Πώς θα περικοπούν τα έσοδα της Μόσχας χωρίς να παραλύσει η παγκόσμια οικονομία
Οι Δυτικές κυρώσεις αρχίζουν να πλήττουν την Ρωσία εκεί που πονά περισσότερο: στις εξαγωγές ενέργειάς της. Τις τελευταίες εβδομάδες, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικού πετρελαίου, επεξεργάζεται ένα σχέδιο για να απαγορεύσει τις εισαγωγές έως το τέλος αυτού του έτους, μολονότι οι αντιρρήσεις του Βίκτορ Όρμπαν, [του πρωθυπουργού] της Ουγγαρίας, έχουν επιβραδύνει την πρόοδο.
Ωστόσο, για να λειτουργήσουν οι ενεργειακές κυρώσεις, πρέπει να σχεδιαστούν προσεκτικά ώστε να βλάψουν την Ρωσία περισσότερο από όσο θα βλάψουν τα Δυτικά κράτη. Ο πρωταρχικός στόχος τους δεν θα πρέπει να είναι η μείωση του όγκου του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που φεύγει από την Ρωσία, κάτι που θα αύξανε περαιτέρω τις παγκόσμιες τιμές της ενέργειας και θα έθετε σε κίνδυνο την εγχώρια υποστήριξη, αλλά η μείωση των δολαρίων και των ευρώ που θα εισρέουν στην Ρωσία. Προχωρώντας, η ΕΕ θα πρέπει επομένως να εστιάσει τις συλλογικές προσπάθειες σε μια πιο φιλόδοξη προσέγγιση: την συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλους συμμάχους για την επιβολή ενός παγκόσμιου καθεστώτος, υποστηριζόμενου από την απειλή δευτερογενών κυρώσεων, για την θέσπιση ανώτατου ορίου στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου και την περικοπή των εσόδων του Κρεμλίνου.
Οι προηγούμενοι γύροι κυρώσεων εναντίον της Μόσχας περιόρισαν τις επενδύσεις και τις τεχνολογίες που προορίζονταν για τον ενεργειακό τομέα της Ρωσίας, στοχοποιώντας τα διυλιστήρια και την κατασκευή των υποδομών υγροποιημένου φυσικού αερίου της χώρας. Ο Καναδάς, το Ηνωμένο Βασίλειο, και οι Ηνωμένες Πολιτείες απαγόρευσαν, επίσης, τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας, αλλά αυτό είχε περιορισμένο αντίκτυπο επειδή και οι τρεις ήταν μικροί καταναλωτές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Μέχρι πρόσφατα, ο μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικής ενέργειας -η ΕΕ- όχι μόνο ηρνείτο να επιβάλει κυρώσεις στις εξαγωγές ενέργειας, αλλά σχεδίασε επίσης τις οικονομικές κυρώσεις της [με τρόπο] που θα επέτρεπε ρητά την συνέχιση της ροής των ρωσικών καυσίμων.
Αλλά τώρα, η ρωσο-ευρωπαϊκή ενεργειακή σχέση καταρρέει. Εκτός από τις συζητήσεις της για την σταδιακή κατάργηση των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου, η ΕΕ ανακοίνωσε, επίσης, σχέδια για τον πλήρη τερματισμό των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου τα επόμενα χρόνια. Η Ευρώπη αγοράζει ελαφρώς περισσότερο από το μισό του συνόλου των ρωσικών εξαγωγών αργού πετρελαίου και διυλισμένων προϊόντων, όπως η βενζίνη, το ντίζελ, και τα καύσιμα αεροσκαφών. Εν τω μεταξύ, η φορολόγηση αυτών των εξαγωγών παρέχει σήμερα περίπου το ένα τέταρτο του προϋπολογισμού της Μόσχας. Η προσπάθεια της ΕΕ να σταματήσει τις αγορές ρωσικού πετρελαίου αντιπροσωπεύει επομένως μια δραματική και ευπρόσδεκτη μετατόπιση στην παγκόσμια απάντηση για την εισβολή της Ρωσίας.
