Πώς να διασφαλίσουμε τα πυρηνικά όπλα σε μια εποχή πολιτικής μεγάλων δυνάμεων
Με τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας να διανύει τον δεύτερο χρόνο του και τις εντάσεις στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας να αυξάνονται, τα πυρηνικά όπλα επανέρχονται στην παγκόσμια πολιτική ατζέντα. Στην σύνοδο κορυφής στην Χιροσίμα στις 19 Μαΐου, οι ηγέτες του G7 δεσμεύτηκαν να προωθήσουν την «υπεύθυνη πυρηνική συμπεριφορά», συμπεριλαμβανομένων μέτρων μείωσης του κινδύνου και μεγαλύτερης διαφάνειας σχετικά με τα πυρηνικά οπλοστάσια των κρατών. Παρά την ανανεωμένη αυτή προσοχή στον κίνδυνο των πυρηνικών όπλων, ο παραδοσιακός έλεγχος των εξοπλισμών -κατά τον οποίο οι πυρηνικές δυνάμεις συμφωνούν επίσημα να λάβουν μέτρα για τη μείωση των οπλοστασίων τους- έχει καταρρεύσει εντελώς.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για την αποτυχία αυτή. Η Ουάσιγκτον και η Μόσχα ανταγωνίζονται και πάλι στον πυρηνικό τομέα. Η Κίνα έχει εν τω μεταξύ εισέλθει στην κούρσα των εξοπλισμών, καθιστώντας τον ανταγωνισμό τριπολικό. Νέες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, παρέχουν στους στρατούς νέες δυνατότητες, που συχνά θολώνουν τα όρια μεταξύ συμβατικού και πυρηνικού τομέα. Επιπλέον, ο βαθιά ριζωμένος κομματισμός στην αμερικανική Γερουσία έχει πλήξει σοβαρά την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να συνάπτουν νομικά δεσμευτικές συμφωνίες για τους εξοπλισμούς.
Όλοι κατηγορούν ο ένας τον άλλον. Η Ρωσία και η Κίνα κατηγορούν την Ουάσινγκτον για την κατάρρευση [των ελέγχων]. Τον Νοέμβριο του 2022, η Ρωσία κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες για «τοξική» συμπεριφορά που οδήγησε στην κατάρρευση των συνομιλιών στρατηγικής σταθερότητας και τον Φεβρουάριο, η Μόσχα χρησιμοποίησε μια παρόμοια δικαιολογία για να αναστείλει την συμμετοχή της στη Νέα Συνθήκη Μείωσης Στρατηγικών Όπλων (New Strategic Arms Reduction Treaty) του 2010, γνωστή ως New START. Η Κίνα έχει σε μεγάλο βαθμό σιωπήσει σχετικά με την τύχη της συνθήκης και η Ουάσινγκτον έχει καταδικάσει την απόφαση της Μόσχας να συνδέσει την εφαρμογή της New START με την στάση των ΗΠΑ στον πόλεμο στην Ουκρανία. Εν τω μεταξύ, το Πεκίνο αρνείται να συμμετάσχει στον έλεγχο των εξοπλισμών μέχρι να μειωθούν τα αμερικανικά και ρωσικά οπλοστάσια.
Ανεξάρτητα από το ποιος φταίει, ο έλεγχος των εξοπλισμών όπως τον ξέρουμε έχει φτάσει στο τέλος του. Αυτό σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να μετατρέψουν την υπόσχεση του G7 έτσι ώστε να προκαλέσει «υπεύθυνη» πυρηνική συμπεριφορά σε μια νέα ατζέντα. Αντί να επικεντρώνονται στον αριθμό των όπλων, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να προσπαθήσουν να ενθαρρύνουν τις υπεύθυνες συμπεριφορές και να βοηθήσουν στον στιγματισμό των ανεύθυνων. Οι υπεύθυνες συμπεριφορές περιλαμβάνουν την διαφάνεια σχετικά με τα πυρηνικά οπλοστάσια, τις προσπάθειες μείωσης του κινδύνου, τα κανάλια επικοινωνίας για κρίσεις, και τους περιορισμούς σε δυνητικά κλιμακούμενες δραστηριότητες. Αυτή η νέα προσέγγιση θα επιτρέψει στην Ουάσινγκτον να παράσχει πρακτικές αρχές για υπεύθυνη πυρηνική συμπεριφορά σε μια εποχή αυξανόμενων πυρηνικών κινδύνων και -ίσως το πιο σημαντικό- θα χρησιμεύσει ως ευκαιρία για περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεων με τους συμμάχους και τους εταίρους των ΗΠΑ, μεταξύ άλλων στον παγκόσμιο Νότο, ώστε να εμπλακεί μια ευρύτερη και πιο διαφορετική ομάδα κρατών στην προώθηση υπεύθυνης πυρηνικής συμπεριφοράς.
Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΕΞΟΠΛΙΣΜΩΝ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ
Εδώ και χρόνια, αν όχι δεκαετίες, οι ειδικοί στα πυρηνικά προειδοποιούν για τον επικείμενο θάνατο του ελέγχου των εξοπλισμών. Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχώρησαν από την αμερικανο-ρωσική αντιβαλλιστική πυραυλική συνθήκη το 2002, ο πυρηνικός αναλυτής Pavel Podvig δήλωσε ότι «το τέλος του ελέγχου των στρατηγικών εξοπλισμών» [1] φαινόταν να πλησιάζει. Το 2019, όταν η Ρωσία αθέτησε την Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Ενδιάμεσου Βεληνεκούς πραγματοποιώντας πτητική δοκιμή πυραύλου σε απαγορευμένες περιοχές, η Ουάσινγκτον απάντησε με την αποχώρηση από το σύμφωνο, και ο έλεγχος των εξοπλισμών φαινόταν να βρίσκεται σε άλλο ένα «αδιέξοδο» [2], σύμφωνα με τον ερευνητή πυρηνικών όπλων Andrey Baklitskiy. Το 2020, αφού ο πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από την Συνθήκη Ανοικτών Ουρανών (Open Skies Treaty), μια συμφωνία που επέτρεπε στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ρωσία, και άλλους υπογράφοντες να πραγματοποιούν άοπλες πτήσεις επιτήρησης στον εναέριο χώρο ο ένας του άλλου, η πρέσβειρα των ΗΠΑ, Μπόνι Τζένκινς, (η οποία είχε βοηθήσει στην διαπραγμάτευση της συνθήκης) εξέφρασε το παράπονο ότι «η Ουάσινγκτον φαίνεται να έχει ελάχιστο όραμα ή φαντασία για το τι θα μπορούσε να αντικαταστήσει αυτό που έχουμε καταστρέψει».
Εκείνη την εποχή, τέτοιου είδους επικήδειοι ίσως να φαίνονταν πρόωροι. Αλλά όταν η Ρωσία ανέστειλε την διμερή συμφωνία New START φέτος, οι προειδοποιήσεις εκείνες αποδείχθηκαν προφητικές. Οι διμερείς, ιδιαιτέρως επισημοποιημένες πυρηνικές συνθήκες οι οποίες περιλαμβάνουν ποσοτικά όρια στον αριθμό και τις κατηγορίες πυρηνικών όπλων που διατηρεί μια χώρα αποτελούν πλέον παρελθόν. Ένα ολόκληρο δίκτυο συμφωνιών έχει εξαφανιστεί. Για παράδειγμα, η New START περιόρισε τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ρωσία στην ανάπτυξη 1.550 στρατηγικών κεφαλών, αλλά η επίτευξη μιας παρόμοιας νομικά δεσμευτικής συμφωνίας σήμερα είναι πολιτικά ανέφικτη.
