Η επείγουσα ανάγκη ενημέρωσης θεσμών που οικοδομήθηκαν για μια διαφορετική εποχή
Καθώς οι υπουργοί Οικονομικών του κόσμου ταξίδευαν προς στην Ουάσιγκτον για τις ετήσιες εαρινές συνεδριάσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) αυτής της εβδομάδας, το μέλλον της ανθρωπότητας παρέμενε αμφίρροπο. Η κλιματική αλλαγή απειλεί να καταστήσει τον κόσμο είτε αφιλόξενο είτε μη κατοικήσιμο για δισεκατομμύρια ανθρώπους. Η παγκόσμια οικονομία δημιουργεί περισσότερη φτώχεια, πείνα, και απόγνωση. Και ένας άδικος πόλεμος στην Ουκρανία παράγει καταστροφικές συνέπειες για τους ευάλωτους ανθρώπους αμέσως μετά από μια πανδημία που έκανε το ίδιο.
Κάθε χώρα αντιμετωπίζει αυτό το μείγμα σύνθετων κρίσεων, ωστόσο όλες οι χώρες δεν έχουν επηρεαστεί με τον ίδιο τρόπο. Ούτε κάθε χώρα έχει τα ίδια μέσα για να αντέξει αυτές τις προκλήσεις, πόσω μάλλον να τις ξεπεράσει. Οι πλούσιες χώρες, αφού τροφοδοτούσαν τις οικονομίες τους με τρισεκατομμύρια σε δημοσιονομική και νομισματική στήριξη τα τελευταία χρόνια, αύξησαν πρόσφατα τα επιτόκια για να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό, μέχρι στιγμής χωρίς να υποστούν την βαθιά ύφεση που πολλοί φοβόντουσαν. Αντίθετα, οι χώρες με χαμηλότερο εισόδημα που δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στην πανδημία με πακέτα τόνωσης και ποσοτική χαλάρωση έχουν πλέον κατακλυστεί από χρέος και προβλέπεται να αναπτυχθούν πολύ πιο αργά από όσο αναμενόταν ή χρειαζόταν για βιώσιμη ανάπτυξη. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι σε αυτές τις χώρες μένουν πίσω: η φτώχεια και η πείνα έχουν αυξηθεί ενώ τα μέτρα υγειονομικής περίθαλψης, εκπαίδευσης, και ισότητας των φύλων έχουν μειωθεί δραματικά.
Δυστυχώς, παρά τις πολλές προειδοποιήσεις και εκκλήσεις, η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ και άλλα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα -και οι πλούσιοι μέτοχοί τους- δεν έχουν κάνει ακόμη αρκετά για να ξεπεράσουν αυτήν την ανισότητα. Μερικές από τις δυσκολίες τους είναι κατανοητές. Πολλές από αυτές τις οργανώσεις ιδρύθηκαν το 1944 για να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση χωρών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο˙ δεν σχεδιάστηκαν για την αντιμετώπιση πολλαπλών παγκόσμιων κρίσεων ταυτόχρονα. Αλλά πάρα πολλές από τις σημερινές δυσκολίες τους πηγάζουν από πολιτικές επιλογές. Οι πλουσιότερες χώρες έχουν παραμελήσει να τηρήσουν τις προηγούμενες δεσμεύσεις τους, συμπεριλαμβανομένων των δεσμεύσεων να δαπανήσουν τουλάχιστον το 0,7% του ΑΕΠ τους σε εξωτερική βοήθεια και να κινητοποιήσουν 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως σε δράσεις για το κλίμα στις αναπτυσσόμενες χώρες. Και η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ πάλεψαν να προσαρμόσουν τα εργαλεία τους για να στηρίξουν τις χώρες αυτή την εποχή της βαθιάς ανάγκης.
Ως αποτέλεσμα, αυτοί οι θεσμοί —που έχουν κάνει τόσο καλό στο παρελθόν και εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν την ελπίδα σε τόσους πολλούς— δεν είναι πλέον σε θέση να ανταποκριθούν στις αποστολές τους. Το αποτέλεσμα είναι μια θεμελιώδης κατάρρευση της σχεδόν 80χρονης συμφωνίας μεταξύ των πλουσιότερων χωρών οι οποίες έχουν δεσμευτεί να στηρίξουν ιδρύματα όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ και να βοηθήσουν στην στήριξη των πιο ευάλωτων και στην οικοδόμηση ενός πιο ευημερούντος και σταθερού κόσμου για όλους, και των φτωχότερων [χωρών] οι οποίες έχουν χρησιμοποιήσει αυτή την στήριξη για να επενδύσουν σε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες που προωθούν την χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη και ενισχύουν τους λαούς τους.
