Οι ελληνοτουρκικές διαφορές και η στάση εταίρων και συμμάχων ήταν το θέμα που κυριάρχησε στη συνέντευξη, στο 1ο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη, που απάντησε όμως και στο ερώτημα αν η χώρα μας έχει στείλει επιπλέον όπλα στην Ουκρανία.
Εν πρώτοις, ο υπουργός Επικρατείας κατέγραψε τη «μεγάλη αμηχανία εκ μέρους της Τουρκίας», μια αμηχανία που σχετίζεται, όπως είπε, «με την εξαιρετική παρουσία του πρωθυπουργού στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις πολύ σημαντικές επαφές που είχε, την γενικότερη παράσταση την οποία αποκόμισαν οι Αμερικανοί από τον πρωθυπουργό, όλη την κεφαλαιοποίηση από την ελληνική διπλωματία. Εμείς δεν πρόκειται να ετεροκαθοριστούμε, η διπλωματία μας στηρίζεται σε αρχές, δεν πρόκειται, προφανώς, να μπούμε σε αντιπαράθεση δηλώσεων με την ηγεσία της Τουρκίας, έχει ήδη τοποθετηθεί ο υπουργός Εξωτερικών».
Και, με μεγαλύτερη έμφαση στη συνέχεια, «είμαστε απολύτως έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε μορφή λεκτικής ή άλλης, επίθεσης», με άλλα λόγια, όπως εξειδίκευσε στην επόμενη φράση του, «και στο πεδίο είτε πρόκειται για μορφές υβριδικού πολέμου, όπως ήταν αυτές που βιώσαμε το 2020 με την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού είτε οποιαδήποτε άλλη πρόκληση από την Τουρκία, από ξηρά, θάλασσα ή αέρα. Είμαστε σε εξαιρετική κατάσταση, και διπλωματική και επιχειρησιακή, κοιτάμε να έχουμε μια στιβαρή διπλωματία, μια εξίσου στιβαρή εθνική άμυνα», ξεκαθάρισε επίσης.
Στο ερώτημα αν κατά την άποψή του, Ο Ρ. Τ. Ερντογάν παζαρεύει με τη Δύση ή στήνει σκηνικό έντασης, απάντησε ότι «η στάση την οποία τηρεί η Τουρκία είναι μια στάση από την οποία δεν μπορεί να αποκομίσει οφέλη, τηρεί επαμφοτερίζουσα στάση τόσο στο θέμα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ όσο και σε εκείνο της ρωσικής εισβολής». Κατά συνέπεια, συμπλήρωσε, είναι κοινή αντίληψη ποιος στην ανατολική Μεσόγειο υποστηρίζει την ελευθερία και τη δημοκρατία με συνέπεια και σθένος, και ποιος όχι.
Στο θέμα δε, αν η ελληνική κυβέρνηση έμεινε ικανοποιημένη από τη χθεσινή αντίδραση των Βρυξελλών, απάντησε ως εξής: «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τοποθετήθηκε κατηγορηματικά», είπε και διευκρίνισε ότι «σε κάθε περίπτωση ισχύουν οι τελευταίες δηλώσεις, οι οποίες μπορεί και να παρεμβαίνουν και διορθωτικά στις αρχικές (δηλώσεις). Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδεικνύει απόλυτη στήριξη και αλληλεγγύη στην Ελλάδα και την Κύπρο», τόνισε προσθέτοντας ότι «για να μπορέσει να υπάρξει ασφάλεια στην περιοχή θα πρέπει πρώτα να υπάρχει μια κοινή βάση κατανόησης που δεν μπορεί να είναι άλλη από την τήρηση των κανόνων διεθνούς δικαίου». Όταν δε, «η Ελλάδα βρίσκεται στο πλευρό του διεθνούς δικαίου, όχι με λόγια αλλά με έργα, και από την άλλη πλευρά, η Τουρκία επιδίδεται σε πράξεις και βερμπαλισμούς, οι οποίοι απομειώνουν την ισχύ του διεθνούς δικαίου, είναι προφανές ποια στάση θα τηρήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση», δήλωσε.