Ως αποτέλεσμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους αντιμετωπίζουν πολυάριθμες προκλήσεις στον έλεγχο των εξοπλισμών. Για να είμαστε σαφείς, δεν πρέπει να επιδιώκουν τον έλεγχο των εξοπλισμών για χάρη του ελέγχου των εξοπλισμών. Οποιαδήποτε ατζέντα ελέγχου των εξοπλισμών πρέπει να συνδέεται με απτούς στρατηγικούς στόχους. Η αναθεώρηση της πυρηνικής στάσης της κυβέρνησης Μπάιντεν το 2022 προσδιόρισε τέτοια συμφέροντα, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των κινδύνων μιας δαπανηρής κούρσας εξοπλισμών, της ενίσχυσης της στρατηγικής σταθερότητας, και της μείωσης των πιθανοτήτων των πυρηνικών κινδύνων. Η δήλωση των ηγετών του G7 επισήμανε επίσης την στρατηγική σημασία της μείωσης του κινδύνου, δηλαδή των συνεργατικών μέτρων που αποσκοπούν στον περιορισμό των στρατιωτικών περιστατικών πριν αυτά κλιμακωθούν σε μεγαλύτερη κρίση ή πόλεμο. Φυσικά, η επίτευξη αυτών των στόχων θα είναι δύσκολη και κάθε ατζέντα για τον έλεγχο των εξοπλισμών πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό και την ταχέως εξελισσόμενη τεχνολογία. Είναι δελεαστικό να εγκαταλείψουμε εντελώς το σχέδιο ελέγχου των εξοπλισμών σε αυτό το κλίμα, αλλά υπάρχουν ακόμη οφέλη από τον έλεγχο των εξοπλισμών, αν αυτός μπορεί να εξελιχθεί με τον καιρό.
ΖΗΤΩ Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΕΞΟΠΛΙΣΜΩΝ
Από τις πρώτες ημέρες του Ψυχρού Πολέμου, η αποφυγή του πυρηνικού πολέμου ήταν ο βασικός στόχος του ελέγχου των εξοπλισμών. Παρόλο που οι συμφωνίες έχουν καταρρεύσει, η αρχή της αποφυγής του πυρηνικού πολέμου είναι ζωντανή και ακμαία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, κάλεσε τις χώρες να αποφύγουν να πολεμήσουν τον «Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο» για να αντιμετωπίσουν την επιθετικότητα της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Ακόμη και η περιορισμένη χρήση λίγων μόνο πυρηνικών όπλων έχει γίνει ταμπού, όπως υπογράμμισαν και πάλι [3] οι ηγέτες των ισχυρότερων κρατών του κόσμου στην σύνοδο κορυφής του G20 στο Μπαλί τον Νοέμβριο του 2022. Αυτή η πρώτη αρχή του ελέγχου των εξοπλισμών –η αποφυγή πυρηνικού πολέμου- μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς για δημιουργική σκέψη σχετικά με την ενίσχυση των κανόνων αυτοσυγκράτησης και ευθύνης. Χρειάζεται κοινή προσπάθεια για να διασφαλιστεί ότι τα πυρηνικά όπλα δεν θα χρησιμοποιηθούν τον 21ο αιώνα.
Η αποφυγή πυρηνικού πολέμου παραμένει κοινό συμφέρον των μεγάλων δυνάμεων και ορισμένες συμπεριφορές μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποσταθεροποιητικές. Η στόχευση πυρηνικών συστημάτων διοίκησης και ελέγχου με κυβερνοεπιθέσεις θα ήταν μια τέτοια κακή συμπεριφορά. Η επίθεση σε δορυφόρους έγκαιρης προειδοποίησης θα μπορούσε να είναι μια άλλη. Η δοκιμή πυρηνικών όπλων -που ήδη θεωρείται από την πλειονότητα των κρατών ως απαγορευμένη- ενέχει επίσης τον κίνδυνο κλιμάκωσης ή αναζωπύρωσης της κούρσας των εξοπλισμών. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες τηρούν στην Συνθήκη για την Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών (Nuclear Test Ban Treaty), δυστυχώς δεν την έχουν επικυρώσει, μαζί με την Κίνα και μια χούφτα άλλα κράτη. Η εστίαση στην πρόληψη αποσταθεροποιητικών συμπεριφορών και η προώθηση καλύτερων θα πρέπει να είναι ο στόχος αυτού του νέου κεφαλαίου του ελέγχου των εξοπλισμών.
