Η επαναπυροδότηση του τουρκικού αναθεωρητισμού στην σκιά του πολέμου στην Ουκρανία.
Εκείνο το ζεστό απόγευμα του Ιουλίου του 2016, ένας βασικός «κόμβος» της δομής του ψυχισμού του Ταγίπ Ερντογάν βραχυκυκλώθηκε δια παντός. Ήταν άραγε η ευθεία απειλή από κομάντος των ειδικών δυνάμεων κατά του ιδίου και της οικογενείας του , εκεί στο θέρετρο όπου περνούσε τις διακοπές του; Ήταν ενδεχομένως το «εύρος» της προδοσίας όπως ο ίδιος ο πρόεδρος της Τουρκίας το αντιλαμβανόταν από τον πνευματικό σύμμαχο και συμπαραστάτη του, τον Φετουλάχ Γκιουλέν; Το πραξικόπημα που δεν έγινε ποτέ, αλλά που ακόμη και οι λεπτομέρειες οι οποίες αφορούσαν την εκδήλωσή του ήταν απόλυτα γνωστές στον προσωπικό μηχανισμό ασφαλείας του Ταγίπ Ερντογάν, λειτούργησε καταλυτικά ως προς την διαμόρφωση των στρατηγικών προτεραιοτήτων του προέδρου της Τουρκίας. Βαθειά μέσα στον τρόπο σκέψης του συντελέστηκε μια απότομη στροφή.
Είχε ήδη επηρεαστεί σε ένα βαθμό από κάποια ανησυχητικά σημάδια που αφορούσαν την υγεία του. Τα προβλήματα αυτά, ωστόσο, όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια, ξεπεράστηκαν αφήνοντας πίσω τους κάποια προειδοποιητικά μηνύματα. Ο πανδαμάτωρ χρόνος, βλέπετε. Ανίκητος αντίπαλος.
Έκτοτε το πολιτικό στοίχημα του Ταγίπ Ερντογάν έλαβε μια άκρως προσωπική διάσταση. Το 2023, με την συμπλήρωση 100 χρόνων από την Συνθήκη της Λωζάνης και με την ευκαιρία της διεξαγωγής προεδρικών εκλογών, θα έπρεπε να έχει κατατεθεί στην τουρκική κοινή γνώμη μια νέα ιστορική αναφορά˙ ένα νέο μοντέλο ηγεσίας˙ να δοθεί ένα τέλος στην κυριαρχία της προσωπικότητας του Κεμάλ Ατατούρκ ως συμβόλου της σύγχρονής Τουρκικής Δημοκρατίας και να αντικατασταθεί από μια νέα πρόταση: το νεο-οθωμανικό προφίλ του Ταγίπ Ερντογάν.
Έκτοτε, ο πόλεμος στην Συρία και το Βόρειο Ιράκ , η εμπλοκή στην Λιβύη, η παρουσία στο Ανατολικό Κέρας της Αφρικής αλλά και στο Κατάρ, ο αναθεωρητισμός ως προς το status quo των σχέσεων με την Ελλάδα, το εγχείρημα επιβολής συγκεκριμένων συσχετισμών στην Ανατολική Μεσόγειο, όλα τα παραπάνω αποτέλεσαν τον καμβά πάνω στο οποίο ο πρόεδρος της Τουρκίας σχεδιάζει την πλήρη «άλωση» και τον εκ θεμελίων αναπροσανατολισμό της σύγχρονης ιστορίας της Τουρκίας. Αναμφίβολα υπήρξαν προβλήματα σε αυτήν τη νεο-οθωμανική διάσταση της εξωτερικής πολιτικής του συστήματος Ερντογάν.