Αλλά τα σχέδια της Ευρώπης αποτελούν επίσης πρόκληση για την Ουάσιγκτον. Μέχρι στιγμής, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αρνηθεί να επιβάλουν τις πλέον σκληρές κυρώσεις στην ρωσική ενέργεια, συμπεριλαμβανομένων των ειδών των δευτερογενών κυρώσεων που έχουν χρησιμοποιηθεί εναντίον του Ιράν για τον περιορισμό των πωλήσεων πετρελαίου σε τρίτες χώρες. Αυτή η απροθυμία εξηγείται από τον σεβασμό της κυβέρνησης Μπάιντεν προς την ΕΕ σε ζητήματα που επηρεάζουν την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, και τις ανησυχίες ότι η μείωση των παγκόσμιων προμηθειών πετρελαίου θα οδηγούσε τις τιμές της βενζίνης -και επομένως τον πληθωρισμό- να αυξηθούν κατακόρυφα. Αλλά τώρα που πολλοί Ευρωπαίοι σηματοδοτούν ότι αντιμετωπίζουν σοβαρά την διακοπή των ρωσικών εισαγωγών ενέργειας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους χρειάζονται μια συντονισμένη στρατηγική. Μαζί, πρέπει να ανακαλύψουν πώς θα περικόψουν τα ρωσικά ενεργειακά έσοδα χωρίς να βλάψουν αδικαιολόγητα την παγκόσμια οικονομία.
ΠΕΡΙΚΟΠΤΟΝΤΑΣ ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ ΕΣΟΔΑ
Εάν η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της πρόκειται να αξιοποιήσουν την πρόθεσή τους να επιβάλουν αποτελεσματικές κυρώσεις στην ρωσική ενέργεια, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν ένα δύσκολο δίλημμα. Τα ρωσικά φορολογικά έσοδα από το πετρέλαιο είναι συνάρτηση όχι μόνο του αριθμού των βαρελιών που πωλούνται, αλλά και της τιμής τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη έχουν πολλά εργαλεία για να μειώσουν την ικανότητα της Ρωσίας να πωλεί πετρέλαιο, αλλά η τιμή καθορίζεται στις παγκόσμιες αγορές. Λόγω του κινδύνου που ενέχουν οι κυρώσεις για τους δυνητικούς αγοραστές, οι ρωσικές εταιρείες πρέπει πλέον να πωλούν το πετρέλαιο τους με έκπτωση άνω των 30 δολαρίων ανά βαρέλι, με τις τρέχουσες παγκόσμιες τιμές. Όμως, δεδομένου ότι η τιμή του πετρελαίου έχει αυξηθεί σημαντικά τους τελευταίους 12 μήνες, η Ρωσία κερδίζει σχεδόν το ίδιο ποσό ανά βαρέλι με αυτό που κέρδιζε πριν από έναν χρόνο.
Με άλλα λόγια, οι κυρώσεις έχουν μια περίπλοκη και αντιφατική επίδραση στον δεύτερο μεγαλύτερο εξαγωγέα πετρελαίου στον κόσμο. Όσο περισσότερο καταφέρνουν να θέσουν εκτός σύνδεσης την ρωσική προσφορά, τόσο υψηλότερα ανεβαίνει η παγκόσμια τιμή του πετρελαίου. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν υπάρχουν ελάχιστες άμεσες εναλλακτικές πηγές στην παγκόσμια αγορά για την αντικατάσταση της χαμένης ρωσικής προσφοράς —ακριβώς η παρούσα κατάσταση.
Το εμπάργκο της ΕΕ θα επιδεινώσει αυτή την δυναμική, μειώνοντας ουσιαστικά την ποσότητα ρωσικού πετρελαίου που φτάνει στις παγκόσμιες αγορές. Οι περισσότερες από τις εξαγωγές πετρελαίου της Ρωσίας αποστέλλονται στο εξωτερικό μέσω της ναυσιπλοΐας, επομένως μπορούν, θεωρητικά, να πωληθούν οπουδήποτε. Στην πράξη, ωστόσο, επειδή περίπου οι μισές εξαγωγές αργού πετρελαίου και διυλισμένων προϊόντων της Ρωσίας πηγαίνουν στην Ευρώπη, οι περισσότερες εξαγωγές μέσω της ναυσιπλοΐας αγγίζουν τους Ευρωπαίους επενδυτές εμπορευμάτων, τις ναυτιλιακές εταιρείες, και τους ασφαλιστές. Οι κυρώσεις της ΕΕ απειλούν να απαγορεύσουν στη Μόσχα την χρήση μέρους αυτών των υποδομών, περιορίζοντας την ικανότητα της Ρωσίας να μεταφέρει πετρέλαιο σε άλλους δυνητικούς πελάτες.
