Το Βερολίνο πρέπει να μειώσει την εξάρτησή του όχι μόνο από την Ρωσία, αλλά και από την Κίνα
Όταν ο Frank-Walter Steinmeier, ομοσπονδιακός πρόεδρος της Γερμανίας και πρώην υπουργός Εξωτερικών, έλαβε το βραβείο Κίσινγκερ τον Νοέμβριο του 2022, έδωσε μια ειλικρινή αξιολόγηση για τις αποτυχίες της χώρας του (και τις δικές του) στην εξωτερική πολιτική. Δεδομένου ότι ο κόσμος έχει αλλάξει, είπε, «πρέπει να αποβάλουμε τους παλιούς τρόπους σκέψης και τις παλιές ελπίδες», συμπεριλαμβανομένης της ιδέας ότι «οι οικονομικές ανταλλαγές θα επιφέρουν πολιτική σύγκλιση». Στο μέλλον, δήλωσε ο Steinmeier, το Βερολίνο πρέπει να διδαχθεί από το παρελθόν και να «μειώσει τις μονόπλευρες εξαρτήσεις» όχι μόνο από την Ρωσία αλλά και από την Κίνα.
Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται, λίγοι Γερμανοί πολιτικοί θα διαφωνούσαν με τον ισχυρισμό ότι το Βερολίνο πρέπει να μειώσει την ενεργειακή του εξάρτηση από τη Μόσχα. Στην πραγματικότητα, η γερμανική κυβέρνηση το έχει πράξει. Και ρητορικά, τουλάχιστον, οι Γερμανοί ηγέτες υπόσχονται να μειώσουν την οικονομική εξάρτηση της χώρας από την Κίνα, επίσης. «Καθώς η Κίνα αλλάζει, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την Κίνα πρέπει επίσης να αλλάξει», υποστήριξε ο Γερμανός καγκελάριος, Olaf Scholz, σε ένα άρθρο του στο Politico τον Νοέμβριο. Σε ένα άρθρο για το περιοδικό Foreign Affairs, επιχειρηματολόγησε επίσης για «μια νέα στρατηγική κουλτούρα» ως μέρος της γερμανικής Zeitenwende, ή τεκτονικής μετατόπισης, στην εξωτερική πολιτική, την οποία ανακοίνωσε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, ο Scholz ήταν απρόθυμος να ανατρέψει το status quo με το Πεκίνο -και όχι μόνο επειδή ο πόλεμος της Ρωσίας και οι υψηλές τιμές της ενέργειας έχουν επιβαρύνει την γερμανική οικονομία. Οι μεγάλες γερμανικές εταιρείες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την αγορά της Κίνας επιθυμούν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους αντί να τις μειώσουν.
Αλλά επειδή οι οικονομικοί δεσμοί του με την Κίνα είναι τόσο βαθείς και πολύπλοκοι -πολύ περισσότερο απ’ όσο στην περίπτωση της Ρωσίας- το Βερολίνο πρέπει να κινηθεί δυναμικά για να μειώσει την εξάρτηση από το Πεκίνο. Ειδικότερα, ο κίνδυνος ενός πολέμου για την Ταϊβάν αφήνει την Γερμανία επικίνδυνα εκτεθειμένη σε οικονομικό εξαναγκασμό και σοκ.
Τον ερχόμενο Φεβρουάριο, η γερμανική κυβέρνηση θα δημοσιεύσει την πρώτη της στρατηγική εθνικής ασφάλειας. Λίγο πριν από την επέτειο ενός έτους από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αυτή είναι η ευκαιρία του Βερολίνου να αποδείξει ότι έχει αντλήσει τα σωστά διδάγματα από την καταστροφική αποτυχία της προηγούμενης προσέγγισής της έναντι της Ρωσίας. Είναι καιρός η Γερμανία να καταρτίσει ένα σχέδιο για τη μείωση της εξάρτησης από την Κίνα με την διαφοροποίηση των εμπορικών και επενδυτικών δεσμών και την επιλεκτική αποσύνδεση από την Κίνα σε κρίσιμες τεχνολογίες.
