Μετά από δεκαετίες αργοπορίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχει πλέον δυναμική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Τον Αύγουστο του 2022, το Κογκρέσο ψήφισε τον Νόμο για τη Μείωση του Πληθωρισμού, ένα νομοσχέδιο-ορόσημο που κατευθύνει πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια σε επιδοτήσεις και κίνητρα προς την παραγωγή καθαρής ενέργειας. [Το νομοσχέδιο] αυτό ακολουθεί νομοθεσία όπως ο Νόμος για την Δημιουργία Βοηθητικών Κινήτρων για την Παραγωγή Ημιαγωγών (Creating Helpful Incentives to Produce Semiconductors, CHIPS) και την Επιστήμη, και ο Νόμος για τις Επενδύσεις σε Υποδομές και την Απασχόληση (Infrastructure Investment and Jobs Act). Όλα [τα παραπάνω] περιλαμβάνουν επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια. Αλλού, χώρες όπως η Κίνα, η Ιαπωνία, και η Κορέα ανακοίνωσαν στόχους για καθαρές μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, εν τω μεταξύ, είναι εδώ και χρόνια πρωτοπόρος στην κλιματική αλλαγή, όπως αποδεικνύεται πιο πρόσφατα από τον Νόμο για το Ευρωπαϊκό Κλίμα, ο οποίος έθεσε ρητά τον στόχο να είναι ουδέτερη ως προς τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050.
Πρόκειται για ευπρόσδεκτη και καθυστερημένη πρόοδο. Ωστόσο, η εφαρμογή των σχεδίων για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου θα μπορούσε να παρεμποδιστεί εν μέρει από ένα υλικό εμπόδιο: την προμήθεια κρίσιμων ορυκτών όπως το λίθιο, το κοβάλτιο, το νικέλιο, και ο χαλκός που είναι απαραίτητα για τα συστήματα καθαρής ενέργειας. Αρκετά από αυτά τα ορυκτά και τα μέταλλα αποτελούν σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του κόστους των μπαταριών των ηλεκτρικών οχημάτων (electric vehicle, EV) και ο χαλκός είναι πανταχού παρών στην παραγωγή και τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας. Όλα αυτά θα χρειαστούν σε μεγάλες ποσότητες και η ζήτηση ξεπερνά την προσφορά.
Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να σκοπεύουν να αποκτήσουν αυτά τα ορυκτά είναι μυωπικός. Οι προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, υποδηλώνουν ότι η ενεργειακή πολιτική θα διαμορφωθεί από τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, στοχεύοντας στην ενίσχυση της εγχώριας ενεργειακής παραγωγής των ΗΠΑ, την βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας και της ανθεκτικότητας έναντι διαταραχών όπως ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, και το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαρτώνται λιγότερο από τις αλυσίδες εφοδιασμού που ελέγχονται από πιθανούς αντιπάλους.
Η προσέγγιση αυτή στοχεύει ευθέως στον συνεχιζόμενο οικονομικό πόλεμο με την Κίνα. Για να κερδίσουν την ενεργειακή μάχη του 21ου αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αποφύγουν την επανάληψη των πολιτικών λαθών των προηγούμενων εποχών και να επικεντρωθούν στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής και της προηγμένης βιομηχανίας στο εσωτερικό, δημιουργώντας παράλληλα ασφαλείς και ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού με συμμάχους -ακόμη και εχθρούς- στο εξωτερικό.
ΤΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΟ ΚΕΝΟ
Η μετάβαση σε μια οικονομία καθαρής ενέργειας θα απαιτήσει επενδύσεις επί δεκαετίες σε τεχνολογίες όπως η ηλιακή, η αιολική, η γεωθερμική, η πυρηνική [ενέργεια], και οι μπαταρίες. Όλη αυτή η υποδομή θα απαιτήσει τεράστιες ποσότητες ορυκτών ζωτικής σημασίας. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, το 2040 ο κόσμος θα χρειαστεί τέσσερις φορές περισσότερα κρίσιμα ορυκτά από όσα εξορύσσονται σήμερα, από περίπου επτά εκατομμύρια τόνους σε 28 εκατομμύρια τόνους. Μέχρι εκείνο το σημείο, οι ανάγκες της ενεργειακής μετάβασης θα καταναλώνουν το 40% της παγκόσμιας παραγωγής χαλκού, το 60% με 70% της παραγωγής νικελίου και κοβαλτίου, και σχεδόν το 90% της παραγωγής λιθίου. Για το λίθιο, η ζήτηση αναμένεται να είναι 13 φορές μεγαλύτερη το 2040 από όση το 2020. Τα τελευταία 5.000 χρόνια, η ανθρώπινη φυλή εξόρυξε 700 εκατομμύρια τόνους χαλκού. Αυτή είναι περίπου η ποσότητα που θα χρειαστεί τα επόμενα 22 χρόνια για να επιτευχθούν οι παγκόσμιοι στόχοι της ενεργειακής μετάβασης.