Τα κράτη μπορούν επίσης να αναλάβουν δράσεις που ενισχύουν την παγκόσμια σταθερότητα, συμπεριλαμβανομένης της έγκαιρης ανακοίνωσης επικείμενων πυραυλικών δοκιμών και της λήψης μέτρων για την αποφυγή δυνητικά κλιμακούμενων στενών επαφών μεταξύ αντιπάλων που επιχειρούν σε κοντινή απόσταση. Αυτού του είδους οι παρ’ ολίγον αναμετρήσεις συμβαίνουν μεταξύ αεροσκαφών της Ρωσίας και μελών του ΝΑΤΟ πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα, συχνά ως αποτέλεσμα της αγνόησης των υφιστάμενων μέτρων μείωσης του κινδύνου, όπως η Συμφωνία για τα Περιστατικά στην Θάλασσα (Incidents at Sea Agreement ) του 1972. Η εξασφάλιση ενός επιπέδου ανθρώπινου ελέγχου στην λήψη αποφάσεων για τα πυρηνικά θα μπορούσε επίσης να βρει πολλούς υποστηρικτές.
Αυτός ο τύπος προσέγγισης του ελέγχου των εξοπλισμών με βάση την συμπεριφορά δεν θα επικεντρωνόταν στην διαπραγμάτευση νομικά δεσμευτικών ορίων για συγκεκριμένα όπλα. Αντ’ αυτού, θα επιδίωκε πολιτικά δεσμευτικές δηλώσεις προθέσεων που δεν θα απαιτούσαν την έγκριση του Κογκρέσου. Θα μπορούσε να περιλαμβάνει τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ -την Κίνα, την Γαλλία, την Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο, και τις Ηνωμένες Πολιτείες- αλλά θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερες πυρηνικές δυνάμεις και μη πυρηνικά κράτη. Θα επικεντρωνόταν σε συγκεκριμένες καλές συμπεριφορές, όπως η ενημέρωση των άλλων για τις δοκιμαστικές εκτοξεύσεις πυραύλων και η μη στήριξη σε υπερευαίσθητους συναγερμούς, και θα περιλάμβανε άλλους μη πυρηνικούς στρατιωτικούς τομείς και τεχνολογίες, όπως τα κυβερνοόπλα και η τεχνητή νοημοσύνη. Μέχρι στιγμής, καμία χώρα δεν έχει ασκήσει σοβαρή πίεση για να επινοήσει αποδεκτούς (και να στιγματίσει τους απαράδεκτους) κανόνες συμπεριφοράς. Και για να είμαστε σαφείς, ο έλεγχος των εξοπλισμών δια της συμπεριφοράς δεν αποκλείεται αμοιβαία από τον στρατηγικό έλεγχο των εξοπλισμών του παρελθόντος. Πράγματι, ο συμπεριφορικός έλεγχος των όπλων θα μπορούσε να θέσει τις βάσεις για τέτοιες προσπάθειες όταν βελτιωθούν οι γεωπολιτικές συνθήκες.
ΟΙ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΗΓΟΥΝΤΑΙ
Ο συμπεριφορικός έλεγχος των εξοπλισμών θα βασιστεί τελικά στην αμερικανική ηγεσία. Λόγω της πολιτικής πόλωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό θα είναι μια πρόκληση. Αλλά η ενίσχυση της παγκόσμιας σταθερότητας και η δράση ως υπεύθυνη μεγάλη δύναμη πρέπει να περιλαμβάνει την ηγεσία στον έλεγχο των εξοπλισμών. Παρ’ όλα αυτά, οι σύμμαχοι της χώρας θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο. Το πιο σημαντικό είναι ότι οι σύμμαχοι θα χρησιμεύσουν ως συνομιλητές με τις χώρες που ευνοούν την παγκόσμια σταθερότητα και ευημερία, αλλά ταυτόχρονα δεν θέλουν να πάρουν θέση στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων. Οι χώρες αυτές, όπως η Βραζιλία, η Ινδία, ή η Νότια Αφρική, θα μπορούσαν να χαιρετίσουν σιωπηρά μια υπεύθυνη αμερικανική στάση για την παγκόσμια σταθερότητα. Ταυτόχρονα, μπορεί να διστάζουν να ακολουθήσουν απλώς το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, δεδομένης της μακράς ιστορίας της χώρας να αγνοεί τα συμφέροντα αυτών των κρατών και να προτιμά μονομερή δράση. Εδώ, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ με ισχυρότερο πολυμερές ιστορικό, όπως η Γερμανία, θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ρόλο, διασφαλίζοντας ότι οι χώρες του παγκόσμιου Νότου έχουν πραγματικό ρόλο και φωνή στην ατζέντα του ελέγχου των εξοπλισμών.