Προφανώς και απέτυχε παταγωδώς η πολιτική του εμπλοκή στην Αίγυπτο. Φυσικά και σύρθηκε στην αποκατάσταση των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ θυσιάζοντας ένα μέρος του διπλωματικού κεφαλαίου που είχε επενδύσει στις σχέσεις με την Τεχεράνη. Σίγουρα αθέτησε υποσχέσεις και δεσμεύσεις του προς την Χαμάς των Παλαιστινίων . Υποχρεώθηκε να υποκλιθεί στην Σαουδική Αραβία και τα Αραβικά Εμιράτα εγκαταλείποντας τις μαξιμαλιστικές επιδιώξεις του να αποκαταστήσει την ηγετική θέση της Τουρκία στο Ισλάμ.
Ο ΝΕΟ-ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ
Πώς όλες αυτές οι κεφαλαιώδεις ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου επηρεάζουν τον πυρήνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων; Πόσο μακριά είναι διατεθειμένο να προχωρήσει το σύστημα Ερντογάν ώστε να αποσταθεροποιήσει δομικά τα γεωπολιτικά δεδομένα στο Αιγαίο;
Αυτά είναι τα ερωτήματα που καλείται σε καθημερινή βάση να διαχειριστεί η Αθήνα ως προς της πολιτικές και στρατιωτικές παραμέτρους μιας τακτικής της Άγκυρας που στοχεύει αναμφίβολα σε μια αντιπαράθεση διαρκείας με υπέρμετρη ενίοτε επιθετική ρητορική και έκδηλη πρόθεση (ή επιδίωξη) πρόκλησης σοβαρού θερμού επεισοδίου ενδεχομένως και όχι μόνον).
Γράφει ο εμπειρότατος Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χρήστος Ροζάκης, στην εφημερίδα «Καθημερινή» της 29ης Μαΐου καταλήγοντας σε ένα ανάλογο συμπέρασμα: «Ο Τούρκος πρόεδρος δείχνει με την συμπεριφορά του να μην αποκλείει το θερμό επεισόδιο, μπορεί, μάλιστα, και να το επιδιώκει».
Ο κ. Ροζάκης είναι από εκείνους του ανθρώπους που εδώ και αρκετές δεκαετίες κλήθηκαν να χειριστούν ζητήματα, αλλά και να καταθέσουν άποψη και προτάσεις, ως προς το συνολικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Είναι δε από εκείνους που αποτολμούν να δημοσιοποιήσουν αλήθειες για θέματα ταμπού, οι οποίες ενοχλούν -όπως επί παραδείγματι για το πραγματικό μη εύρος της υφαλοκρηπίδας στο οποίο έχει δικαίωμα το Καστελόριζο.
Η αποστροφή του ειδικού επιστήμονα σε θέματα Διεθνούς Δικαίου για την πρόσφατη ενέργεια δύο τουρκικών μαχητικών που έφθασαν στα 2,8 μίλια από την Αλεξανδρούπολη είναι χαρακτηριστική: «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Τουρκία έχει ξεπεράσει, με τις πρόσφατες δραστηριότητες και τις δηλώσεις από τα πιο επίσημα χείλη, κάθε προηγούμενη ανάλογη συμπεριφορά. Και το λέω αυτό γιατί η παραβίαση των μαχητικών αεροπλάνων στον Έβρο αποτελεί μια ακραία παρανομία που ουδέποτε άλλοτε η Τουρκία είχε αποτολμήσει».
Η τελευταία λέξη προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία. Όπως επισημαίνει και ο κ. Ροζάκης, η παραβίαση μητροπολιτικού εναερίου χώρου (ηπειρωτικού εδάφους δηλαδή) αποκτά εντελώς ιδιαίτερη διάσταση και συνιστά κλιμάκωση η οποία δεν μπορεί παρά να είναι σχολαστικά προσχεδιασμένη, ενώ παράλληλα έχουν εξεταστεί και έχουν αναλυθεί σε βάθος όλες οι ενδεχόμενες αντιδράσεις της ελληνικής πλευράς. Δεν υφίσταται ως εκ τούτου η έννοια του λάθους ή της στιγμιαία λανθασμένης εκτίμησης. Ο χρόνος και ο τρόπος εκτέλεσης αυτής της στρατιωτικής ενέργειας από την Πολεμικής Αεροπορίας της Τουρκίας εισάγει την ένταση στο Αιγαίο και το βαθμό «θερμότητας» στις καθημερινές αναμετρήσεις στον ουρανό του Αρχιπελάγους σε πλαίσιο ακραίας επικινδυνότητας.
