Τέτοια περίοδο πέρσι στην Ελλάδα, το κυρίαρχο πρόβλημα που συζητιόταν στα συνέδρια, μεταξύ ενεργειακών αναλυτών, αλλά και στο υπουργείο Ενέργειας ήταν εκείνο της έλλειψης δικτύων και έργων αποθήκευσης. Ο κλάδος των φωτοβολταϊκών έβγαινε από την περίοδο, όπου οι τιμές των υλικών είχαν φτάσει τα ύψη, εξαιτίας της πανδημίας και το κυριότερο πρόβλημα για την ανάπτυξη του κλάδου ήταν η έλλειψη ηλεκτρικού χώρου. Από τον Ιούνιο του 2023, εμφανιζόταν ως κυρίαρχο το πρόβλημα των περικοπών κάτι που αρνιόταν να δει κατάματα ένα μέρος της αγοράς.
Η εικόνα 12 μήνες μετά είναι πως η αγορά δεν έχει λάβει τα μηνύματα που ερχόντουσαν. Είναι ενδεικτικό πως το πρώτο τετράμηνο του έτους, σύμφωνα με πληροφορίες οι νέες εγκαταστάσεις είτε πρόκειται για εμπορικά, είτε για οικιακά έργα αγγίζουν περίπου τα 540MW. Ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με το net metering τα οικιακά και εμπορικά συστήματα αγγίζουν τα 130MW. Σύμφωνα με πληροφορίες στον κλάδο των φωτοβολταϊκών τα έργα που έχουν συνδεθεί το ίδιο διάστημα στον ΑΔΜΗΕ ανέρχονται σε 267MW και άλλα τόσα περίπου MW είναι στον ΔΕΔΔΗΕ. Όπως αναφέρουν πηγές της αγοράς η φετινή χρονιά θα έχει θετικό πρόσημο, με μια αύξηση 10%-15% στα νέα έργα σε σχέση με πέρσι. Η εκτίμηση, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, είναι πως μεγάλη ώθηση αναμένεται να δώσουν το επόμενο διάστημα μεγάλα έργα.
Επομένως, παρά τα «καμπανάκια» που χτυπάνε από τον Απρίλιο, όταν και καταγράφηκαν αρνητικές τιμές στο χρηματιστήριο ενέργειας τα έργα συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό. Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ξεκαθαρίζει σε όλους τους τόνους πως «οι ταρίφες έχουν τελειώσει», επομένως το επόμενο διάστημα στόχος είναι να προωθηθεί η αποθήκευση ενέργειας. Ένας τρόπος που θα γίνει αυτό είναι η τοποθέτηση συστημάτων αποθήκευσης πίσω από τους μετρητές των έργων. Μένει, έτσι, να φανεί εάν το ΥΠΕΝ θα προχωρήσει στην αναγκαία νομοθετική ρύθμιση, η οποία βέβαια θα προβλέπει το ύψος των εγκατεστημένων MW που θα μπορούν να ενταχθούν στο νέο αυτό καθεστώς. Μέχρι τότε, βέβαια, θα παραμείνει ανοιχτό «αγκάθι» το ζήτημα της υπερπροσφοράς ενέργειας, σε σχέση με τη μειωμένη ζήτηση ενέργειας.
Παρά το γεγονός, πως στην Ελλάδα τα υφιστάμενα έργα ΑΠΕ μαζί με εκείνα που έχουν κατατεθεί οριστικές προσφορές ενέργειας υπερβαίνουν τους στόχους του 2030 τα έργα συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό. Σύμφωνα με το δεκαετές πρόγραμμα του ΑΔΜΗΕ (2025-2034) «με βάση τα στοιχεία προκύπτει ότι εάν λογιστούν σωρευτικά οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις ΑΠΕ μαζί με όσα έργα έχουν κατοχυρώσει το δικαίωμα να συνδεθούν στο Δίκτυο και στο Σύστημα μέσω Οριστικών Προσφορών Σύνδεσης με το ΔΕΔΔΗΕ και τον ΑΔΜΗΕ αντίστοιχα, περιλαμβανομένου και του δυναμικού ΑΠΕ στα υπό διασύνδεση νησιά (Κυκλάδες, Κρήτη, Δωδεκάνησα, Β. Αιγαίο) το αποτέλεσμα περί τα 28 GW ισχύος υπερβαίνει ήδη το καταγεγραμμένο στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα στόχο για το 2030 (15,1 GW) και επιτυγχάνει τον στόχο για ΑΠΕ ισχύος 23,5 GW στην ηλεκτροπαραγωγή όπως αποτυπώνεται στο προσχέδιο της αναθεωρημένης έκδοσης του ΕΣΕΚ».
Δημήτρης Αβαρλής
Πηγή energygame.gr