Η ΕΕ διαχειρίστηκε επιδέξια τον πληθωρισμό και τον πόλεμο στην Ουκρανία
Πριν από περισσότερες από τρεις δεκαετίες, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους [ο πρεσβύτερος], εξέφρασε την ευχή για μια Ευρώπη «ολόκληρη και ελεύθερη». Η απρόκλητη εισβολή του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 έκανε αυτό το απραγματοποίητο όραμα ακόμη πιο άπιαστο. Η επιλογή της Ρωσίας να διεξάγει Hobbesιανό πόλεμο στην Ουκρανία ήταν μια άμεση πρόκληση για την Kantιανή ιδέα της καθολικής ειρήνης πάνω στην οποία θεμελιώθηκε το σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η σύγκρουση υπενθύμισε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ότι παραμένει εξαρτημένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά της. Οι μακροχρόνιες εντάσεις μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της Μόσχας αποκαλύφθηκαν. Ταυτόχρονα, η επιστροφή του υψηλού πληθωρισμού το 2022 επανέφερε τις γνωστές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της βόρειας και της νότιας Ευρώπης.
Αλλά το 2022 έδειξε επίσης ότι η ΕΕ είναι εξαιρετικά ανθεκτική. Οι χώρες-μέλη απογαλακτίστηκαν από την ενεργειακή τους εξάρτηση από την Ρωσία με αξιοσημείωτη ταχύτητα και αποφασιστικότητα. Ακόμη και όταν ήταν οικονομικά δαπανηρό, οι Ευρωπαίοι ηγέτες παρέμειναν ενωμένοι στην υποστήριξή τους στην Ουκρανία. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κατάφερε με επιτυχία να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό τερματίζοντας τα προγράμματα αγοράς ομολόγων και αυξάνοντας τα επιτόκια χωρίς να προκαλέσει μεγάλο κύμα πωλήσεων κρατικού χρέους στην αγορά. Ευρωπαίοι απολυταρχικοί ηγέτες όπως ο Ούγγρος πρωθυπουργός, Βίκτορ Όρμπαν, βρέθηκαν πιο απομονωμένοι και σε θέση άμυνας. Οι οικονομικές συνέπειες του Brexit αποτέλεσαν σοβαρό πρόβλημα για το Ηνωμένο Βασίλειο και σχετικά μικρό πονοκέφαλο για την ΕΕ.
ΔΕΝ ΘΑ ΞΕΓΕΛΑΣΤΟΥΝ ΞΑΝΑ
Αυτές οι θετικές εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι οι ηγέτες της ΕΕ έχουν διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος. Σκεφτείτε πώς, στις αρχές του 2010, η ΕΕ δίστασε προτού αποδεχθεί την κρίση του δημόσιου χρέους: για σχεδόν τρία χρόνια, οι ηγέτες απαντούσαν στην κρίση με προσωρινές λύσεις και παιχνίδια επίρριψης ευθυνών. Δεν ήταν παρά το καλοκαίρι του 2012 που ο Μάριο Ντράγκι, τότε πρόεδρος της ΕΚΤ, κατέπνιξε επιτέλους τους φόβους των χρηματοπιστωτικών αγορών όταν υποσχέθηκε να κάνει «ό,τι χρειάζεται» για να διαφυλάξει το ευρώ. Μόλις τον Ιανουάριο του 2015 ξεκίνησε σοβαρά η ανάκαμψη, όταν η ΕΚΤ ξεκίνησε την πλήρη «ποσοτική χαλάρωση» (quantitative easing), το πρόγραμμά της για την αγορά κρατικών ομολόγων από τα κράτη-μέλη της σε μεγάλη κλίμακα.
