«Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου υπήρξε μια οφθαλμαπάτη», υποστηρίζει σε ένα εκτενές και ενδιαφέρον άρθρο του στο Foreign Affairs ο Στίβεν Κάτκιν. Επιχειρώντας, έτσι, να μας πείσει ότι τα όσα συμβαίνουν σήμερα δεν αποτελούν κάποια δυσάρεστη έκπληξη ή κεραυνό εν αιθρία, αλλά μια περίπου φυσική συνέχεια στον ρου της ιστορίας του 20ού αιώνα.
Ο ίδιος ισχυρίζεται, μάλιστα, ότι τα συγκλονιστικά γεγονότα που σημειώθηκαν το 1989-’91 «άλλαξαν τις ζωές των ανθρώπων στις χώρες που βρίσκονται ανάμεσα στη Γερμανία και τη Ρωσία, καθώς και στο εσωτερικό αυτών των δύο παραδοσιακών εχθρών, όμως άλλαξαν πολύ λιγότερο τον κόσμο». «Το επιχείρημα ότι ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε σημαίνει πως αυτός περιορίζεται στην ύπαρξη του κράτους της Σοβιετικής Ένωσης», σημειώνει, καθώς μόνο έτσι η διάλυση του τελευταίου θα μπορούσε να σημαίνει το τέλος του.
Τι δεν έχει αλλάξει
Όσο για τη σύντομη ανάπαυλα στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία, γράφει, «ισοδυναμεί με ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών στο φόντο της ιστορίας». Άλλωστε, όπως προσθέτει, η κατάρρευση της ρωσικής ισχύος αποδείχθηκε ότι ήταν προσωρινή, όπως συνέβη και με την περίπτωση της Γερμανίας μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, το 1919. Ταυτόχρονα, η Κορεατική Χερσόνησος παραμένει διαιρεμένη, η Κίνα συνεχίζει να ισχυρίζεται ότι η Ταϊβάν της ανήκει, ενώ η απειλή ενός πυρηνικού Αρμαγεδώνα εξακολουθεί να είναι υπαρκτή.
«Αναμφίβολα, έχουν συντελεστεί σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές μετά το 1991», γράφει – και το αιτιολογεί: «Η Κίνα ήταν προηγουμένως ο μικρός εταίρος στο αντιδυτικό στρατόπεδο και την τάξη πραγμάτων που αντιπροσώπευε, ενώ τώρα είναι η Ρωσία που βρίσκεται σε αυτή τη θέση. Ευρύτερα δε, το επίκεντρο του ανταγωνισμού ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις έχει μετατοπιστεί στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, μια αλλαγή όμως που ξεκίνησε σταδιακά τη δεκαετία του ’70 και επιταχύνθηκε στα πρώτα χρόνια του αιώνα μας».
Η εποχή μας «γεννήθηκε» πολύ νωρίτερα
Το «κλειδί» του συλλογισμού του, λοιπόν, βρίσκεται στη διαπίστωση πως «τα θεμέλια αυτής της μετατόπισης τέθηκαν στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ το οικοδόμημα χτίστηκε την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου». Κάτι που, πρακτικά, σημαίνει πως υπάρχει μια συνέχεια στις εξελίξεις και ένας διαρκής πόλεμος ανάμεσα στα δύο βασικά στρατόπεδα, της Δύσης και της Ανατολής (με τους συμμάχους τους), ο οποίος εναλλάσσεται από «θερμό» σε «ψυχρό».
Φαίνεται, ωστόσο, ότι αυτό δεν έγινε κατανοητό στις Ηνωμένες Πολιτείες, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν και να επικρατήσουν για κάποιο διάστημα μια σειρά παραπλανητικές θεωρίες, οδηγώντας σε αντίστοιχες τακτικές σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής και αντιμετώπισης των αντιπάλων και ανταγωνιστών. Όπως ήταν, για παράδειγμα, το «τέλος της ιστορίας» ή μια «παγκόσμια φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων» άνευ γεωγραφικών ορίων που θα μπορούσε να συγκροτηθεί, με επικεφαλής τις ΗΠΑ.
Πολύ γρήγορα, όμως, αποδείχθηκε πως «οι τρεις παλιοί πολιτισμοί της Ευρασίας – Κίνα, Ιράν και Ρωσία – δεν είχαν εξαφανιστεί, ενώ ήδη από τη δεκαετία του ΄90 είχαν ξεκαθαρίσει πως δεν ήταν στις προθέσεις τους να συμμετέχουν σε ένα παγκόσμιο οικοδόμημα με τους όρους της Δύσης».
Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι και οι τρεις παραπάνω «παίκτες» φρόντισαν να ενισχύσουν τη θέση τους και το οπλοστάσιό τους, με αποτέλεσμα να έχουν φτάσει σε ένα σημείο που μπορούν ανοιχτά πλέον να αμφισβητήσουν την ηγεμονία της Δύσης και πρωτίστως των ΗΠΑ. Κι αυτή η εξέλιξη, με τη σειρά της, διαψεύδει όσους είχαν ισχυριστεί ότι «ο μεγάλος Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο τελευταίος ιμπεριαλιστικός πόλεμος».
Ο Στάλιν και εμείς
Εμμέσως πλην σαφώς δε, παραπέμπει σε μια θεωρία που είχε διατυπώσει ο Ιωσήφ Στάλιν και στο γιατί δεν θα μπορούσε να ισχύει και σήμερα. Όπως είχε πει ο τότε ηγέτης της ΕΣΣΔ, η κρίση του καπιταλισμού «ενέτεινε τη σύγκρουση για τις αγορές» και ο ακραίος οικονομικός εθνικισμός «έθεσε τον πόλεμο στην ημερήσια διάταξη, ως μέσο για το ξαναμοίρασμα του κόσμου και των σφαιρών επιρροής».
Κρίση, οικονομικός εθνικισμός, πόλεμος – δεν είναι, άραγε, στοιχεία και της δικής μας εποχής;