Μολονότι υπάρχει κάποια αβεβαιότητα σχετικά με τον αντίκτυπο, οι προβλέψεις υποδηλώνουν ότι οι ρωσικές εξαγωγές θα μειώνονταν κατά περίπου 2 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου και διυλισμένων προϊόντων την ημέρα, εάν η ΕΕ σταματήσει όλες τις αγορές. Οι ρωσικοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν δώσει παρόμοιες προβλέψεις, προβλέποντας μείωση 17% στην ρωσική παραγωγή πετρελαίου για φέτος. Δεδομένου ότι πριν τον πόλεμο η Ρωσία εξήγαγε ελαφρώς λιγότερα από οκτώ εκατομμύρια βαρέλια αργού [πετρελαίου] και διυλισμένων προϊόντων την ημέρα, αυτό είναι ένα σημαντικό πλήγμα και μια ουσιαστική μείωση της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου. Για το Κρεμλίνο, ωστόσο, μια τέτοια πτώση είναι σημαντική, αλλά κάθε άλλο παρά καταστροφική, καθώς η μειωμένη παραγωγή θα οδηγήσει αναπόφευκτα τις τιμές του πετρελαίου υψηλότερα.
Προκειμένου οι ενεργειακές κυρώσεις να ασκήσουν πραγματική πίεση στον κρατικό προϋπολογισμό της Ρωσίας, πρέπει να πληγώσουν βαθύτερα. Τον Απρίλιο, σύμφωνα με το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών, η κυβέρνηση κέρδιζε περίπου μισό δισεκατομμύριο δολάρια την ημέρα από την φορολόγηση του πετρελαίου, περίπου το ένα τέταρτο των εσόδων της ρωσικής κυβέρνησης. Μια μείωση 17% σε αυτό το νούμερο θα ήταν επώδυνη, αλλά διαχειρίσιμη. Επιπλέον, επειδή το πετρέλαιο τιμολογείται σε δολάρια, εάν η ρωσική κυβέρνηση αφήσει το ρούβλι να μειωθεί ελαφρώς σε αξία, μπορεί να μειώσει τον αντίκτυπο των λιγότερων φόρων από το πετρέλαιο στον κρατικό προϋπολογισμό, διότι κάθε δολάριο εσόδων από το πετρέλαιο θα αγοράζει περισσότερα ρούβλια. Με άλλα λόγια, μολονότι ένα εμπάργκο από την ΕΕ θα ήταν επώδυνο για την Ρωσία, θα ήταν κάτι από το οποίο θα μπορούσε να επιβιώσει. Γι’ αυτό οι Δυτικές χώρες χρειάζονται ένα νέο παγκόσμιο πλαίσιο –ένα [πλαίσιο] που μειώνει συστηματικά την τιμή του ρωσικού πετρελαίου, ενώ παράλληλα διατηρεί την ροή του.
ΕΝΑΣ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΣ ΟΠΕΚ
Το να μειωθεί η τιμή του ρωσικού πετρελαίου, ενώ θα επιτρέπεται παράλληλα στη Μόσχα να πωλεί σημαντικές ποσότητες στο εξωτερικό, θα περιόριζε τα έσοδα της ρωσικής κυβέρνησης χωρίς να αυξάνει τις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου. Μια μείωση της τιμής θα έπληττε άμεσα τη Μόσχα, μειώνοντας γρήγορα το σκληρό νόμισμα που εισρέει στα ταμεία του Κρεμλίνου. Και αν ήταν δομημένο με τον σωστό τρόπο, το ανώτατο όριο τιμής θα παρείχε επίσης κίνητρα σε όλους, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, της Ινδίας, ακόμη και της ίδιας της Ρωσίας, να συμμορφωθούν.