Οι συναντήσεις αυτής της εβδομάδας είναι οι πρώτες από τις πολλές συνόδους φέτος στις οποίες οι χώρες θα έχουν την ευκαιρία να αποκαταστήσουν αυτό το σύμφωνο. Δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο εύλογα αμφιβάλλουν αν μπορεί να γίνει κάτι. Και οι ατζέντες των συναντήσεων μέχρι στιγμής προσφέρουν ελάχιστους λόγους για αισιοδοξία˙ μετά βίας ξύνουν την επιφάνεια του δυνατού και του απαραίτητου. Παρά τον μακρύ κατάλογο μεταρρυθμίσεων που προσφέρονται από ένα ευρύ φάσμα ατόμων και ιδρυμάτων από όλο τον κόσμο, ένας αξιοσημείωτα περιορισμένος αριθμός προτάσεων είναι επί του παρόντος προς έγκριση αυτήν την εβδομάδα.
Η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, και οι μέτοχοι και οι ηγέτες τους αντιμετωπίζουν μια επιλογή: μπορούν να οικοδομήσουν την αλληλεγγύη γύρω από κοινές προκλήσεις ή μπορούν να υπονομεύσουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη που υποστήριξε την πολυμέρεια εδώ και δεκαετίες και που θα είναι απαραίτητη για να γίνει ο 21ος αιώνας περισσότερο ευημερών, δίκαιος, και ειρηνικός. Το ερώτημα αυτή την εβδομάδα είναι αν πιστεύουν πραγματικά ότι είμαστε όλοι μαζί σε αυτό.
ΕΡΧΕΤΑΙ ΒΟΗΘΕΙΑ;
Το σύστημα χρηματοδότησης της ανάπτυξης ιδρύθηκε ως απάντηση στους παγκόσμιους πολέμους του εικοστού αιώνα. Για να καταστήσουν τον μεταπολεμικό κόσμο ευημερούντα και αρκετά σταθερό ώστε να αποφευχθεί μια άλλη παγκόσμια καταστροφή, δεκάδες χώρες συγκεντρώθηκαν το 1944 στην σκιά των Λευκών Ορέων, κοντά στο Bretton Woods, στο Νιου Χάμσαϊρ, για να δημιουργήσουν την Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, και άλλους θεσμούς και συμφωνίες ώστε να βοηθήσουν τις χώρες να οικοδομήσουν ή να ανοικοδομήσουν, να αντέξουν τους οικονομικούς κραδασμούς, και να εμπορεύονται ελεύθερα.
Για δεκαετίες, το σύστημα βοήθησε στην στήριξη της ανάπτυξης που επέτρεψε την ανάκαμψη της Ευρώπης και την άνοδο της Ασίας και βοήθησε δισεκατομμύρια να βγουν από την φτώχεια. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, το σύστημα έχει δυσκολευτεί. Το πρόβλημα δεν ήταν η ανεπαρκής αφοσίωση εκ μέρους των ιδρυμάτων, τα οποία στελεχώνονται από ανθρώπους που εργάζονται ακούραστα, συχνά σε δύσκολα και επικίνδυνα περιβάλλοντα. Αντίθετα, οι δυσκολίες οφείλονται εν μέρει στην φύση και το εύρος των τρεχουσών κρίσεων, οι οποίες έχουν επηρεάσει όλες τις χώρες ταυτόχρονα και σε πολλές περιπτώσεις έχουν ανατρέψει την προηγούμενη πρόοδο. Τα θεσμικά όργανα έχουν επίσης συγκρατηθεί από τα δικά τους απανωτά στρώματα απαρχαιωμένων κανόνων και διαδικασιών. Παρά τις καλές προθέσεις και την καλή δουλειά, υστερούν.
Πάρτε, για παράδειγμα, την απόδοσή τους κατά την διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Στο απόγειο της πανδημίας, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, και άλλοι έκαναν ηρωικές ενέργειες για να αποτρέψουν την οικονομική κατάρρευση, αλλά αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Με περιορισμένη εξωτερική υποστήριξη, οι χώρες χαμηλού εισοδήματος μπόρεσαν να δώσουν μόνο περιορισμένες απαντήσεις στην κρίση, κινητοποιώντας μόλις το 2% του ΑΕΠ, κατά μέσο όρο, για να τονώσουν τις οικονομίες τους, ενώ οι πλουσιότερες αντίστοιχες κινητοποιούσαν κατά μέσο όρο το 24% του ΑΕΠ τους. Αυτή η απόκλιση είναι ένας λόγος για τον οποίο μετά την ανάπτυξη κατά 6% ετησίως από το 2000 έως το 2010, οι αναπτυσσόμενες χώρες αναμένεται να αναπτυχθούν κατά μέσο όρο μόνο κατά 4% ετησίως έως το 2030.