Συγκριτικά, όταν η COVID-19 έπληξε την Ευρώπη το 2020, η ΕΕ χρειάστηκε μόνο λίγες εβδομάδες για να καταλήξει σε μια ολοκληρωμένη απάντηση. Τον Μάρτιο του 2020, η ΕΚΤ ξεκίνησε το Πρόγραμμα Αγοράς Στοιχείων Ενεργητικού λόγω της Πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Program) (PEPP), μια προσπάθεια 750 δισεκατομμυρίων ευρώ (περίπου 811 δισεκατομμυρίων δολαρίων) που αγόραζε προσωρινά δημόσια και ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία για την διαφύλαξη του μηχανισμού νομισματικής μετάδοσης. Αυτό σταθεροποίησε τα επιτόκια δανεισμού και καταθέσεων των ευρωπαϊκών τραπεζών και απέτρεψε οποιαδήποτε άμεση χρηματοπιστωτική κατάρρευση. Λίγες εβδομάδες αργότερα, η Γαλλία και η Γερμανία έριξαν το βάρος τους σε ένα ευρωπαϊκό ταμείο ανάκαμψης από την πανδημία, το οποίο θα γινόταν γνωστό ως «ΕΕ Επόμενης Γενιάς» (Next Generation EU) και θα έφτανε τα 750 δισεκατομμύρια ευρώ. Διαχειριζόμενο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και χρηματοδοτούμενο από αμοιβαίως εγγυημένα ομόλογα, το ταμείο ανάκαμψης ενοποίησε την Ευρώπη παρέχοντας μεγάλες επιχορηγήσεις σε εκείνα τα κράτη-μέλη που το χρειάζονταν περισσότερο και διασφάλισε την οικονομική ανάκαμψη της ηπείρου.
Όταν η Ρωσία εισέβαλε [1] στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022, η ΕΕ ανέλαβε γρήγορα δράση. Σε στενή συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η ΕΕ επέβαλε μια σειρά κυρώσεων, απαγορεύοντας στις ρωσικές ελίτ να ταξιδεύουν σε χώρες-μέλη, παγώνοντας τα περιουσιακά στοιχεία του στενού κύκλου του Πούτιν, και ακρωτηριάζοντας το ρωσικό εμπόριο επιβάλλοντας φόρους εισαγωγών και εξαγωγών. Ίσως το πιο σημαντικό, τα κράτη-μέλη απεξαρτήθηκαν από τον ρωσικό άνθρακα, το πετρέλαιο, και το φυσικό αέριο. Ο Όρμπαν διαμαρτυρήθηκε για ορισμένα από αυτά τα μέτρα, αλλά σχεδόν πάντα κατέληγε να προσχωρεί σε αυτά. Και παρόλο που η οικονομία της Ρωσίας δεν έχει ακόμη καταρρεύσει, οι ενέργειες της ΕΕ ροκανίζουν τα έσοδα της ρωσικής κυβέρνησης.
Λίγες ημέρες μετά την ρωσική εισβολή, ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, διακήρυξε ένα Zeitenwende («σημείο καμπής») στην γερμανική εξωτερική πολιτική και γενικά τήρησε την πρόθεσή του να οδηγήσει την χώρα του προς μια νέα κατεύθυνση. Πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Γερμανία είχε σχέδια να ξεκινήσει την λειτουργία του Nord Stream 2, ενός αγωγού που θα μετέφερε φυσικό αέριο απευθείας από την Ρωσία στην Γερμανία. Τώρα, το Βερολίνο όχι μόνο εγκατέλειψε αυτό το αμφιλεγόμενο εγχείρημα, αλλά μείωσε και την εξάρτησή του από τον Nord Stream 1, έναν παλαιότερο αγωγό που λειτουργούσε από το 2011. Επιπλέον, ο Σολτς υποσχέθηκε να αυξήσει δραματικά τις γερμανικές αμυντικές δαπάνες δημιουργώντας ένα νέο ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ (περίπου 108 δισεκατομμυρίων δολαρίων) για τον εκσυγχρονισμό του γερμανικού στρατού. Η Γερμανία ξεπέρασε επίσης τα προηγούμενα ταμπού της στέλνοντας φονικά όπλα απευθείας στο Κίεβο και αποτελώντας έναν από τους πιο γενναιόδωρους χρηματοδότες της ΕΕ για τις ανθρωπιστικές προσπάθειες στην Ουκρανία. Η απάντηση της Γερμανίας στον πόλεμο του 2022 θα ήταν αδιανόητη στα τέλη του 2021, όταν η «αλλαγή μέσω του εμπορίου» -ή η πεποίθηση ότι ο καλύτερος τρόπος αλλαγής ήταν μέσω των οικονομικών δεσμών- εξακολουθούσε να διαμορφώνει την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας έναντι της Ρωσίας.
