επίσης ένα νέο στοιχείο σε αυτή την παλιά υπόθεση. Ακριβώς όπως η μελέτη του παρελθόντος βοηθάει κανείς να γνωρίζει καλύτερα το παρόν, η παρακολούθηση του παρόντος φωτίζει το παρελθόν. Εμείς, προειδοποιεί, «θα εξαντλήσουμε τον εαυτό μας εξίσου άκαρπα στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε το παρελθόν εάν είμαστε εντελώς ανίδεοι για το παρόν». Αν και είχε διαβάσει και γράψει για προηγούμενες στρατιωτικές μάχες, παρατηρεί ο Bloch, ποτέ δεν ήξερε τι πραγματικά σήμαινε η ήττα, «πριν εγώ ο ίδιος υποστώ την τρομερή και φρικαλέα πραγματικότητά της».
Οι σημερινοί Αμερικανοί ίσως να καταλάβουν καλύτερα από τους προηγούμενους ομολόγους τους την εμπειρία εκείνων των οποίων οι δημοκρατίες έχουν διαφθαρεί ή έχουν υποχωρήσει στην αυταρχική παρόρμηση. Ίσως να νιώσουν την οδύνη της ταπείνωσης στην επόμενη συνάντησή τους με ένα έθνος που παλεύει εναντίον ή υποκύπτει έναντι του ίδιου ιδεολογικού ιού. Και κοιτάζοντας πίσω στο γαλλικό παρελθόν και προς το αμερικανικό μέλλον, ίσως να αντλήσουν κάποια κατανόηση από τον Marc Bloch, ο οποίος έγραψε ότι «δεν μπορεί να υπάρξει καμιά σωτηρία όπου δεν υπάρχει κάποια θυσία, και καμία εθνική ελευθερία με την πληρέστερη έννοια αν δεν έχουμε δουλέψει για να τη επιτύχουμε».
Foreign Affairs: The Strange Defeat of the United States
Απόδοση: Γιάννης Κουτρουμπής