Ακόμη και αυτό το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης δεν είναι σε καμία περίπτωση εξασφαλισμένο, δεδομένων των υψηλών επιπέδων χρέους. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την ανάλυση της Παγκόσμιας Τράπεζας, το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος των χωρών που είναι επιλέξιμες για αναπτυξιακή βοήθεια τριπλασιάστηκε την τελευταία δεκαετία. Και η κλιματική κρίση θα κάνει αυτούς τους ισολογισμούς ακόμη χειρότερους. Πρόσφατες αναλύσεις αποκαλύπτουν ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες θα απαιτούν 1 έως 2 τρισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματοδότηση ετησίως, μεγάλο μέρος αυτών με τη μορφή επενδύσεων στην ανθεκτικότητα του κλίματος και στους πόρους ώστε να αντισταθμίσουν τις απώλειες και τις ζημιές που προκαλούνται από τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Επί του παρόντος λαμβάνουν μόνο ένα μικρό κλάσμα αυτού του ποσού.
Αυτά τα δεδομένα (data) είναι γιατί το ΔΝΤ ανησυχεί για μια «μεγάλη απόκλιση» και η Παγκόσμια Τράπεζα έχει προβλέψει μια «χαμένη δεκαετία». Πέρα από τα δεδομένα (data) και τις προβλέψεις, μια πιο βαθιά κρίση είναι σαφής: όταν η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει μερικές από τις σοβαρότερες κρίσεις στην ιστορία, μια ανεπαρκής απάντηση αφήνει τις χώρες και τους ανθρώπους να αισθάνονται όλο και πιο μόνοι. Οι αγρότες στο Σουδάν αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες και πιο έντονες ξηρασίες και πλημμύρες. Εργαζόμενοι σε αλυκές στην Ινδία μοχθούν σε ακατάπαυστη άνοδο της θερμοκρασίας. Και δισεκατομμύρια άλλοι σε όλη την Αφρική, την Ασία, και την Λατινική Αμερική παρακολουθούν αβοήθητοι καθώς τα ζώα πεθαίνουν, οι τιμές των τροφίμων ανεβαίνουν στα ύψη, και τα νομίσματα στροβιλίζονται.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΛΠΙΔΑ
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, αναπτύχθηκε μια νέα συναίνεση γύρω από την πεποίθηση ότι μια από τις καλύτερες ελπίδες για την κλιμάκωση των επενδύσεων και των καινοτομιών που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των σημερινών κρίσεων είναι η αναζωογόνηση και η ενίσχυση του συστήματος χρηματοδότησης της ανάπτυξης. Μια ευρεία, ποικιλόμορφη ομάδα σημερινών και πρώην κυβερνητικών αξιωματούχων, ακτιβιστών σε ευάλωτες κοινότητες, ομάδων βοήθειας, ανθρωπιστικών και φιλανθρωπικών οργανώσεων, και μελετητών έχουν αναπτύξει συγκεκριμένες προτάσεις και μεταρρυθμίσεις.
Το περασμένο καλοκαίρι, οι δυο μας —μαζί με την Αναπληρώτρια Γενική Γραμματέα του ΟΗΕ, Amina Mohammed, και τα Open Society Foundations— συγκεντρώσαμε ηγέτες ιδιωτικών, δημοσίων, και φιλανθρωπικών ομάδων στα Μπαρμπάντος, για να συζητήσουμε την αναζωογόνηση του συστήματος. Μαζί, ξεκινήσαμε την Πρωτοβουλία Bridgetown, η οποία επιδιώκει να προωθήσει και να συγκεντρώσει υποστήριξη γύρω από συγκεκριμένες ιδέες. Ταυτόχρονα, το G-20, η V-20 (μια ομάδα 20 χωρών που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή), και η Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης, μεταξύ άλλων, προωθούν ενεργά ορισμένες από αυτές τις προτάσεις. Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, φέρνει επίσης παγκόσμιους ηγέτες να συναντηθούν στο Παρίσι τον Ιούνιο για μια μοναδική ευκαιρία να συζητήσουν αυτήν την ατζέντα.