Σε ό,τι αφορά τη στάση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, εκεί τα πράγματα είναι πιο σαφή, κατά τον υπουργό Επικρατείας: η Τουρκία αποτελεί μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά οι ιδρυτικές συνθήκες της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας είναι σαφείς στην περίπτωση που κάποιος επιβουλεύεται την κυριαρχία κράτους-μέλους.
«Είναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις», επεσήμανε εξάλλου, και ανατρέχοντας στις δηλώσεις του Προέδρου των ΗΠΑ, στη συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό, υπογράμμισε ότι «ο σεβασμός των συμμάχων των ΗΠΑ είναι δεδομένος όσον αφορά την κυριαρχία και τα κυριαρχικά τους δικαιώματα». Υπάρχει, άλλωστε, συμπλήρωσε, κάτι υπογεγραμμένο, και το οποίο συνιστά διεθνή υποχρέωση των ΗΠΑ στο πλαίσιο της αμυντικής συμφωνίας για την παροχή αμοιβαίας συνδρομής.
Στο θέμα του ελληνοτουρκικού διαλόγου, υπό τις τρέχουσες συνθήκες δεν μπορεί να υπάρξει παραγωγικός διάλογος, υποστήριξε χαρακτηρίζοντας «αυτονόητο» ότι την ίδια στιγμή που «έχουμε βεβήλωση μνημείων, υπερπτήσεις πάνω από ελληνικό χώρο κυριαρχίας και εμπρηστικές δηλώσεις, διάλογος που θα φέρει αποτελέσματα, δεν μπορεί να υπάρξει».
Παρά ταύτα, «είμαστε δεδομένα, σταθερά, πάγια υπέρ του διαλόγου και το έχουμε αποδείξει και σε τεχνικό επίπεδο και για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και κατά τη συνάντηση που είχαν οι δύο ηγέτες», ανέφερε με την αναγκαία διευκρίνιση, ξανά, ότι διάλογος ουσίας με εμπρηστική ρητορική – επιθετικές ενέργειες και χωρίς κοινή βάση διεθνούς δικαίου, δεν μπορεί να υπάρξει.
Το ελληνοτουρκικό ζήτημα εξ ορισμού δεν είναι διμερές, εξ ορισμού ασκεί επιρροή σε μια ευρύτερη και ευαίσθητη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, επιχειρηματολόγησε επιπλέον, με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι «αυτό έχει ήδη αναγνωριστεί, η ΕΕ με πάρα πολύ σαφείς πράξεις και αναφορές έχει αναβαθμίσει τα ζητήματα της κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου, σε ένα ζήτημα της ίδιας της ΕΕ. Θύμισε εξάλλου στο σημείο αυτό και την παρουσία της ηγεσίας των ευρωπαϊκών θεσμών στον Έβρο στην προηγούμενη κρίση.
Στο θέμα δε, των τελευταίων ημερών, τις μεταναστευτικές ροές, ο Γ. Γεραπετρίτης δήλωσε: «Έχουμε αύξηση των ροών, δηλαδή των επιχειρήσεων που γίνονται συντονισμένα από την πλευρά, όχι κατ’ ανάγκην της οργανωμένης κρατικής εξουσίας στην Τουρκία, αλλά των οργανωμένων κυκλωμάτων εμπορίας ανθρώπων». Ενώ σε μια αναδρομή στο παρελθόν, το 2020 συγκεκριμένα, «είχαμε δεδομένα οργανωμένες κινήσεις εκ μέρους της γείτονος στα σύνορά μας». Ξεκαθάρισε όμως ότι «αυτό δεν πρόκειται να το επιτρέψουμε να συμβεί. Εξακολουθούμε να φυλάμε με σθένος τα ελληνικά σύνορα, που είναι και ευρωπαϊκά σύνορα», υπογραμμίζοντας ταυτοχρόνως την «πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη» προς τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Για τα F-35, αφού έκανε λόγο για πρόγραμμα δεκαετίας, έκανε γνωστό ότι θα περάσει και από την Βουλή των Ελλήνων, έτσι ώστε να υπάρξει στην Επιτροπή Εξωτερικών και ‘Αμυνας η αναγκαία ενημέρωση και, εφόσον χρειαστεί, και στην Ολομέλεια. Με την εκτίμηση επίσης ότι η πρώτη φάση συζήτησης θα ξεκινήσει εντός του 2022, τόνισε κλείνοντας ότι το F-35 αλλάζει τους συσχετισμούς και λειτουργεί τελείως αποτρεπτικά.