Αυτό το επίπεδο παραγωγής προμηθειών δεν υπάρχει ακόμη. Θα πρέπει να ανοίξουν νέα ορυχεία και να κατασκευαστούν βιομηχανικά συγκροτήματα επεξεργασίας και εξευγενισμού -αμφότερα εξαιρετικά δύσκολο να γίνουν με τους υφιστάμενους κανόνες αδειοδότησης. Οι υπάρχουσες εγκαταστάσεις, εξάλλου, βρίσκονται σχεδόν εξ ολοκλήρου εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών. Η παραγωγή κρίσιμων ορυκτών συγκεντρώνεται σε λίγες χώρες. Η Ινδονησία παράγει το 30% του παγκόσμιου νικελίου, και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό παρέχει το 70% του παγκόσμιου κοβαλτίου. Η επεξεργασία των κρίσιμων ορυκτών και η παραγωγή τελικών προϊόντων συγκεντρώνεται σε συντριπτική πλειοψηφία στην Κίνα, η οποία εξευγενίζει το 59% του παγκόσμιου λιθίου και σχεδόν το 80% του μεγαλύτερου μέρους των άλλων κρίσιμων ορυκτών, και κατέχει περισσότερα από τα τρία τέταρτα της παγκόσμιας προηγμένης παραγωγικής ικανότητας για μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντίθετα, παράγουν σχετικά ελάχιστα από τα περισσότερα από αυτά τα κρίσιμα ορυκτά και εξευγενίζουν ακόμη λιγότερα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπισαν ένα ανάλογο δίλημμα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Στην δεκαετία του 1970, η εγχώρια προσφορά πετρελαίου δεν μπόρεσε να συμβαδίσει με την ζήτηση, αναγκάζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες να βασίζονται στις εισαγωγές πετρελαίου. Το αραβικό πετρελαϊκό εμπάργκο του 1973-4 και τα διπλά σοκ στις τιμές του πετρελαίου το 1973 και το 1979 αποκάλυψαν ότι η εξάρτηση από τις υπερπόντιες προμήθειες θα μπορούσε να εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους για την ασφάλεια. Το 1980, ο πρόεδρος, Τζίμι Κάρτερ, έβαλε τις Ηνωμένες Πολιτείες να διασφαλίσουν το πετρέλαιο του Περσικού Κόλπου με στρατιωτική βία: οποιαδήποτε απειλή για την περιοχή, είπε, θα θεωρείτο «επίθεση στα ζωτικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών». Για 40 χρόνια, τα Στενά του Ορμούζ παρέμειναν ανοιχτά και το πετρέλαιο του Περσικού Κόλπου διοχετεύθηκε στις οικονομίες της Δύσης και της Ανατολικής Ασίας, τροφοδοτώντας την αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης πετρελαίου από 60 εκατομμύρια σε 100 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως.
Αλλά το λεγόμενο Δόγμα Κάρτερ ήταν προβληματικό διότι εν τέλει έμπλεξε τις Ηνωμένες Πολιτείες με αυταρχικά κράτη όπως η Σαουδική Αραβία, τα οποία δεν συμμερίζονται τα συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ. Οι πολλαπλές στρατιωτικές επεμβάσεις, ιδίως η εισβολή στο Ιράκ το 2003, κόστισαν τρισεκατομμύρια δολάρια και διατάραξαν περαιτέρω την εύθραυστη ασφάλεια της Μέσης Ανατολής.
Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες επανεξετάζουν την σχέση τους με τα πετροκράτη της Μέσης Ανατολής, ο ανταγωνισμός για τα κρίσιμα ορυκτά έχει φτάσει να αντικατοπτρίζει τον αγώνα του εικοστού αιώνα για το πετρέλαιο. Ο Λευκός Οίκος αντιλαμβάνεται τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής ασφάλειας ως συνδεδεμένα με τη νέα πραγματικότητα του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, με την Κίνα ως ξεκάθαρο ανταγωνιστή. Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας 2022 της κυβέρνησης Μπάιντεν το αποκάλυψε αυτό, καλώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν «καθαρή ματιά» όσον αφορά την αντιμετώπιση των προκλήσεων της «κλιματικής αλλαγής … της ενεργειακής ανεπάρκειας, ή του πληθωρισμού» μέσα σε ένα «ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον».