Η νέα συναίνεση επικεντρώνεται σε μερικές βασικές αρχές. Πρώτον, οι χώρες χρειάζονται νέους τρόπους για να ανακουφίσουν τα μη βιώσιμα επίπεδα χρέους και να επενδύσουν για το μέλλον, αντί να εξυπηρετούν απλώς υποχρεώσεις από το παρελθόν. Ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν ο καθορισμός του Κοινού Πλαισίου του G-20 για την Αντιμετώπιση του Χρέους (G-20 Common Framework for Debt Treatments), που είναι ο μηχανισμός για την αναδιάρθρωση και τη μείωση των βαρών χρέους, εν μέρει, συμπεριλαμβάνοντας σταθερές προθεσμίες για τις αναδιαρθρώσεις (αρκετές από τις οποίες παραμένουν για χρόνια ανεπίλυτες). Η Πρωτοβουλία Αναστολής Εξυπηρέτησης Χρέους (Debt Service Suspension Initiative) του G-20, η οποία σταμάτησε για λίγο τις πληρωμές κεφαλαίου και τόκων επί επίσημων διμερών χρεών κατά την διάρκεια της πανδημίας, θα μπορούσε να επεκταθεί και να βελτιωθεί για να καλύψει ένα ευρύτερο φάσμα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των χρεών του ιδιωτικού τομέα. Συνολικά, αυτού του είδους οι αλλαγές μπορούν να δώσουν μια σανίδα σωτηρίας στα κράτη που πνίγονται στο χρέος και να ενθαρρύνουν τις επενδύσεις που απαιτούνται για τον 21ο αιώνα.
Το ΔΝΤ θα πρέπει επίσης να επεκτείνει κατά δεκαετίες τον χρονικό ορίζοντα της ανάλυσής του για την βιωσιμότητα του χρέους, κάτι που θα επέτρεπε στις χώρες να δανειστούν περισσότερο σήμερα, με το να υποθέσουν μακρότερα χρονοδιαγράμματα για την διαχείριση των τρεχουσών και μελλοντικών υποχρεώσεων. Το ταμείο θα πρέπει επίσης να επιβεβαιώσει ότι δεν είναι όλα τα χρέη ίδια με το να υιοθετήσει νέες μετρήσεις που θα αντιμετώπιζαν το χρέος που θα προκύπτει από επενδύσεις για την ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή ως δημοσιονομικά συνετό και ως εκ τούτου να ενθαρρύνει τα είδη των επενδύσεων προσαρμογής και μετριασμού [της κλιματικής αλλαγής] που ωφελούν όλους.
Ταυτόχρονα, οι χώρες θα μπορούσαν να κάνουν περισσότερα για να αποτρέψουν τις κρίσεις ρευστότητας από το να μετατραπούν σε κρίσεις χρέους διοχετεύοντας τα αχρησιμοποίητα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα (Special Drawing Rights, SDRs) του ΔΝΤ, τα οποία μπορούν να αυξήσουν αποτελεσματικά τα επίσημα αποθεματικά των χωρών-μελών, σε χώρες που κινδυνεύουν και έχουν ανάγκη ρευστότητας σήμερα. Το Ταμείο θα μπορούσε επίσης να αυξήσει τα όρια πρόσβασης στις ταχείας χρηματοδότησης διευκολύνσεις του και να αναστείλει προσωρινά τις προσαυξήσεις επιτοκίου για τους βαριά δανεισμένους όταν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις διεθνούς χρηματοοικονομικής πίεσης, όπως συμβαίνει σήμερα. Το ΔΝΤ κινήθηκε επειγόντως για να βοηθήσει την Ουκρανία στην πιο σκοτεινή της ώρα, όπως θα έπρεπε. Άλλες χώρες αξίζουν την ίδια επείγουσα απόκριση, δεδομένου του τρομερού ανθρώπινου κόστους που αντιμετωπίζουν.
Μια δεύτερη αρχή είναι ότι οι χώρες χρειάζονται πρόσβαση σε πρόσθετα δάνεια με επιτόκια χαμηλότερα της αγοράς. Χάρη στο έργο μιας ανεξάρτητης επιτροπής που διορίστηκε από το G-20, είναι σαφές ότι οι πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους ισολογισμούς τους πολύ πιο επιθετικά για να ξεκλειδώσουν πολλές εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε νέους δανεισμούς. Αυτές οι τράπεζες θα πρέπει να αυξήσουν το ποσό του κεφαλαίου -συμπεριλαμβανομένου του κεφαλαίου το οποίο μπορεί να προσφερθεί ως δάνειο με χαμηλότερα επιτόκια- που είναι διαθέσιμο για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες και να προσφέρουν δανειστικά μέσα με εκτεταμένη ωρίμανση ακόμη και έως και 50 χρόνια. Θα πρέπει επίσης να επικεντρωθούν περισσότερο στην προσέλκυση και τη μόχλευση ιδιωτικών επενδύσεων κεφαλαίου σε ευάλωτες και προβληματικές χώρες.