Η συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων υποστηρικτών στον παγκόσμιο Νότο είναι απαραίτητη. Η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της θα πρέπει να πείσουν τις κυβερνήσεις στην Μπραζίλια, την Πόλη του Μεξικό, το Νέο Δελχί, και την Πρετόρια ότι η υποστήριξη της υπεύθυνης συμπεριφοράς είναι μια αξιόπιστη και αξιόλογη προσπάθεια για την αποφυγή πυρηνικού πολέμου. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει να πείσει τους σκεπτικιστές σε όλο τον κόσμο ότι η συμφωνία σε ορισμένους κανόνες της διαδρομής προς την υπεύθυνη συμπεριφορά είναι δυνατή, ακόμη και με τη Μόσχα και το Πεκίνο. Στο παρελθόν, η Ουάσινγκτον ανάγκασε μερικές φορές τους άλλους να ρυθμίσουν ορισμένες συμπεριφορές, ενώ έκανε εξαιρέσεις για τον εαυτό της. Σε μια πολυπολική παγκόσμια τάξη, αυτή η προσέγγιση δεν θα λειτουργήσει. Αντ’ αυτού, η αναγνώριση και η αντιμετώπιση των τελικά περιορισμένων πόρων της παγκόσμιας εμβέλειας των Ηνωμένων Πολιτειών θα πρέπει να αποτελέσει ιδεολογική κινητήρια δύναμη πίσω από τον έλεγχο των εξοπλισμών δια της συμπεριφοράς. Δίνοντας στον παγκόσμιο Νότο την ευκαιρία να συμμετάσχει σε αυτήν την διαδικασία επί ίσοις όροις, η Ουάσινγκτον θα μπορούσε να πείσει τις χώρες αυτές ότι ετούτη την φορά είναι σοβαρή.
Μια πρόταση [4] που προωθήθηκε από τον Λευκό Οίκο είναι να διαδραματίσουν οι λεγόμενοι Ρ5 -Κίνα, Γαλλία, Ρωσία, Ηνωμένο Βασίλειο, και Ηνωμένες Πολιτείες- μεγαλύτερο ρόλο στον έλεγχο των εξοπλισμών. Αν και τέτοιες προσπάθειες πρέπει πράγματι να συνεχιστούν, η μείωση των πυρηνικών κινδύνων στον 21ο αιώνα πρέπει να απευθύνεται σε ένα πολύ μεγαλύτερο και πιο ποικιλόμορφο ακροατήριο. Το G20 είναι ένα άλλο σημαντικό φόρουμ για μια τέτοια διαδικασία, καθώς περιλαμβάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες, τους συμμάχους τους, την Κίνα και την Ρωσία, καθώς και βαριά ονόματα από τον παγκόσμιο Νότο.
Για να κερδίσει έδαφος στη Μόσχα και το Πεκίνο, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να προσφέρει κάτι που θα ενδιέφερε τους ανταγωνιστές των ΗΠΑ. Μια επίσημη επιβεβαίωση προς την Κίνα ότι και τα δύο κράτη θα υποστούν πρωτοφανή ζημία από την επίθεση με πυρηνικά όπλα, ουσιαστικά μια επιβεβαίωση αυτού που είναι πραγματικότητα εδώ και δεκαετίες, και επομένως θα πρέπει να αποφύγουν συμπεριφορές που θα μπορούσαν να τα φέρουν στο πυρηνικό χείλος του γκρεμού, θα μπορούσε να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Πεκίνου. Αλλά μια τέτοια επιβεβαίωση θα ήταν αρκετά αμφιλεγόμενη σε ορισμένες πρωτεύουσες: σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Νότια Κορέα ή η Ιαπωνία, θα φοβούνταν ότι η Ουάσινγκτον θα μπορούσε να ενδώσει στον κινεζικό πυρηνικό εκβιασμό σε μια περιφερειακή κρίση, εκθέτοντας τους συμμάχους αυτούς στην κινεζική επιθετικότητα.