«Πάντως, στην κλίμακα της σοβαρότητας του στιγμιαίου αυτού επεισοδίου φαντάζει περισσότερο σοβαρό από τα θαλάσσια επεισόδια του καλοκαιριού του 2020, καθώς εκεί τουλάχιστον δεν υπήρχε αμφισβήτηση κυριαρχίας, αλλά κυριαρχικών δικαιωμάτων», επισημαίνει με έμφαση ο καθηγητής Ροζάκης προκαλώντας το αυτονόητο ερώτημα: «Ποιο θα είναι το επόμενο στάδιο πρόκλησης που θα υιοθετήσει η Άγκυρα;».
ΟΙ ΔΥΣΕΞΗΓΗΤΕΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ
Στην αρχή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και μετά τις πρώτες αντιδράσεις της Δύσης, αρκετοί σχολιαστές και άνθρωποι που ασχολούνται συστηματικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στην αισθάνθηκαν ανακούφιση. Σε σχετική αρθρογραφία, λοιπόν, διαβάσαμε πώς εφεξής υπάρχουν περιθώρια χρόνου ως προς τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά δεδομένου ότι η έννοια του «Αναθεωρητισμού» υπέστη σοβαρό ράπισμα από την στάση του Πούτιν και ως εκ τούτου ο Ταγίπ Ερντογάν γνωρίζει ήδη πώς δεν υπάρχουν περιθώρια ανοχής του διεθνούς περιβάλλοντος σε ανάλογες επιθετικές δραστηριότητες, ιδιαίτερα προς μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ: την Ελλάδα, δηλαδή.
Ελάχιστο χρόνος κύλησε μέχρι την στιγμή της διάψευσης αυτής της αισιόδοξης προσέγγισης. Λίγα εικοσιτετράωρα μετά την επίσκεψη του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στην Ουάσιγκτον και την ομιλία του στην ολομέλεια του Κογκρέσου, το σύστημα Ερντογάν δημοσιοποίησε τις προθέσεις του. Πύκνωσαν οι πτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από τα νησιά. Η Άγκυρα έστειλε ερευνητικό σκάφος στο Βόρειο Αιγαίο με έκδοση ειδικής ΝAVTEX. Πέρασαν πολλά χρόνια από το 1987 όταν ήταν και η τελευταία φορά που η τουρκική πλευρά αποτολμούσε να εκτελέσει μια τέτοια ενέργεια. Κάποια στιγμή πέταξε και το ζεύγος των τουρκικών F16 το οποίο διέσχισε σχεδόν κάθετα το Αιγαίο, από νότια της Ρόδου έως την Αλεξανδρούπολη.
Είναι ηλίου φαεινότερον πως το σύστημα Ερντογάν προχώρησε σε μια εντελώς διαφορετική ανάγνωση των προθέσεων του διεθνούς περιβάλλοντος, καταλήγοντας σε μια εκ των πραγμάτων νέα ερμηνεία των πραγματικών περιθωρίων ανοχής της Δύσης.
