Σε νέα δικαστική, πολιτική και δημοσιονομική περιδίνηση εισέρχεται το ασφαλιστικό και δη το συνταξιοδοτικό, μετά την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με την οποία οι συντάξεις των δικαστικών οφείλουν να επανέλθουν στα επίπεδα του 2012.
«Τα δικαστήρια δεν μπορούν να ασκούν δημοσιονομική πολιτική», έσπευσε να ξεκαθαρίσει ο υπουργός Εργασίας Αδωνις Γεωργιάδης, ενώ και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης αφού δήλωσε πως για την κυβέρνηση δεν υπάρχουν συνταξιούχοι δύο ή τριών ταχυτήτων, διευκρίνισε ότι δεν τίθεται θέμα σεβασμού συνολικά των αποφάσεων της Δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορά δύο προσφεύγοντες και μόνο αυτούς, άρα δεν προκύπτει ζήτημα επέκτασής της και κατά συνέπεια δημοσιονομικής ανησυχίας.
Είχαν προηγηθεί άλλωστε πηγές από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, σύμφωνα με τις οποίες αφενός ο θόρυβος που έχει δημιουργηθεί φαντάζει αναντίστοιχος με το περιεχόμενο της απόφασης, αφετέρου η τήρηση του προϋπολογισμού και ο δρόμος της δημοσιονομικής σταθερότητας αποτελούν αταλάντευτη προτεραιότητα για την κυβέρνηση.
Tον κίνδυνο εκτροχιασμού της εθνικής οικονομίας σε περίπτωση καταβολής αναδρομικών αυξήσεων σε όλους τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς αλλά και στους βουλευτές επισήμανε και ο κ. Γεωργιάδης. Ο υπουργός Εργασίας τόνισε ότι τα απαιτούμενα κονδύλια δεν υπάρχουν και εξέφρασε την πεποίθηση ότι οι δικαστές δεν επιθυμούν να χρεοκοπήσει η χώρα.
Ειδικοί στην κοινωνική ασφάλιση, βέβαια, επισημαίνουν ότι η απόφαση μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές παρενέργειες, καθώς ανοίγει τον δρόμο αν όχι για την καταβολή των αυξήσεων στο σύνολο των δικαστικών που έχουν αφυπηρετήσει, καθώς και για τους βουλευτές που έχουν παραιτηθεί του νόμιμου δικαιώματός τους (οι συντάξεις τους είναι συνδεδεμένες με αυτές των δικαστικών), για νέες προσφυγές και δικαστικές διεκδικήσεις. Και πλέον θα υπάρχει απόφαση τόσο του Μισθοδικείου όσο και του Ελεγκτικού Συνεδρίου που ήρθε να επιβάλει την αρχική απόφαση.
Η απόφαση ανοίγει ζήτημα και για τους συνταξιούχους βουλευτές, καθώς ήδη στο Συμβούλιο της Επικρατείας εκκρεμούν αιτήσεις για την καταβολή διαφορών από βουλευτικές αποζημιώσεις και αναμένεται να καταθέσουν αγωγές στα διοικητικά δικαστήρια, διεκδικώντας και αυτοί (πιθανόν και αναδρομικά) τις διαφορές των συντάξεών τους.
Η απόφαση ανοίγει ζήτημα και για τους συνταξιούχους βουλευτές.
Σε κάθε περίπτωση, όλες οι πλευρές τονίζουν πως θα περιμένουν το πλήρες σκεπτικό της απόφασης προκειμένου να διερευνηθεί το εύρος των συνεπειών της. Σύμφωνα με δικαστικούς κύκλους οι αυξήσεις στις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών μπορεί να φθάσουν έως και τα 1.200 ευρώ. Υπάρχουν μάλιστα και νομικοί που εκτιμούν πως η απόφαση ενδέχεται να αφήνει ανοικτό ακόμη και το θέμα επιστροφής μέρους των δώρων και επιδομάτων, που το 2012, έστω και περικομμένα, καταβάλλονταν με τις συντάξεις των δικαστικών. Οσο για τα αναδρομικά, σύμφωνα με πληροφορίες οι ίδιοι οι προσφεύγοντες δεν διεκδικούν αναδρομικά ποσά από το 2012 και μετά, αλλά από το 2022 όταν και έγινε η προσφυγή.
Η απόφαση βέβαια καθώς και ο τρόπος που αυτή θα αναγνωστεί και θα γίνει σεβαστή από την κυβέρνηση ενδέχεται να δημιουργήσει και νέες προστριβές του οικονομικού επιτελείου με τα συνδικάτα και τους εκπροσώπους των συνταξιούχων.
Είναι ενδεικτική η αντίδραση της ΑΔΕΔΥ, που με τη φράση «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει» τονίζει ότι η απόφαση αποτελεί πρόκληση για το σύνολο των εργαζομένων της χώρας μας, των οποίων οι προσφυγές στα δικαστήρια για τις περικοπές των μνημονίων, την κατάργηση του 13ου και του 14ου μισθού και τη δραματική μείωση των συντάξεων απορρίπτονται σωρηδόν. Η ΑΔΕΔΥ κάλεσε την κυβέρνηση να μην προχωρήσει σε καμία επιλεκτική αύξηση συντάξεων, παρά μόνο σε συνολική, στο πλαίσιο της ίσης και δίκαιης αντιμετώπισης όλων των Ελλήνων πολιτών.
kathimerini.gr