Ομοίως, μια δήλωση των ΗΠΑ που θα αποδέχεται την αλληλεξάρτηση μεταξύ επιθετικών και αμυντικών στρατηγικών όπλων θα μπορούσε να προσφέρει περιθώρια για μελλοντικές συνομιλίες με την Ρωσία για τον έλεγχο των εξοπλισμών, δεδομένου ότι η Μόσχα φοβάται ότι ο αμερικανικός στρατός θα μπορούσε μια μέρα να αμβλύνει την στρατηγική αποτροπή της με την χρήση ενός θανατηφόρου συνδυασμού πυραυλικής άμυνας και συμβατικών όπλων ακριβείας. Αλλά και πάλι, μια τέτοια δήλωση πιθανότατα θα τύχει κακής υποδοχής στις συμμαχικές πρωτεύουσες που αποδίδουν σημαντική πολιτική και στρατηγική σημασία στα συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας. Όπως και οι επίσημες συνθήκες ελέγχου των εξοπλισμών του παρελθόντος, ο συμπεριφορικός έλεγχος των εξοπλισμών θα πρέπει να τετραγωνίσει τον κύκλο μεταξύ της διασφάλισης της ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους, ενώ θα πρέπει να προκαλέσει αρκετό ενδιαφέρον από το Πεκίνο ή τη Μόσχα ώστε να ανταποκριθούν σε ένα άνοιγμα των ΗΠΑ.
Ακόμη και αν η Κίνα και η Ρωσία απορρίψουν τελικά μια τέτοια προσέγγιση, η συσπείρωση όσο το δυνατόν περισσότερων χωρών πίσω από μια ατζέντα βασισμένη στην συμπεριφορά θα βοηθούσε να επιβραδυνθεί η αποδιάρθρωση της παγκόσμιας σταθερότητας και θα μπορούσε να αποφέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες τα εύσημα που έχουν ανάγκη παγκοσμίως.
Ο στόχος του G20 θα πρέπει να είναι ένας παγκόσμιος χάρτης υπεύθυνης στρατιωτικής συμπεριφοράς. Ο Ψυχρός Πόλεμος προσφέρει μερικά πολύτιμα μαθήματα εδώ. Το 1975, η Σοβιετική Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέληξαν στις συμφωνίες του Ελσίνκι, οι οποίες περιείχαν γενικούς κανόνες συμπεριφοράς στον στρατιωτικό, κοινωνικό, και οικονομικό τομέα. Αν και ο χάρτης δεν ήταν δεσμευτικός, οι αρχές που κατοχύρωσε συνέβαλαν στην διαχείριση του ειρηνικού τέλους μιας παγκόσμιας αντιπαράθεσης. Το να φανταστεί κανείς την δέσμευση της Ρωσίας σε μια τέτοια προσέγγιση, η οποία μόλις πρόσφατα ανακοίνωσε σχέδια για την ανάπτυξη τακτικών πυρηνικών όπλων στην Λευκορωσία, μπορεί να είναι δύσκολο. Από την άλλη πλευρά, το 1965, σχεδόν κανείς δεν θα πίστευε ότι μια συμφωνία Ανατολής-Δύσης όπως το Ελσίνκι θα γινόταν δυνατή μια δεκαετία αργότερα. Όλες αυτές οι προσπάθειες, ωστόσο, ίσως να εξαρτηθούν από την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία και τις ενέργειες της Ρωσίας και της Ουκρανίας εκεί.