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία άντλησαν αντίθετα διδάγματα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βγήκαν από την αντιπαράθεση πεπεισμένες ότι η προσέγγιση του προέδρου, Ρόναλντ Ρίγκαν, «ειρήνη μέσω της ισχύος» και η επιτάχυνση της κούρσας των εξοπλισμών ανάγκασαν την Σοβιετική Ένωση σε διαπραγματεύσεις. Η Γερμανία βγήκε από τον Ψυχρό Πόλεμο πεπεισμένη ότι η δέσμευση και η «αλλαγή μέσω της προσέγγισης» (που αργότερα ονομάστηκε «αλλαγή μέσω του εμπορίου») του καγκελάριου, Willy Brandt, ήταν η νικητήρια φόρμουλα, ξεπερνώντας το χάσμα Ανατολής-Δύσης μέσω της πολιτικής και οικονομικής συνεργασίας, η οποία οδήγησε σε θετικές εσωτερικές αλλαγές στο σοβιετικό μπλοκ.
Η ιδέα της «αλλαγής μέσω του εμπορίου» επέζησε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και παρέμεινε μια ιδέα με μεγάλη επιρροή στην Βόννη και το Βερολίνο, την πρωτεύουσα της Γερμανίας πριν και μετά την επανένωση της Γερμανίας, αντίστοιχα. Για μια γενιά Γερμανών υπεύθυνων χάραξης πολιτικής, ήταν ένα πλαίσιο που συνδύαζε βολικά την εμπλοκή μη δημοκρατικών χωρών όπως η Κίνα και η Ρωσία στην επιδίωξη οικονομικών κερδών με την δυνατότητα μετασχηματισμού των χωρών αυτών σε δημοκρατίες. Το 2006, ενώ υπηρετούσε ως υπουργός Εξωτερικών της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, ο Steinmeier εισήγαγε την έννοια της «αλλαγής μέσω της διασύνδεσης»: στην ουσία, με την σφυρηλάτηση της οικονομικής συνεργασίας μέσω εμπορικών και ενεργειακών συμπράξεων, το Βερολίνο θα καθιστούσε την αλληλεξάρτηση της Ρωσίας με την Ευρώπη «μη αναστρέψιμη», σύμφωνα με ένα έγγραφο πολιτικής του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών. Ως αποτέλεσμα, η Μόσχα θα απέφευγε την κακή συμπεριφορά, επειδή το κόστος θα ήταν πολύ υψηλό. Η Ρωσία, άλλωστε, εξαρτιόταν από τα έσοδα και την τεχνολογία της Γερμανίας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών ακόμη περισσότερο από όσο η Γερμανία και οι γείτονές της εξαρτώντο από το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο.
Τα όρια της θεωρίας ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση θα απέτρεπε το Κρεμλίνο από την παραβίαση των διεθνών κανόνων έγιναν γρήγορα εμφανή. Το 2008, η Ρωσία εισέβαλε στην Γεωργία. Το 2014, προσάρτησε την Κριμαία. Κατά την προετοιμασία της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, οι Γερμανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πίστευαν ότι το οικονομικό κόστος θα ήταν πολύ υψηλό για την Ρωσία ώστε να επιχειρήσει μια πλήρους κλίμακας επίθεση στην Ουκρανία και να ανατρέψει την κυβέρνηση στο Κίεβο. Αυτό ήταν, φυσικά, ένας μοιραίος λανθασμένος υπολογισμός, υποτιμώντας την ιδεολογική ριζοσπαστικοποίηση του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν.
ΑΛΛΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑΧΥΤΗΤΕΣ
Το Βερολίνο έχει συμβιβαστεί με την αποτυχία της προσέγγισής του για «αλλαγή μέσω του εμπορίου» έναντι της Ρωσίας. Το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί για τον τρόπο με τον οποίο το Βερολίνο συνεργάζεται με το Πεκίνο. Ένας από τους βασικούς υπεύθυνους χάραξης πολιτικής που πιέζει να αντλήσει τα σωστά διδάγματα από την εξάρτηση της Γερμανίας από την Ρωσία είναι η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών, Annalena Baerbock. Σε ομιλία της τον Σεπτέμβριο, παρακάλεσε τους Γερμανούς επιχειρηματικούς ηγέτες να μην «ακολουθούν μόνο το ρητό “πρώτα η επιχείρηση”, χωρίς να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τους μακροπρόθεσμους κινδύνους και τις εξαρτήσεις».
Το γερμανικό κατεστημένο θα πρέπει να λάβει υπόψη του την προειδοποίησή της διότι οι παραλληλισμοί μεταξύ Κίνας και Ρωσίας είναι προφανείς. Το 2017, ο ειδικός σε θέματα Κίνας και πρώην σύμβουλος της αυστραλιανής κυβέρνησης, John Garnaut, υποστήριξε ότι το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) έχει «αναζωογονήσει την ιδεολογία σε βαθμό που δεν έχουμε δει από την Πολιτιστική Επανάσταση». Η παρατήρηση αυτή επιβεβαιώθηκε τα επόμενα χρόνια: ο Κινέζος πρόεδρος, Xi Jinping, εγκατέστησε τον εαυτό του ως έναν de facto ηγέτη για όλη του την ζωή και περιβάλλεται από ανθρώπους που δεν του φέρνουν αντίρρηση. Όπως και στην Ρωσία, η ιδεολογία υπερισχύει όλο και περισσότερο του οικονομικού ορθολογισμού στην Κίνα. Εάν ο Xi αποφασίσει να ακολουθήσει το όνειρό του να θέσει την Ταϊβάν υπό κινεζικό έλεγχο, ανεξάρτητα από το οικονομικό κόστος, τα κύματα κρούσης για την Γερμανία θα επισκιάσουν εκείνα που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η εξάρτηση της Γερμανίας από την Ρωσία περιοριζόταν ουσιαστικά στους υδρογονάνθρακες. Η εξάρτηση της Γερμανίας από την Κίνα, αντίθετα, περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα κρίσιμων προϊόντων και υλικών που απαιτούνται για την βιομηχανία, όπως το λίθιο και το κοβάλτιο, καθώς και τα ορυκτά σπάνιων γαιών που είναι ζωτικής σημασίας για τη μετάβαση της Γερμανίας σε μηδενικές εκπομπές άνθρακα. Και ενώ η Ρωσία ήταν μια σημαντική αλλά όχι ζωτικής σημασίας αγορά για την γερμανική βιομηχανία, η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας εκτός Ευρώπης. Επιπλέον, η εξάρτηση του Βερολίνου από τον ασιατικό γίγαντα αυξάνεται: Οι γερμανικές επενδύσεις στην Κίνα βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Το ίδιο ισχύει και για τις γερμανικές εισαγωγές από την Κίνα και το εμπορικό έλλειμμα της Γερμανίας με το Πεκίνο.