Τέλος, ο δημόσιος, ο ιδιωτικός, και ο φιλανθρωπικός τομέας πρέπει να συνεργαστούν για να διευρύνουν την πρόσβαση στα δημόσια αγαθά. Οι τεχνολογικές ανακαλύψεις θα συνεχίσουν να ωφελούν την ανθρωπότητα. Αλλά η ελεύθερη αγορά από μόνη της πολύ συχνά θα προσφέρει αυτές τις προόδους πρώτα στους πλουσιότερους και πολύ αργότερα στους πιο ευάλωτους –αν το κάνει ποτέ. Ένας τρόπος αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος είναι μέσω πλατφορμών δημόσιου-ιδιωτικού τομέα όπως η Gavi, η οποία παραδίδει εμβόλια σε όλο τον κόσμο συγκεντρώνοντας συνεισφορές από κυβερνήσεις, φιλανθρωπίες, και ιδρύματα για την αγορά και την διανομή εμβολιασμών σε κλίμακα. Η Παγκόσμια Ενεργειακή Συμμαχία για τον Άνθρωπο και τον Πλανήτη (Global Energy Alliance for People and Planet) ακολουθεί αυτή την προσέγγιση για να διανείμει πιο δίκαια τις τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Παρόμοιες πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στις σε κλίμακα προόδους στην γεωργία και σε άλλους τομείς υψηλής προτεραιότητας.
ΚΡΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ
Η συμφωνία μεταξύ των πλουσιότερων χωρών και των χωρών με χαμηλότερο εισόδημα είχε πάντα τις ρίζες της σε ένα κοινό συμφέρον να ζούμε μαζί σε έναν πιο σταθερό, υγιή, και ευημερούντα κόσμο. Ένα επανασχεδιασμένο σύστημα χρηματοδότησης της ανάπτυξης θα υποστήριζε αυτόν τον στόχο, μεταξύ άλλων παρέχοντας στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος τους πόρους που χρειάζονται για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της κλιματικής αλλαγής. Ορισμένοι παρατηρητές ανησυχούν ότι οι μεταρρυθμίσεις θα κινδύνευαν να δώσουν προτεραιότητα στην προσαρμογή και τον μετριασμό του κλίματος σε βάρος της εξάλειψης της φτώχειας, η οποία αποτελεί την συντριπτική εστίαση των φτωχότερων χωρών. Αλλά αυτό δεν είναι μια πρόταση του τύπου «ή το ένα ή το άλλο». Με τις σωστές μεταρρυθμίσεις, το σύστημα μπορεί να καταπολεμήσει και τα δύο προβλήματα ταυτόχρονα —και να ωφελήσει τους πάντες καθιστώντας τον κόσμο πιο ευημερούντα, σταθερό, και καλύτερα ικανό να ανταποκριθεί στην πρόκληση του κλίματος.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι προοπτικές για μεταρρύθμιση είναι μικρές, δεδομένης της εστίασης του κόσμου στην Ουκρανία, των αυξανόμενων εντάσεων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, και της μακροχρόνιας απροθυμίας ορισμένων θεσμικών ηγετών να αλλάξουν. Ωστόσο, όλοι πρέπει να αναγνωρίσουν ότι, χωρίς μια πιο σημαντική πολυμερή προσπάθεια, ο 21ος αιώνας θα είναι λιγότερο ευδαίμων και πιο επικίνδυνος για όλους. Αυτό που θα συμβεί αυτή την εβδομάδα θα σηματοδοτήσει την προθυμία του κόσμου -ή την έλλειψή της- να αντιμετωπίσει τις σημερινές κρίσεις με έμφαση στα μακροπρόθεσμα κέρδη και όχι στην βραχυπρόθεσμη απόσβεση. Χωρίς δράση φέτος, η υπόσχεση στον πυρήνα της παγκόσμιας οικονομικής τάξης μπορεί να καταστραφεί οριστικά. Αλλά με την σωστή ατζέντα, το σύστημα μπορεί να αποκατασταθεί και να αναζωογονηθεί.