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ
Εκτός από την αντιμετώπιση του πολέμου στην Ουκρανία, πέρυσι η ΕΕ χρειάστηκε επίσης να βρει έναν συνδυασμό δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής για την καταπολέμηση της αύξησης των τιμών. Όταν ο πληθωρισμός ήταν χαμηλός και το εύκολο χρήμα επικρατούσε στην αγορά, ήταν εύκολο οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης να ξοδεύουν χρήματα για να αντιμετωπίσουν την πανδημία και να καταπολεμήσουν την κλιματική αλλαγή. Τα κρατικά ελλείμματα διευρύνθηκαν, αλλά η γρήγορη ανάπτυξη και τα χαμηλά επιτόκια σήμαιναν ότι η αναλογία του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ παρέμενε διαχειρίσιμη. Αυτό επέτρεψε στους Υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης να παρακάμψουν τις εθνικές και διαρθρωτικές διαφορές τους σχετικά με το δημόσιο χρέος και την ανταγωνιστικότητα.
Ωστόσο, οι περιορισμοί στην προσφορά που προκλήθηκαν από την πανδημία, η υψηλότερη από την αναμενόμενη ζήτηση μετά την ανάκαμψη της Ευρώπης από την COVID-19, και οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας ανάγκασαν την ΕΚΤ να ακολουθήσει το παράδειγμα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και να μειώσει σταδιακά τα προγράμματα αγοράς ομολόγων τον Μάρτιο του 2022. Τον Ιούλιο του 2022, η ΕΚΤ άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια. Αυτό δημιούργησε τριβές μεταξύ των βόρειων και των νότιων μελών της ευρωζώνης. Χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία έχουν πολύ περισσότερο δημόσιο χρέος ως ποσοστό των εθνικών τους εισοδημάτων από την Γερμανία και την Ολλανδία. Όπως και στην κρίση του ευρώ το 2010–12, τα αυξανόμενα επιτόκια κινδύνευαν να ωθήσουν τους επενδυτές να ζητήσουν και πάλι πολύ υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου για την διατήρηση του χρέους της Νότιας Ευρώπης, αυξάνοντας τις διαφορές μεταξύ των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων. Μια τέτοια δυναμική θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την βιωσιμότητα του ιταλικού χρέους και να διακινδυνεύσει μια άτακτη κρατική χρεοκοπία.
Το χάσμα Βορρά-Νότου φάνηκε έτοιμο να διευρυνθεί τον Σεπτέμβριο του 2022, όταν η Ιταλία εξέλεξε την Τζόρτζια Μελόνι, την ηγέτιδα του ακροδεξιού κόμματος Αδελφοί της Ιταλίας (Fratelli d’Italia), ως πρωθυπουργό. Η Μελόνι σχημάτισε έναν ανοιχτά δεξιό συνασπισμό με το ακροδεξιό κόμμα Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι, και το κεντροδεξιό Forza Italia, του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο κίνδυνος σύγκρουσης της ευρωσκεπτικιστικής κυβέρνησης της Μελόνι με την ΕΕ φόβιζε αρχικά τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αυτοί οι φόβοι, ωστόσο, μπήκαν στο περιθώριο όταν η Μελόνι δεσμεύτηκε για έναν δημοσιονομικά λιτό προϋπολογισμό σε στενό συντονισμό με τις Βρυξέλλες.
Προς τιμήν της, η ΕΚΤ προέβλεψε την επιστροφή των υψηλότερων ασφαλίστρων κινδύνου για τα νότια κράτη-μέλη το 2022 και ξεκίνησε ένα «μέσο προστασίας μετάβασης» (transmission protection instrument, TPI), ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που αποσκοπεί στην αποτροπή της ανισότητας στο κόστος δανεισμού μεταξύ των κυβερνήσεων της ευρωζώνης. Οι λεπτομέρειες του TPI διατηρήθηκαν εσκεμμένα ασαφείς, και μέχρι στιγμής οι επενδυτές απέφυγαν να το δοκιμάσουν. Σύμφωνα με τους Financial Times, η πλειοψηφία των οικονομολόγων αναμένει τώρα ότι η ΕΚΤ μπορεί να μην χρειαστεί ποτέ καν να χρησιμοποιήσει το μέσο αυτό. Με τα αποκαλυπτήρια του TPI, η Κριστίν Λαγκάρντ, η πρόεδρος της ΕΚΤ, υποσχέθηκε να μην επιτρέψει άλλη μια κρίση δημόσιου χρέους, γεγονός που καθησύχασε τις χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως ακριβώς λειτούργησε αντίστοιχα το 2012 η δέσμευση του Ντράγκι να κάνει «ό,τι χρειαστεί».
ΕΚΤΕΘΕΙΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΚΡΥΟ
Εκτός από τον επιδέξιο χειρισμό της κρίσης του πληθωρισμού, η ΕΕ άρχισε τελικά να τιθασεύει τους εκκολαπτόμενους απολυταρχικούς ηγέτες της Ευρώπης -τον Όρμπαν της Ουγγαρίας και τον de facto ηγέτη της Πολωνίας, Γιάροσλαβ Κατσίνσκι. Ο Όρμπαν επανεξελέγη για τέταρτη συνεχή θητεία πρωθυπουργός την άνοιξη, αλλά η στενή του συμμαχία με τον Κατσίνσκι επιβαρύνθηκε από διαφωνίες σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης του Πούτιν. Η Πολωνία -μαζί με την Εσθονία, την Λετονία, και την Λιθουανία- ηγήθηκε της εκστρατείας για αυστηρότερες κυρώσεις στην Ρωσία. Ο Όρμπαν βρέθηκε διχασμένος μεταξύ της επιθυμίας του για φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο και στενούς δεσμούς με τον Πούτιν από τη μια πλευρά, και της ανάγκης για κονδύλια της ΕΕ από την άλλη. Όσο ο Όρμπαν και ο Κατσίνσκι βρίσκονταν στην ίδια πλευρά, ήταν δύσκολο για τις Βρυξέλλες να τους πειθαρχήσουν σε ζητήματα όπως το κράτος δικαίου και η δημοκρατία. Ωστόσο, ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει διχόνοια μεταξύ της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, αφήνοντας τον Όρμπαν στριμωγμένο στην γωνία.
Η Ουγγαρία και η Πολωνία δεν είναι μέλη της ευρωζώνης και η ΕΚΤ δεν έχει δικαιοδοσία επί των οικονομιών τους. Χωρίς την προστασία ενός ενιαίου νομίσματος, ο υψηλός πληθωρισμός έπληξε τα νομίσματά τους -το ουγγρικό φιορίνι και το πολωνικό ζλότι- ιδιαίτερα σκληρά, οδηγώντας τις αντίστοιχες κεντρικές τους τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια πολύ πιο επιθετικά από την ΕΚΤ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σημαντικά υψηλότερες αποδόσεις κρατικών ομολόγων, δυσχεραίνοντας και για τις δύο χώρες την χρηματοδότηση των μελλοντικών τους ελλειμμάτων και καθιστώντας τες εξαρτημένες από τα κεφάλαια της Επόμενης Γενιάς της ΕΕ. Αλλά τα χρήματα έρχονται με προϋποθέσεις: ειδικότερα, οι αποδέκτες πρέπει να σέβονται το κράτος δικαίου και την δημοκρατία. Η ΕΕ έχει εύλογα παγώσει ορισμένα από τα χρήματα που διατέθηκαν για την Ουγγαρία. Σε απάντηση, ο Όρμπαν υποσχέθηκε να αντιμετωπίσει τις καταγγελίες για διαφθορά και να μεταρρυθμίσει το δικαστικό σύστημα. Πολλοί παρατηρητές παραμένουν δικαίως δύσπιστοι. Ο Όρμπαν ίσως να μην τηρήσει αυτές τις υποσχέσεις, αλλά αναμφίβολα ξεκινά το 2023 σε πολύ πιο αδύναμη θέση από όσο ξεκίνησε το 2022.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, το Ηνωμένο Βασίλειο ξεκινά επίσης το 2023 σε μειονεκτική θέση, και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απόφασή του να αποχωρήσει από την ΕΕ. Όσον αφορά την ανάκαμψη από τις επιπτώσεις της πανδημίας, η βρετανική οικονομία υστερούσε πολύ σε σχέση με τις οικονομίες των ομολόγων της στην ηπειρωτική χώρα. Το Brexit πυροδότησε επίσης μια μεγάλη κρίση ενότητας στην χώρα. Επειδή οι Βρετανοί αποχώρησαν από την ενιαία αγορά της ΕΕ ενάντια στις επιθυμίες της μεγάλης πλειοψηφίας των Σκωτσέζων, το Brexit αναζωπύρωσε τον ενθουσιασμό για την ανεξαρτησία της Σκωτίας. Επιπλέον, δημιουργώντας ένα νέο τελωνειακό σύνορο στην Θάλασσα της Ιρλανδίας μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και του υπόλοιπου Ηνωμένου Βασιλείου, το Brexit αναζωπύρωσε τα όνειρα των Ιρλανδών Ρεπουμπλικανών για επανένωση. Στο μεταξύ, τόσο η Μολδαβία όσο και η Ουκρανία χτυπούν την πόρτα των Βρυξελλών, καθώς αμφότερες οι χώρες εξακολουθούν να βλέπουν την ένταξη στην ΕΕ ως φάρο ελευθερίας και δημοκρατίας. Το Brexit έχει βλάψει το Ηνωμένο Βασίλειο πολύ περισσότερο από την ΕΕ -και αυτό θα αφήσει μια μόνιμη εντύπωση στα κράτη-μέλη της ΕΕ, βοηθώντας την συνοχή της ένωσης.
ΣΕ ΕΝΑ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Σίγουρα, αυτό δεν σημαίνει ότι το 2023 θα είναι μια εύκολη χρονιά για την ήπειρο. Οι περισσότεροι αξιωματούχοι της ΕΕ ήταν βέβαιοι το καλοκαίρι του 2022 ότι θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στον χειμώνα του 2022, καθώς οι δεξαμενές φυσικού αερίου ήταν γεμάτες και είχαν εξασφαλιστεί εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Αλλά είναι πολύ λιγότερο αισιόδοξοι για τους επόμενους δύο χειμώνες. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές πήραν τοις μετρητοίς τον δημοσιονομικό περιορισμό και την μεταστροφή της Μελόνι στην ορθοδοξία της ΕΕ το 2022. Ωστόσο, ίσως ακόμη να δοκιμάσουν την ικανότητα της κυβέρνησής της το 2023. Η δημοκρατική οπισθοδρόμηση εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα σε λίγα κράτη-μέλη. Και δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η ενότητα της ΕΕ για την υπεράσπιση της Ουκρανίας θα διατηρηθεί, ειδικά καθώς οι Ευρωπαίοι θα κληθούν να κάνουν περισσότερες θυσίες με την πάροδο του χρόνου.
Ωστόσο, προς το παρόν, η ΕΕ δικαιούται εύσημα για τον χειρισμό της στις κρίσεις του 2022. Η υποστήριξη για την Ουκρανία -τόσο στο επίπεδο των ελίτ όσο και στο λαϊκό επίπεδο- παραμένει εξαιρετικά ανθεκτική. Το ευρώ είναι ισχυρότερο ως νόμισμα σε πολιτικούς όρους από όσο πριν από την πανδημία COVID-19. Και το ευρώ ενισχύεται για άλλη μια φορά σε σύγκριση με το δολάριο, υπογραμμίζοντας την ελκυστικότητά του στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι επίδοξοι απολυταρχικοί ηγέτες της ΕΕ είναι πιο αδύναμοι λόγω της μη συμμετοχής τους στο ευρώ και της αυξανόμενης εξάρτησής τους από το χρηματοοικονομικό μεγαλείο της ΕΕ. Και παρόλο που το Ηνωμένο Βασίλειο συνεχίζει να αποδοκιμάζεται για τις συνέπειες της αποχώρησης από την ΕΕ, τα υπόλοιπα 27 κράτη-μέλη έχουν αναδειχθεί ισχυρότερα στο σύνολό τους. Όταν οι ιστορικοί εξετάσουν το πρόσφατο παρελθόν, μπορεί κάλλιστα να αποφασίσουν ότι το 2022 ήταν η χρονιά που η ΕΕ ξαναβρήκε το χάρισμά της.