Οι μεγαλύτερες εταιρείες της Γερμανίας αντιτίθενται σε οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας. Το περασμένο καλοκαίρι, ο Herbert Diess, τότε διευθύνων σύμβουλος της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen, δήλωσε ότι αναμένει από το ΚΚΚ υπό τον Xi να προχωρήσει σε «περαιτέρω άνοιγμα» και να αναπτύξει «θετικά το σύστημα αξιών του». Η παρουσία της Volkswagen στην Κίνα, διαβεβαίωσε, θα μπορούσε να «συμβάλει σε αυτήν την αλλαγή». Ο διάδοχός του, Oliver Blume, υπερασπίστηκε την παρουσία εργοστασίου της Volkswagen στην Xinjiang, όπου η Κίνα πραγματοποιεί μαζικές, συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά του κυρίως μουσουλμανικού πληθυσμού των Ουιγούρων. Ο Blume υποστήριξε ότι η παρουσία της εταιρείας στην Xinjiang «μεταφέρει τις αξίες μας στον κόσμο». Σίγουρα έχει οικονομικό κίνητρο να παρουσιάσει την συμπεριφορά της εταιρείας με αυτόν τον τρόπο: περισσότερο από το 40% των παγκόσμιων εσόδων της Volkswagen και πιθανότατα μεγαλύτερο μέρος των κερδών της προέρχεται από τις πωλήσεις στην κινεζική αγορά. Και η Volkswagen δεν είναι η μόνη που επιδιώκει να συνεχίσει το αφήγημα της «αλλαγής μέσω του εμπορίου» με το Πεκίνο. Η γιγαντιαία γερμανική εταιρεία χημικών BASF επενδύει δέκα δισεκατομμύρια ευρώ σε ένα νέο συγκρότημα παραγωγής στη νότια Κίνα, ενώ η ηγεσία της εταιρείας προειδοποιεί τους Γερμανούς πολιτικούς και το κοινό να αποφεύγουν το «China bashing» [στμ: τις λεκτικές επιθέσεις κατά της Κίνας].
Ο Scholz προειδοποίησε τις γερμανικές εταιρείες «να μην βάζουν όλα τα αυγά σε ένα καλάθι» και επέκρινε ορισμένες από αυτές ότι «αγνοούν εντελώς τους κινδύνους» που συνεπάγεται η μεγάλη εξάρτηση από την κινεζική αγορά. Αλλά δεν έχει παρακρατήσει την πολιτική υποστήριξη στους ηγέτες της βιομηχανίας που αψήφησαν τις συμβουλές του. Για παράδειγμα, στο πρόσφατο ταξίδι του στο Πεκίνο, συμπεριέλαβε στην αντιπροσωπεία του τους διευθύνοντες συμβούλους της BASF και της Volkswagen. Ο Scholz επέτρεψε επίσης στην κινεζική κρατική ναυτιλιακή εταιρεία Cosco να αποκτήσει μερίδιο σε τερματικό σταθμό στο κύριο λιμάνι της Γερμανίας, το Αμβούργο, και δεν εμπόδισε τον κινεζικό τεχνολογικό γίγαντα Huawei να αναλάβει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του 5G στην Γερμανία.
Ενώ η Huawei έχει αποκλειστεί από το κεντρικό δίκτυο 5G της Γερμανίας, σχεδόν το 60% του 5G RAN της χώρας, ή αλλιώς του Radio Access Network (Δικτύου Ραδιοπρόσβασης), παρέχεται από την Huawei˙ στο Βερολίνο, ο αριθμός αυτός πλησιάζει το 100%, σύμφωνα με επικείμενη έκθεση της Strand Consult, μιας παγκόσμιας συμβουλευτικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών. Καθώς οι λειτουργίες πραγματοποιούνται όλο και περισσότερο στο cloud, η διάκριση μεταξύ δικτύων πυρήνα και δικτύων πρόσβασης μειώνεται. Αυτό καθιστά την εξάρτηση από την Huawei ως κρίσιμο πάροχο δικτύων πρόσβασης σε κίνδυνο για την ασφάλεια. Επιπλέον, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες εντείνουν την πολιτική κυρώσεων κατά των κινεζικών παρόχων υψηλού κινδύνου, η εξάρτηση της Γερμανίας από την Huawei βρίσκεται σε επισφαλές έδαφος. Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι η πολυδιαφημισμένη Zeitenwende της Γερμανίας στην πολιτική της για την Ρωσία δεν είναι ακόμη μια πλήρης Zeitenwende στην πολιτική της Γερμανίας έναντι της Κίνας.