Η κλιμακούμενη επιθετικότητα της Άγκυρας στο Αιγαίο, την οποία εμμέσως διαπιστώνει και η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και η αμερικανική διπλωματία, βασίζεται στην πραγματική εικόνα των πολεμικών εξελίξεων στην Ουκρανία. Όπως καταγράφουν και τα έγκυρα διεθνή ΜΜΕ, όλο και περισσότερες Δυτικές κυβερνήσεις καταλήγουν πώς θα πρέπει να υπάρξει συμβιβαστική λύση για τον τερματισμό του πολέμου. Καταλάγιασαν, δηλαδή, οι πρώτες μαξιμαλιστικές αντιδράσεις, ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση των Ρώσων από την περιοχή του Κιέβου -σύμφωνα με τις οποίες θα έπρεπε να ηττηθεί η Ρωσία στο πεδίο προκειμένου να ανατραπεί ή να περιοριστεί καταλυτικά η ισχύς του καθεστώτος Πούτιν στο Κρεμλίνο.
Όπως επισημαίνει όλο και μεγαλύτερος αριθμός αναλυτών, η Γαλλία, η Ιταλία, και η Γερμανία εσχάτως, ομοφωνούν διαπιστώνοντας πώς ο έλεγχος των ρωσικών δυνάμεων στην Ανατολική Ουκρανία είναι σχεδόν καθολικός και πως ο ρωσικός στρατός επιτίθεται εκ νέου στο Χάρκοβο.
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
Η παραπάνω ομοφωνία των ισχυρών της ΕΕ συνάδει -όσο και αν φαίνεται περίεργο- με την διχαστική διγλωσσία της Ένωσης η οποία κατέληξε σε ένα ερμαφρόδιτο «ναι μεν αλλά» ως προς την επιστολή εμπάργκο προς το ρωσικό πετρέλαιο. Ως γνωστόν, η Ένωση υιοθετεί και συμβιβάζεται με μια μέση λύση όπου θα συνεχίσουν «προσωρινά» (;) να λειτουργούν οι αγωγοί μεταφοράς αργού από την Ρωσία προς χώρες της Κεντρικής Ευρώπης (βλέπε Ουγγαρία, Σλοβακία, Τσεχία κλπ).
Αυτή η γενική εικόνα είναι που προσφέρει στο καθεστώς Ερντογάν την πεποίθηση πως ο αναθεωρητισμός ενδεχομένως να ενοχλεί αφάνταστα τον πολιτικό και νομικό πολιτισμό της Δύσης, ωστόσο υπάρχουν στην πράξη και επί του πεδίου περιθώρια υλοποίησης μέρους των αναθεωρητικών προθέσεων, όπως στην Ανατολική Ουκρανία, φερ’ ειπείν.
Σχεδόν ταυτόχρονα, λοιπόν, η Άγκυρα προϊδεάζει την διεθνή κοινότητα προαναγγέλλοντας ανερυθρίαστα την πρόθεση της εισβάλει εκ νέου στην Συρία πραγματοποιώντας την τρίτη κατά σειρά εισβολή της. Προκειμένου να μην υπάρξουν παρερμηνείες, οι επίσημες ανακοινώσεις πραγματοποιήθηκαν μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης του Συμβουλίου Ασφαλείας της Τουρκίας. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί λίγα εικοσιτετράωρα πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με πρωταγωνιστή το θεσμικό Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας στη Μόσχα σε εκείνην την απείρου κάλους συνεδρίαση όπου ο επικεφαλής των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών «τραύλιζε» από τον φόβο του μπροστά στον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Υφίσταται αποτρεπτική δυνατότητα τέτοια ώστε να ακυρώνει στο πεδίο την στρατηγική κλιμακούμενης έντασης στο Αιγαίο και τον Έβρο, την οποία υιοθετεί η Άγκυρα;
Ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης απαντά εμμέσως : «Για τον λόγο αυτό είναι απόλυτα δικαιολογημένες οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού των ενόπλων μας δυνάμεων με πολεμικά πλοία και μαχητικά τελευταίας τεχνολογίας, όπως και η ανάπτυξη σταθερών συμμαχιών με χώρες οι οποίες να μπορούν να εγγυηθούν την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας. Προς το παρόν, μόνον η συμφωνία με την Γαλλία έχει ένα τέτοιο περιεχόμενο. Οι συμφωνίες με τις ΗΠΑ και άλλα κράτη δεν εγγυώνται κάτι τέτοιο, παρά μόνον εξασφαλίζουν μια αποτρεπτική προοπτική, ικανή να οδηγήσει την Τουρκία σε δεύτερες σκέψεις προτού αποφασίσει το μοιραίο διάβημα».
Είναι προφανές πως ο Ταγίπ Ερντογάν θα επιχειρήσει να ολοκληρώσει την οικοδόμηση του σκηνικού αλλά και να εκτελέσει της προδιαγραφές της σκηνοθεσίας που θα καθορίσει την επισφράγιση της υστεροφημίας του . Η θεοκρατική φύση της προσωπικής του θεώρησης των πραγμάτων τού επιβάλει αυτές τις προδιαγραφές. Ο αναθεωρητισμός, λοιπόν, είναι ένα από τα βασικά -αν όχι το βασικότερο- στοιχεία στην προσπάθεια επαναφοράς της σύγχρονης Τουρκίας σε έναν ανανεωμένο Οθωμανισμό, όσο και αν κάτι τέτοιο ακούγεται οξύμωρο.
Αυτές οι διαδικασίες είναι εφικτές μόνον όταν οι γεωπολιτικές συνθήκες, τοπικές, μερικές, και παγκόσμιες επιτρέπουν μη ορθολογικά σχήματα να επικρατήσουν.
Εδώ και αρκετά χρόνια, ειδικά την τελευταία πενταετία, η ανθρωπότητα στο σύνολό της έχει εισέλθει σε μια ρευστή και αποσυντονισμένη κατάσταση, με κύριο χαρακτηριστικό την απορρύθμιση των βασικών βεβαιοτήτων οι οποίες καθόριζαν επί δεκαετίες τις διεθνείς γεωπολιτικές ισορροπίες.
Σε μια γενικευμένη απορύθμιση, τα φαινόμενα αναθεωρητισμού επανέρχονται στην ημερήσια διάταξη έστω και εάν στην πράξη όλα δείχνουν πως η χρονική διάρκεια των δυναμικών που αναπτύσσουν θα είναι περιορισμένη. Αυτό δεν έχει καμία σημασία για τους διαχειριστές αυτών των δυναμικών. Ο αναθεωρητισμός εντάσσεται σε ένα -έστω προσωρινό- παίγνιο συσχετισμών που είναι ωστόσο ικανό να ανατρέψει τα πάντα.
Ο αναθεωρητισμός του καθεστώτος Πούτιν ακουμπά στην διαχρονική διάθεση της ρωσικής ελίτ να ανταγωνιστεί επαξίως τις Δυτικές ελίτ αναγνωρίζοντας έτσι πως το βασικό αρχιτεκτόνημα της Ρωσίας αποτελεί μέρος της Δυτικής πραγματικότητας και όχι της Ευρασίας.
Για να πυροδοτηθεί, ωστόσο, μια τέτοια αναθεώρηση, το ευρασιατικό άλλοθι προσφέρει μια δυνατότητα επεξεργασίας νέων δεδομένων που φαντάζουν πειστικά στα αυτιά των θεωρητικών τους ρωσικού αναθεωρητισμού.
Περιέργως, αν και από διαφορετική αφετηρία και ο τουρκικός αναθεωρητισμός του καθεστώτος Ερντογάν αρχίζει με το προσπάθεια να επιτύχει η Τουρκία την αποδοχή της από την Δύση απειλώντας να υιοθετήσει την ευρασιατική προοπτική.