Δεν έχουν σταλεί άλλα όπλα
Στο ερώτημα εάν εστάλησαν επιπλέον όπλα στην Ουκρανία, ο υπουργός Επικρατείας δήλωσε: «Δεν έχουν σταλεί περαιτέρω όπλα, περαιτέρω οπλισμός, σε σχέση με τον αρχικό μας σχεδιασμό. Προφανώς υπάρχει η χρήση των αναγκαίων αναλωσίμων, των εφοδίων για τα όπλα που έχουμε στείλει».
Αναφέρθηκε, όμως, και στη «μεγάλη εικόνα», όπως είπε: «Η Ελλάδα στέκεται μαζί με την ελευθερία και τη δημοκρατία απέναντι στην επίθεση που δέχεται η Ουκρανία, είμαστε μαζί με όλη τη Δύση […] αν βρεθείς σε μια κρίσιμη φάση και θες να σε βοηθήσουν, θα πρέπει και εσύ να είσαι διατεθειμένος να σταθείς απέναντι στις χώρες του επιθετικού αναθεωρητισμού».
Και χωρίς να κρύψει τον προβληματισμό του και το σοκ, όπως είπε, για το «πόσο προσπαθούμε να εξαγάγουμε προβλήματα από εκεί που δεν υπάρχουν», επέμεινε: «Αν θέλουμε να καταστεί η χώρα μας ο παρίας του φιλελεύθερου κόσμου, ας το αποφασίσουμε και ας σταματήσουμε. Η δική μας διακυβέρνηση είναι πάρα πολύ ξεκάθαρη».
Αλλάζοντας θέμα, και στο ερώτημα αν επίκειται περαιτέρω οικονομική στήριξη, ο υπουργός Επικρατείας ανέφερε: «Δεν υπάρχει για την ώρα σκέψη για επέκταση/ενδυνάμωση των σχετικών μέτρων. Οι Έλληνες πολίτες να γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να φερθούμε με τρόπο απερίσκεπτο, την απερισκεψία περί τα δημοσιονομικά την έχουμε πληρώσει πολύ κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διακυβέρνησης. Θα στηρίζουμε σημειακά τους ευάλωτους συμπολίτες μας που πραγματικά υποφέρουν από τον πληθωρισμό, ο οποίος παράγεται από το ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον».
Επικαλούμενος, μάλιστα, την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «η Ελλάδα έχει επενδύσει διπλάσιους πόρους σε σχέση με το μέσο όρο στην Ευρώπη για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Αυτό έχει καταστεί δυνατό γιατί τα δημοσιονομικά μας (σσ έσοδα) πήγαν καλά το τέλος του 2021 και το α’ τρίμηνο του 2022», εξήγησε. Μίλησε, όμως, και για την αρχική έγκριση που έλαβε ο υπουργός Περιβάλλοντος από την Επίτροπο Ενέργειας για το πρόγραμμα διπλής παρέμβασης που η κυβέρνηση σχεδιάζει από την 1η Ιουλίου, σε συνδυασμό με τα μέτρα που εφαρμόζονται ήδη ή θα εφαρμοσθούν άμεσα. Για να συμπεράνει, «διατηρούμε μια σχετική αισιοδοξία ότι θα μπορέσουμε να συγκρατήσουμε αυτού του τύπου τις αυξήσεις». Ασφαλώς, πρόσθεσε, «είναι μια δέσμη που προφανώς δεν μπορεί να εξαλείψει όλες τις αυξήσεις, μπορεί όμως, να διαχειριστεί ένα μέρος των αυξήσεων αυτών προς όφελος των Ελλήνων καταναλωτών».
Και, κλείνοντας με το ερώτημα περί πρόωρων εκλογών, ο υπουργός Επικρατείας δήλωσε: «Θα εξαντλήσουμε τον προβλεπόμενο συνταγματικό χρόνο, δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή κανένας λόγος να διαταραχθεί η πορεία της χώρας, η οποία πηγαίνει καλά».