ΣΥΜΦΩΝΙΑ Ή ΟΧΙ ΣΥΜΦΩΝΙΑ;
Μια ατζέντα για τον έλεγχο των εξοπλισμών που επικεντρώνεται στην αλλαγή συμπεριφορών αντί του περιορισμού των οπλοστασίων θα είχε ορισμένα μειονεκτήματα. Σε σύγκριση με τις σχολαστικά διαπραγματευόμενες συμφωνίες για τους εξοπλισμούς των προηγούμενων ετών, θα ήταν λιγότερο τυπική και, ως εκ τούτου, λιγότερο περιοριστική. Η επαλήθευση της συμμορφούμενης συμπεριφοράς θα ήταν δύσκολη, αν και η τήρηση των γενικών κανόνων καθώς και η τιμωρητική επιλογή της δημόσιας κατονομασίας και διαπόμπευσης θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Όμως, ελλείψει οποιουδήποτε οργάνου που θα είχε την εξουσία να επαληθεύει την συμμόρφωση, δεν θα υπήρχαν μηχανισμοί εποπτείας και επίλυσης συγκρούσεων.
Παρόλα αυτά, στο σημερινό ανταγωνιστικό περιβάλλον, μια προσέγγιση που βασίζεται στην συμπεριφορά θα μπορούσε να είναι η τελευταία σανίδα σωτηρίας του ελέγχου των εξοπλισμών. Αξίζει να αποδεχτούμε τους πιθανούς κινδύνους της. Τα καλά νέα είναι ότι θα μπορούσε να βασιστεί σε υπάρχουσες πρωτοβουλίες. Το ΝΑΤΟ υιοθέτησε πρόσφατα γενικές αρχές [5] για την υπεύθυνη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης. Το Ηνωμένο Βασίλειο προσπαθεί επί του παρόντος να θεσπίσει παγκόσμιους κανόνες συμπεριφοράς για τη μείωση της απειλής σύγκρουσης στο διάστημα. Η Ρωσία, παρά την αναστολή της New START, συνεχίζει να ενημερώνει τις Ηνωμένες Πολιτείες για τις πυραυλικές δοκιμές της. Ο πρώην επικεφαλής της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου, Wolfgang Ischinger, πρότεινε πρόσφατα [6] ότι η Μόσχα δεν θα αναπτύξει πυρηνικά συστήματα στην Λευκορωσία και ότι η Ουάσινγκτον, από την πλευρά της, θα επιβεβαιώσει την πολιτική της να μην αναπτύξει τέτοια όπλα στην Πολωνία και σε άλλα ανατολικά κράτη του ΝΑΤΟ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν αυτά τα υπάρχοντα δομικά στοιχεία υπεύθυνης συμπεριφοράς για να δημιουργήσουν μια νέα αρχιτεκτονική ελέγχου των εξοπλισμών. Ως σημείο εκκίνησης, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να προτείνουν την απαγόρευση των δοκιμών συστημάτων κλασματικού τροχιακού βομβαρδισμού(fractional orbital bombardment systems, FOBS), τα οποία η Κίνα έχει ήδη δοκιμάσει. Αυτά τα όπλα και οι δοκιμές τους έχουν την δυνατότητα να κλιμακώσουν τις κρίσεις και να πυροδοτήσουν μια κούρσα εξοπλισμών.
Μόλις οι ανταγωνιστές των πυρηνικά ομόλογων χωρών το βρουν προς το συμφέρον τους, η επιστροφή σε πιο επίσημες συμφωνίες ελέγχου των εξοπλισμών θα πρέπει να είναι στην ατζέντα. Μέχρι τότε, ο έλεγχος των εξοπλισμών που επικεντρώνεται στην συμπεριφορά μπορεί να είναι ο πιο ελπιδοφόρος τρόπος για την διαχείριση του ανταγωνισμού και την αποφυγή της παγκόσμιας αστάθειας και, τελικά, της χρήσης πυρηνικών. Το πλαίσιο που θα προκύψει ίσως να είναι πολύ διαφορετικό από τον έλεγχο των εξοπλισμών του παρελθόντος. Θα είναι όμως καλύτερο από ένα μέλλον στο οποίο η διάδοση θα προχωρά ελλείψει κοινών ορίων προστασίας για τον χειρισμό των πιο επικίνδυνων όπλων στον κόσμο.