Σίγουρα, η μείωση της εξάρτησης της Γερμανίας από την Κίνα θα έχει οικονομικό κόστος. Το κόστος αυτό, ωστόσο, θα είναι χαμηλότερο από το τίμημα που θα πρέπει να πληρώσει η Γερμανία εάν παραμείνει θλιβερά απροετοίμαστη για έναν πιθανό πόλεμο για την Ταϊβάν μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Το Βερολίνο πρέπει να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του και να συνεργαστεί με ομοϊδεάτες εταίρους για να αποτρέψει το Πεκίνο από το να χρησιμοποιήσει βία για να αλλάξει το status quo στα Στενά της Ταϊβάν. Ταυτόχρονα, η Γερμανία πρέπει να προετοιμαστεί για ένα σενάριο στο οποίο η αποτροπή αποτυγχάνει. Και τα δύο απαιτούν δραστική μείωση της εξάρτησης από την Κίνα.
Ο Scholz δεσμεύεται να διαφοροποιήσει τις αγορές και να μειώσει την εξάρτηση από κρίσιμα προϊόντα και υλικά που απαιτούνται για την βιομηχανία. Ο καγκελάριος, ωστόσο, θα πρέπει να εμπνευστεί από τους εταίρους του στον [κυβερνητικό] συνασπισμό -συγκεκριμένα, τους Πράσινους και τους υπέρ των επιχειρήσεων Ελεύθερους Δημοκράτες- οι οποίοι θέλουν να κινηθούν πιο αποφασιστικά για να αποθαρρύνουν τις μεγάλες εταιρείες της Γερμανίας από το να εμβαθύνουν την εξάρτησή τους από την κινεζική αγορά και να αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη σαφήνεια τις απειλές του Πεκίνου προς την Ταϊβάν. Αυτοί οι εταίροι πιέζουν επίσης για έναν εξευρωπαϊσμό της γερμανικής πολιτικής για την Κίνα: ως πρώτο βήμα, αυτό θα απαιτούσε να συμπεριληφθούν εκπρόσωποι άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στις ετήσιες κινεζογερμανικές κυβερνητικές διαβουλεύσεις που φέρνουν σε επαφή τον Καγκελάριο και τους Γερμανούς Υπουργούς με τους Κινέζους ομολόγους τους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να βοηθήσουν με το να διατηρήσουν την πίεση προς την Γερμανία να μειώσει την κρίσιμη εξάρτηση από την Κίνα και προσφέροντας συνεργασία, για παράδειγμα, σε ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού για βασικές τεχνολογίες όπως οι ημιαγωγοί. Για να μειώσουν τις πολλαπλές πιέσεις στις ευρωπαϊκές οικονομίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν επειγόντως τις ανησυχίες της ΕΕ σχετικά με τις επιπτώσεις στρέβλωσης των επιδοτήσεων για τις τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο νόμο των ΗΠΑ για την Μείωση του Πληθωρισμού. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με το να χρησιμοποιηθεί όλη η ευελιξία που παρέχει η εφαρμογή του αμερικανικού νόμου περί Μείωσης του Πληθωρισμού για εξαιρέσεις για Ευρωπαίους συμμάχους.
Ο Scholz προειδοποίησε στο Foreign Affairs κατά της επιστροφής στο πρότυπο του Ψυχρού Πολέμου, υποστηρίζοντας ότι ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια πολυπολική εποχή που διαφέρει από εκείνη την περίοδο. Αυτός ο ισχυρισμός ισχύει και για την Γερμανία: η χώρα πρέπει να απορρίψει τις δικές της αυταπάτες σχετικά με τα διδάγματα του 1989. Αντί της «αλλαγής μέσω του εμπορίου», η Γερμανία -σε συνδυασμό με άλλους Δυτικούς εταίρους- θα πρέπει να εφαρμόσει μια προσέγγιση «ειρήνης μέσω της ισχύος» για την αντιμετώπιση της Ρωσίας και της Κίνας. Τέτοιες είναι οι πραγματικότητες ενός πιο συγκρουσιακού κόσμου.