Για να κατανοήσουμε το πώς, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη την τεράστια μόχλευση που έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη, και άλλοι σύμμαχοι έναντι του πετρελαϊκού τομέα της Ρωσίας. Επί του παρόντος, η Ευρώπη αντιπροσωπεύει περίπου το ήμισυ των πωλήσεων πετρελαίου και προϊόντων διύλισης πετρελαίου της Ρωσίας. Εκτός Ευρώπης, άλλοι μεγάλοι αγοραστές περιλαμβάνουν την Ιαπωνία και τη Νότιο Κορέα, αμφότερες εκ των οποίων έχουν υπογράψει τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και θα πρέπει να είναι δεκτικές σε μέτρα που περιορίζουν τα έσοδα του Κρεμλίνου.
Το κλειδί για τον περιορισμό της τιμής του ρωσικού πετρελαίου είναι αυτές οι συμμαχικές χώρες να ενωθούν και να υπαγορεύσουν τους όρους. Σκεφτείτε το σαν έναν αντίστροφο ΟΠΕΚ: αντί να ασκούν έλεγχο στην προσφορά για να καθορίσουν τις τιμές, οι σύμμαχοι θα μπορούσαν να μοχλεύσουν τον έλεγχο της ζήτησης για να κάνουν το ίδιο. Η ισχύς του ΟΠΕΚ βασίζεται στο γεγονός ότι τα μέλη του παράγουν περίπου το 40% του πετρελαίου του κόσμου. Η Ευρώπη, η Ιαπωνία, η Νότιος Κορέα, και άλλα μέλη του συνασπισμού των κυρώσεων αντιπροσωπεύουν ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο των πωλήσεων πετρελαίου της Ρωσίας, σχεδόν το 60% ή 70%. Επιπλέον, τα μέλη της ομάδας, διαδραματίζουν κρίσιμους υποστηρικτικούς ρόλους στις θαλάσσιες εξαγωγές πετρελαίου της Ρωσίας, από τα λιμάνια έως τις μεταφορές και τη ναυτιλιακή ασφάλιση. Αυτές οι συνδέσεις τούς παρέχουν επιπλέον μόχλευση, πέρα από την αγοραστική τους δύναμη.
Αυτά τα κράτη θα μπορούσαν να σχηματίσουν μια λέσχη αγοραστών που θα ανακοινώνει δημόσια το ανώτατο όριο τιμής για το ρωσικό πετρέλαιο. Υπάρχει χώρος για συζήτηση σχετικά με την σωστή τιμή, η οποία θα πρέπει να είναι αρκετά υψηλή για να συνεχίσει η Ρωσία να πωλεί. Ο έμπορος πετρελαίου Pierre Andurand έχει προτείνει [τιμή] 50 δολάρια το βαρέλι, ενώ ο χρηματοοικονομικός σύμβουλος και εμπειρογνώμονας στον τομέα της ενέργειας Craig Kennedy έχει προτείνει να πέσει ακόμα και στα 20 δολάρια. Εφόσον η τιμή είναι ελαφρώς πάνω από το οριακό κόστος παραγωγής, η Ρωσία έχει κάθε λόγο να συνεχίσει τις μεταφορές. Σε προηγούμενες περιόδους χαμηλών τιμών, όπως το 2014 και το 2020, η Ρωσία συνέχισε να εξάγει περίπου σταθερούς όγκους πετρελαίου. Μολονότι η Ρωσία θα μπορούσε θεωρητικά να σταματήσει τις εξαγωγές, οι αποθηκευτικές της εγκαταστάσεις είναι ήδη σχεδόν γεμάτες. Η μόνη εναλλακτική του Κρεμλίνου στο να πουλάει φθηνά, είναι να διακόψει την παραγωγή και να παρακολουθήσει την πιο κρίσιμης σημασίας βιομηχανία του να παγώνει, ενώ τα φορολογικά του έσοδα θα καταρρέουν.
Θα συμφωνούσαν άλλοι αγοραστές σε ένα ανώτατο όριο τιμής; Πέρα από τον συνασπισμό των κυρώσεων, ο μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικού πετρελαίου είναι η Κίνα, η οποία γενικά καταναλώνει περίπου το 15% των εξαγωγών της Ρωσίας, κυρίως μέσω αγωγών. Ιστορικά, η Ινδία δεν ήταν σημαντικός αγοραστής ρωσικού πετρελαίου, αλλά έχει υπερδιπλασιάσει τις αγορές της τους τελευταίους μήνες για να επωφεληθεί από τις μειωμένες τιμές. Η Ρωσία πουλά επίσης πετρέλαιο σε πολλές άλλες χώρες, όπως ο Λίβανος και η Τυνησία, αλλά αυτοί είναι μικροί αγοραστές και μπορούν να αποκτήσουν το πετρέλαιο που χρειάζονται από εναλλακτικές πηγές.