Η απειλή για την ασφάλεια και την σταθερότητα του Δυτικού κόσμου από την προοπτική μιας σχεδόν ταυτόχρονης πυροδότησης της δυναμικής δύο εξαιρετικά επιθετικών σχημάτων αναθεωρητισμού, ο ένας στον χώρο και το πλαίσιο του πρώην Πανσλαβισμού και ο άλλο στον χώρο και το πλαίσιο του πρώην Παντουρκισμού–Παντουρανισμού, προσλαμβάνει σαφώς ανησυχητικές διαστάσεις: έστω και εάν αυτές οι δύο αναθεωρητικές δυνάμεις είναι καταδικασμένες από την ιστορία τελικά να συγκρουστούν, όπως συνέβη πολλάκις στο παρελθόν. Στην χρονική περίοδο που διανύουμε, οι δύο αυτοί αναθεωρητισμοί λειτουργούν αναμφίβολα ως συγκοινωνούντα δοχεία με αλληλοτροφοδοτούμενες πυροδοτικές δυναμικές˙ προς το παρόν, πάντα.
Αν η Ουκρανία και ο Καύκασος είναι τα πρώτα εν δυνάμει «θύματα» του αναθεωρητισμού του Κρεμλίνου, η Εγγύς Ανατολή, η ανατολική Βόρειος Αφρική, και τα ανατολικά Βαλκάνια μέσω του Αιγαίου είναι οι γεωπολιτικές ζώνες που απασχολούν τον νεο-οθωμανικό αναθεωρητισμό του συστήματος Ερντογάν. Η διαπίστωση αυτή προσλαμβάνει περισσότερη σημασία και διογκώνει τις αυτονόητες ανησυχίες των πολιτικών ηγεσιών του ευρύτερου γεωπολιτικού χώρου της Ν.Α. Ευρώπης–Ανατολικής Μεσογείου από την στιγμή που στην πραγματικότητα δεν υφίστανται ισχυροί σχηματισμοί οι οποίοι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά˙ όπως το ΝΑΤΟ, φερ’ ειπείν. Είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος άρθρου των New York Times της 30ης Μαΐου «For NATO, Turkey Is a Disruptive Ally». Δεν πρόκειται για σχολιαστικό τίτλο αλλά για μια ξεκάθαρη διαπίστωση. Υπ’ αυτές τις συνθήκες η Αθήνα ούτε διαθέτει την πολυτέλεια ούτε άλλωστε θα έπρεπε να βασιστεί στην αποτρεπτική λειτουργία ενός μηχανισμού ο οποίος αδυνατεί να διαχειριστεί επαρκώς το γεγονός ότι η Τουρκία συμπεριφέρεται ως ένας «επιτηδευμένος και απρόβλεπτος αντίπαλος».
Εκείνο το ζεστό απόγευμα του Ιουλίου του 2016, ένα αποτυχημένο πραξικόπημα του οποίου η εκδήλωση αναμενόταν με υπομονή από το σύστημα εξουσίας Ερντογάν, πυροδότησε την τελική φάση ενός κύκλου που είχε αρχίσει στις αρχές του 21ου αιώνα, όταν ο Ταγίπ Ερντογάν αναδεικνυόταν δήμαρχος Κωνσταντινούπολης. Προφανώς, ουδείς θα μπορούσε να προβλέψει πως το πνευματικό τέκνο του Ερμπακάν, ο συνοδοιπόρος του αρχηγού του Τάγματος των Γκιουλενιστών, ο άνθρωπος που θα συζητούσε με τους Αμερικανούς και του Ευρωπαίους για τον εκδημοκρατισμό των θεσμών στην Τουρκία, ο πολιτικός που επεδίωκε μια συμφωνία στο Κυπριακό ως αντίτιμο για την πλήρη ένταξη της χώρας του στην Ευρώπη, θα υιοθετούσε μέσα σε μια νύκτα την επιθετικότερη μορφή ενός αμείλικτου αναθεωρητισμού. Η αποκωδικοποίηση αυτού του προσωπικού οδοιπορικού του προέδρου της Τουρκίας οδηγεί μόνον σε εφιαλτικά συμπεράσματα.