Ο ανταγωνισμός εκτείνεται πέρα από τον Ινδο-Ειρηνικό. Σε μια προσπάθεια να μειωθεί η εξάρτηση των ΗΠΑ από τις ξένες -ιδιαίτερα τις κινεζικές- αλυσίδες εφοδιασμού καθαρής ενέργειας, ο Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού προσφέρει επιδοτήσεις σε εγχώριες βιομηχανίες που αυξάνουν τις επενδύσεις στην παραγωγή και την κατασκευή προϊόντων ενεργειακής μετάβασης. Στην διάσκεψη για το κλίμα COP27 [1] τον Νοέμβριο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες κατήγγειλαν την πράξη ως προστατευτική και υποστήριξαν ότι οι επιδοτήσεις των ΗΠΑ προς τις δικές τους εγχώριες ενεργειακές βιομηχανίες παραβιάζουν τους όρους του καταστατικού χάρτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Οι ηγέτες της ΕΕ αμφισβητούν ιδιαίτερα μια διάταξη που υποστηρίζει την κατασκευή μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων, καθώς θα καταστήσει τα ευρωπαϊκά ηλεκτρικά οχήματα λιγότερο ανταγωνιστικά στην αγορά των ΗΠΑ.
Εν ολίγοις, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πλοηγηθούν στη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια εν μέσω αυξημένου γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να αναπτύξει μια στρατηγική για να αντιμετωπίσει πιθανούς αντιπάλους όπως η Κίνα, εχθρικές δυνάμεις όπως η Ρωσία, και συμμάχους όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς, και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
ΠΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΑΝΑΛΗΦΘΟΥΝ ΤΑ ΛΑΘΗ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
Για να επιτύχει αυτό το κατόρθωμα, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να αποφύγει τις αντιπαραγωγικές στρατηγικές της πετρελαϊκής εποχής και να υιοθετήσει μια διαφοροποιημένη προσέγγιση που θα συνδυάζει επιλογές εσωτερικής πολιτικής με μια ευέλικτη εξωτερική πολιτική. Ο στόχος θα πρέπει να είναι να οικοδομήσει μια ασφαλή θέση για την ίδια και τους συμμάχους της, να μειώσει την εξάρτηση από τις κινεζικές προμήθειες, και να αναγνωρίσει το ανταγωνιστικό περιβάλλον χωρίς να καταφύγει σε ωμή βία ή εθνικιστικές τάσεις.
Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επιταχύνουν την ανάπτυξη των δικών τους κρίσιμων ορυκτών πόρων. Η διαδικασία αυτή έχει ήδη ξεκινήσει: το Γραφείο Δανείων του Υπουργείου Ενέργειας, για παράδειγμα, έχει πραγματοποιήσει αρκετές επενδύσεις σε εταιρείες καθαρής ενέργειας που επικεντρώνονται στην επεξεργασία κρίσιμων ορυκτών. Για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες ενεργειακού εφοδιασμού, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Νόμο περί Αμυντικής Παραγωγής (Defense Production Act, DPA), τον οποίο το Κογκρέσο υιοθέτησε το 1950 για να εξασφαλίσει την διαθεσιμότητα βιομηχανικών πόρων κατά την διάρκεια του πολέμου της Κορέας. Ο DPA χρησιμοποιήθηκε την δεκαετία του 1950 για την ενίσχυση της αμερικανικής παραγωγής πετρελαίου και την επέκταση της δυναμικότητας των διυλιστηρίων. Θα μπορούσε να διαδραματίσει παρόμοιο ρόλο ετούτη την δεκαετία για την επέκταση των εγχώριων αλυσίδων εφοδιασμού, ιδίως για την εξόρυξη λιθίου και την κατασκευή ηλεκτρικών μπαταριών. Η διαδικασία αυτή βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Το 2020, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, χρησιμοποίησε τον DPA για να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή ορυκτών σπάνιων γαιών˙ πιο πρόσφατα, ο Μπάιντεν τον χρησιμοποίησε για να αυξήσει την παραγωγή ορυκτών για μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων και μπαταριών αποθήκευσης. Ο Μπάιντεν θα μπορούσε να βασιστεί σε αυτό το προηγούμενο και να εγκρίνει την ταχεία κατασκευή νέων ορυχείων, εξευγενιστηρίων, και κέντρων παραγωγής.