Για να συμφωνήσουν αυτά τα άλλα κράτη, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη, και οι σύμμαχοι στην Ανατολική Ασία θα μπορούσαν να επιβάλουν την συμμόρφωση, χρησιμοποιώντας κυρώσεις για να εμποδίσουν τις ρωσικές αποστολές πετρελαίου που παραβιάζουν το ανώτατο όριο τιμής. Θα μπορούσαν να ξεκινήσουν με την επιβολή κυρώσεων πλήρους αποκλεισμού σε ζωτικής σημασίας κόμβους για τις πωλήσεις πετρελαίου της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένων της Rosneft, του κρατικού πετρελαϊκού κολοσσού˙ της Gazprombank, της κύριας τράπεζας που εξυπηρετεί τον ενεργειακό τομέα της Ρωσίας˙ και της Sovcomflot, της μεγαλύτερης ναυτιλιακής εταιρείας της Ρωσίας. Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλοι θα μπορούσαν να παράσχουν εξαιρέσεις για αποστολές πετρελαίου που θα συμμορφώνονται με το ανώτατο όριο τιμής. Ένα τέτοιο καθεστώς θα καθιστούσε απαγορευτικά επικίνδυνο για τις παγκόσμιες τράπεζες και τις εταιρείες να συναλλάσσονται με αυτές τις οντότητες, εκτός εάν η υποκείμενη συναλλαγή συμμορφώνεται με το ανώτατο όριο τιμής. Ο άμεσος κίνδυνος για παραβιάσεις των κυρώσεων θα ανάγκαζε τις εταιρείες που εμπλέκονται σε τέτοιες συναλλαγές να επιμείνουν στην σαφή τεκμηρίωση που θα αποδεικνύει ότι τα φορτία πετρελαίου συμμορφώνονται [με το ανώτατο όριο τιμής].
Επιπλέον, τα συμμαχικά κράτη θα μπορούσαν να ασκήσουν την απειλή των δευτερογενών κυρώσεων εναντίον μη ρωσικών εταιρειών που εμπλέκονται σε απαγορευμένες πωλήσεις πετρελαίου. Για παράδειγμα, εάν μια κινεζική ή μια ινδική εταιρεία επρόκειτο να αγοράσει ένα φορτίο ρωσικού πετρελαίου σε τιμή πάνω από το ανώτατο όριο, τα Δυτικά κράτη θα μπορούσαν να απειλήσουν με κυρώσεις εναντίον της ναυτιλιακής εταιρείας που μεταφέρει το πετρέλαιο, της ασφαλιστικής εταιρείας που ασφάλισε το φορτίο, οποιουδήποτε διαχειριστή λιμένα παρέχει υπηρεσίες στο δεξαμενόπλοιο, και των τραπεζών που επεξεργάζονται τις σχετικές πληρωμές. Οι ίδιες κυβερνήσεις θα μπορούσαν επίσης να καταστήσουν παράνομη για τις εταιρείες των ΗΠΑ και της ΕΕ την παροχή οποιασδήποτε από αυτές τις υπηρεσίες, κάνοντας πολύ δύσκολη την εξέλιξη μιας τέτοιας πώλησης. Ο κίνδυνος που συνεπάγεται θα υποχρέωνε την Ρωσία να πωλεί με ακόμη μεγαλύτερες εκπτώσεις από όσο σήμερα, επιβάλλοντας ουσιαστικά το ανώτατο όριο τιμής.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν ένα παρόμοιο καθεστώς για να περιορίσουν τις εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν, περικόπτοντας τις πωλήσεις πετρελαίου της Τεχεράνης κατά περισσότερο από 60% και «κλειδώνοντας» δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια εσόδων σε καταπιστευτικούς λογαριασμούς. Ένα ανώτατο όριο τιμής για το ρωσικό πετρέλαιο θα ήταν πιο περίπλοκο, διότι η Ρωσία είναι μεγαλύτερος προμηθευτής πετρελαίου, με πιο προηγμένες διεθνείς εμπορικές και οικονομικές σχέσεις. Ωστόσο, η συμμόρφωση δεν θα βασιζόταν αποκλειστικά στην απειλή των κυρώσεων. Είναι κρίσιμης σημασίας το ότι θα υπήρχε, επίσης, ένα θετικό κίνητρο για συμμόρφωση: οι αγοραστές ρωσικού πετρελαίου θα ωφελούνταν σημαντικά επειδή η τήρηση του ανώτατου ορίου τιμής θα μείωνε το κόστος των δικών τους εισαγωγών. Η αμφισβήτηση του ανώτατου ορίου θα έβριθε χρηματοοικονομικών κινδύνων και δεν θα είχε κανένα οικονομικό όφελος -θα ήταν δωρεά στο Κρεμλίνο. Εν μέσω των πιο σφικτών παγκόσμιων ενεργειακών αγορών εδώ και χρόνια, δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι οι πελάτες του πετρελαίου της Ρωσίας θα έχουν διάθεση για δωρεές.
Επί του παρόντος, μόνο τρεις μεγάλοι εισαγωγείς ρωσικού πετρελαίου βρίσκονται εκτός του συνασπισμού των κυρώσεων: η Κίνα, η Ινδία, και η Τουρκία. Η Κίνα μπορεί να συνεχίσει να εισάγει ρωσικό πετρέλαιο μέσω ενός αγωγού που είναι πρακτικά απρόσβλητος στις κυρώσεις. Αυτός ο αγωγός, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μόνο ένα μικρό μερίδιο των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου. Επειδή ο αγωγός λειτουργεί με πλήρη χωρητικότητα, εάν η Κίνα ήθελε να αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, θα έπρεπε να το κάνει μέσω της ναυσιπλοΐας, η οποία ήδη αντιπροσωπεύει περισσότερες από τις μισές κινεζικές εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου. Επιπλέον, καθώς η μέση τιμή του ρωσικού πετρελαίου θα πέφτει, η Κίνα πιθανώς θα κάνει μια πιο σκληρή διαπραγμάτευση για το πετρέλαιο [που εισάγει] μέσω των αγωγών, μειώνοντας περαιτέρω τα καθαρά κέρδη της Μόσχας. Η Ινδία και η Τουρκία, από την άλλη πλευρά, εισάγουν μεγάλο μέρος του ρωσικού πετρελαίου τους μέσω ναυτιλιακών οδών που είναι εκτεθειμένες στις Δυτικές κυρώσεις. Αμφότερες είναι επίσης οικονομικά ευάλωτες στις υψηλές τιμές του πετρελαίου και θα ωφελούνταν πολύ από τις χαμηλότερες τιμές. Μολονότι είναι απίθανο ότι κάποια από τις δύο θα χαιρετούσε δημοσίως ένα ανώτατο όριο τιμής, αμφότερες πιθανότατα θα συμμορφώνονταν.
Ένα ανώτατο όριο τιμής θα ήταν μια σημαντική καινοτομία στην χρήση των οικονομικών κυρώσεων. Δεδομένων των προκλήσεων της επιβολής κυρώσεων στις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας, ένα παραδοσιακό εμπάργκο που θα επιβαλλόταν παγκοσμίως θα ήταν δύσκολο να εφαρμοστεί και, ακόμη κι αν ήταν δυνατόν, θα εκτόξευε τις τιμές της ενέργειας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα εξυπηρετούνταν καλύτερα εστιάζοντας στον στόχο της περικοπής των ρωσικών εσόδων, διατηρώντας παράλληλα την ροή αρκετού ρωσικού πετρελαίου για να αποφευχθεί μια τεράστια κορύφωση των τιμών. Η επιβολή ενός, αντίστροφου του ΟΠΕΚ, ανώτατου ορίου τιμής στην Ρωσία, με την υποστήριξη των Δυτικών κυρώσεων, θα ωφελούσε τους καταναλωτές σε όλο τον κόσμο, ενώ θα εστίαζε την πίεση στα πετροδολάρια που εισρέουν στα ταμεία του Πούτιν.