Για την περαιτέρω επέκταση της εξορυκτικής ικανότητας, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να απλοποιήσουν την διαδικασία αδειοδότησης νέων ορυχείων. Επί του παρόντος, η διαδικασία για την έναρξη λειτουργίας ενός νέου ορυχείου μπορεί να διαρκέσει δέκα έως 15 χρόνια. Επιπλέον, υπάρχει μόνο ένα ενεργό ορυχείο λιθίου στις Ηνωμένες Πολιτείες και περίπου 17.000 διεκδικήσεις αναζήτησης, ή άδειες αναζήτησης οικονομικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων ορυκτών. Μια ταχύτερη διαδικασία αδειοδότησης θα επέτρεπε την ταχεία αύξηση της εγχώριας κρίσιμης ικανότητας ορυκτών. Η συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες και τις φυλές των ιθαγενών Αμερικανών θα είναι απαραίτητη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο μιας νέας θεσμικής δομής ανάλογης με το πρώην Γραφείο Μεταλλείων, το οποίο διαλύθηκε το 1996, για να βοηθήσουν στην ταχεία προώθηση και στην παρακολούθηση της εγχώριας παραγωγής.
Δεύτερον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνεργαστούν με συμμάχους για την ανάπτυξη αλυσίδων εφοδιασμού για κρίσιμα ορυκτά. Αυτό περιλαμβάνει διμερείς συμφωνίες με προμηθευτές κρίσιμων ορυκτών. Η κυβέρνηση Μπάιντεν κάνει ήδη βήματα προς αυτή την κατεύθυνση: τον Δεκέμβριο, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, υπέγραψε μνημόνια κατανόησης με αξιωματούχους από την Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και την Ζάμπια, δύο μεγάλους παραγωγούς κοβαλτίου, καταδεικνύοντας την επιθυμία των Ηνωμένων Πολιτειών να εισάγουν μεγαλύτερες ποσότητες κοβαλτίου και άλλων ορυκτών για την κατασκευή μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εργαστούν μέσω της Σύμπραξης Ασφάλειας Ορυκτών Πόρων -ένα νέο σύμφωνο που περιλαμβάνει την Αυστραλία, τον Καναδά, την Γαλλία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες- για την χρηματοδότηση υπερπόντιων εξορυκτικών δραστηριοτήτων μέσω της Τράπεζας Εξαγωγών-Εισαγωγών.
Τρίτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να εργαστούν για την ρύθμιση των κρίσιμων αγορών ορυκτών, οι οποίες είναι επιρρεπείς σε συχνές εξάρσεις αστάθειας. Στις αρχές του 2022, μια έντονη έκρηξη κερδοσκοπίας ταρακούνησε την παγκόσμια αγορά νικελίου, στέλνοντας τις τιμές του νικελίου να ανεβούν πάνω από 100.000 δολάρια ανά τόνο -περίπου τρεις φορές την τιμή του προηγούμενου έτους- πριν το Χρηματιστήριο Μετάλλων του Λονδίνου αναγκαστεί να αναστείλει τις συναλλαγές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους πρέπει να εργαστούν για να θέσουν υπό έλεγχο τις κρίσιμες αγορές ορυκτών, επιτρέποντας στο κεφάλαιο να καλύψει την ζήτηση και διασφαλίζοντας ότι οι αυξήσεις των τιμών δεν θα διαταράξουν την παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση.
Για να εξασφαλίσουν το πετρέλαιο τον εικοστό αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες βασίστηκαν στην καταναγκαστική βία, αποσταθεροποιώντας πετρελαιοπαραγωγές περιοχές και επιβαρύνοντας τον εαυτό τους με στρατηγικά, οικονομικά, και πολιτικά βάρη. Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν πρέπει να ακολουθήσει ξανά αυτόν τον δρόμο. Η εργασία για την αύξηση της πρόσβασης των ΗΠΑ σε κρίσιμα ορυκτά τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό με την οικοδόμηση ποικίλων, ανθεκτικών, και ασφαλών αλυσίδων εφοδιασμού θα συμβάλει στην διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ παράλληλα θα αποτρέψει τον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής.