Πανδημία και εμβόλιο, Σύνοδος Κορυφής και οι σχέσεις με την Τουρκία και τη Βόρεια Μακεδονία, αλλά και το περιστατικό στην Ιερά Σύνοδο, βρέθηκαν στο «μενού» της ραδιοφωνικής συνέντευξης του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη στο σταθμό «Παραπολιτικά 90,1».
«Αυτήν τη στιγμή δεν έχουμε απαλλαγεί από την πανδημία, εξακολουθούμε να τηρούμε πιστά τα μέτρα πρόληψης και προφύλαξης, πρέπει να είμαστε πολύ σχολαστικοί», ήταν το εισαγωγικό σχόλιο του υπουργού Επικρατείας για τον κορονοϊό, με την ταυτόχρονη επισήμανση – μήνυμα, «υπάρχουν οι μεταλλάξεις που μπορούν να διαμορφώνουν δυναμικά το φαινόμενο, εμβολιαζόμαστε». Ενώ με αφορμή και τα μέτρα χαλάρωσης που ισχύουν από σήμερα, θύμισε ότι «η μάσκα δεν θα είναι το αναγκαίο αξεσουάρ των πολιτών μόνο στον υπαίθριο χώρο και όπου δεν υπάρχει συγχρωτισμός».
«Πρέπει να κατανοήσουμε όλοι», ζήτησε εξάλλου, «ότι αν δεν εμβολιαστούμε, δεν θα απαλλαγούμε από αυτήν τη μέγγενη. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να κερδίσουμε τη ζωή μας όπως την γνωρίσαμε, είναι να εμβολιαστούμε. Και οι συμπολίτες μας οι οποίοι, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, επιδεικνύουν δυσπιστία στο εμβόλιο, να πεισθούν και να έλθουν στον εμβολιασμό. Δεν το επιτρέπει ούτε η κοινωνία ούτε και η γενικότερη κατάσταση της πατρίδας μας το να μπορούμε να έχουμε αυτή τη στιγμή μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού ανεμβολίαστο», τόνισε χαρακτηριστικά.
Ενώ επικαλέστηκε το επιχείρημα, ότι «περισσότερο από το 95% όσων μπαίνουν στα νοσοκομεία και το 100% των ανθρώπων που χάνουν τη ζωή τους είναι ανεμβολίαστοι». Για να καταλήξει, «η κυβέρνηση θα κάνει ό,τι πρέπει έτσι ώστε να δοθούν κίνητρα να πεισθούν οι συμπολίτες μας, να υπάρχουν διευκολύνσεις προς τους εμβολιασμένους και στη συνέχεια όλοι μαζί ως κοινωνία να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο».
Κληθείς να σχολιάσει τα σενάρια για φθινοπωρινή επιστροφή της πανδημίας, απάντησε πως «προφανώς υπάρχει σχέδιο για την περίπτωση κατά την οποία θα υπάρξουν εξάρσεις», με τη διευκρίνιση ότι μιλάμε για σημειακές και τοπικές παρεμβάσεις, αντιθέτως «η περίπτωση καθολικών απαγορεύσεων δεν υπάρχει». Για το παράδειγμα του ιδιοκτήτη εστιατορίου που θα επιτρέπει την είσοδο μόνο σε εμβολιασμένους πελάτες, ο Γ. Γεραπετρίτης είπε, ότι, κατά τη νομική άποψή του, «δεν υπάρχει πρόβλημα συνταγματικότητας», ενώ γνωστοποίησε ότι θα έλθει ένα συνολικό πλέγμα διατάξεων, στον καμβά της πρότασης της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής.
Με δεδομένο εξάλλου ότι το φαινόμενο είναι «πάρα πολύ δυναμικό» και το προβλεπτικό μοντέλο «δεν μπορεί να φθάσει τόσο μακριά» αφενός, ότι «οι εμβολιασμένοι καλύπτονται κατά βάση από τις όποιες μεταλλάξεις του ιού, άρα δεν διατρέχουν μείζονα κίνδυνο» αφετέρου, ο υπουργός Επικρατείας συμπέρανε: «όσο μεγαλύτερο τείχος ανοσίας δημιουργείται από τους εμβολιασμένους, τόσο ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες να έχουμε οριζόντια μέτρα».
«Κατάκτηση της ελληνικής διπλωματίας»
Αλλάζοντας θέμα και με αφορμή τη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο υπουργός Επικρατείας υπογράμμισε ότι «θα πρέπει να συζητούν οι δύο ηγέτες γειτονικών χωρών», άλλωστε, πρόσθεσε, «ποτέ από ένα ενεργό δίαυλο επικοινωνίας δεν έχει προκύψει ζημιά». Με αυτά τα δεδομένα, «αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε την καλή γειτονία σε σχέση με τη ζημιά που έχει επέλθει το τελευταίο διάστημα από εχθρικές ενέργειες εκ μέρους της γείτονος (…) θα πρέπει να αποκατασταθούν δίαυλοι επικοινωνίας».
Κατά τον υπουργό Επικρατείας, «η ελληνική Πολιτεία ασκεί μια πολύ συγκροτημένη εξωτερική πολιτική, ο υπουργός Εξωτερικών σε συνέργεια με τις εντολές του πρωθυπουργού έχει δημιουργήσει πολύ μεγάλα διπλωματικά ερείσματα, περιφερειακά και οικουμενικά», και, βεβαίως, «πλέον συζητείται το θέμα των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας ως ζήτημα που αφορά πρωτίστως την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή ως ευρωτουρκικό ζήτημα -κι αυτό ήταν μια σημαντικότατη κατάκτηση της ελληνικής διπλωματίας». Πάντως, όπως διευκρίνισε, δεν είναι σε θέση να διερμηνεύσει τις τελευταίες κινήσεις της γείτονος, εάν, δηλαδή, «είναι μια γνήσια διάθεση εκ μέρους της τουρκικής πλευράς όπως εμφανίζεται το τελευταίο διάστημα».
Ξεχωριστή αναφορά για την Κύπρο, που «αποτελεί ένα τεράστιο ζήτημα αυτή τη στιγμή, ένα ζήτημα πολύ μεγάλης ευαισθησίας για όλο τον ελληνισμό. Δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης αποκατάσταση αν δεν αποσυρθούν οι σκέψεις και τα σχέδια που έχουν διατυπωθεί για οριστική διχοτόμηση», σημείωσε επ’ αυτού.
Ζ. Ζάεφ και Μνημόνια
Σε ένα άλλο θέμα της εξωτερικής πολιτικής, αυτό των σχέσεων με τη Βόρεια Μακεδονία, ερωτηθείς για ενέργειες της άλλης πλευράς τις τελευταίες ημέρες, ο υπουργός Επικρατείας έκανε λόγο για «επέκεινα της κακότεχνης, κατά τη γνώμη μου, Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία έχει αφήσει πάρα πολλά γκρίζα σημεία και τα οποία επιτρέπουν στους γείτονες να ερμηνεύουν κατά το δοκούν και να επιδεικνύουν αυτές τις διαθέσεις. Διαθέσεις, οι οποίες καθόλου δεν συνάδουν με το πνεύμα αμοιβαιότητας και καλής γειτονίας, πέρα και πάνω και από αυτή καθεαυτή τη Συμφωνία».
Σε κάθε περίπτωση, «η Συμφωνία αυτή είναι μέρος του Διεθνούς Δικαίου, δεν μπορεί να αλλάξει ούτε με νόμο μονομερώς από το ένα κράτος, άρα οφείλουμε να την τηρούμε και να την σεβόμαστε. Αυτό ισχύει και για τα δύο μέρη. Θα πρέπει να δείχνουμε καλή διάθεση ούτως ώστε να εμπεδωθεί το πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης», διεμήνυσε επίσης και πρόσθεσε, με κατηγορηματικό τρόπο, «με τα γεγονότα των τελευταίων ημερών συνέβη το ακριβώς αντίθετο: η όποια καχυποψία καλλιεργείται από τέτοιου τύπου γεγονότα, τα οποία ανάγονται μάλιστα στο ύψιστο επίπεδο» (σ.σ. από τον πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας).
Ερωτηθείς για το χρόνο υπογραφής των σχετικών μνημονίων, απάντησε ότι «η κύρωση από την ελληνική Βουλή θα γίνει κατά το χρόνο που θα επιλέξει η ελληνική κυβέρνηση. Θα γίνει εν ευθέτω χρόνω, πάντως σε χρόνο κατά τον οποίο θα έχει εδραιωθεί μια αμοιβαία εμπιστοσύνη και θα απέχουμε από ενέργειες που μπορούν να δυναμιτίσουν το κλίμα, όπως συνέβη με την παρούσα κατάσταση».
Έκανε μάλιστα λόγο για ζήτημα το οποίο «δημιουργεί ένα σημαντικό ρήγμα εμπιστοσύνης», εκτίμησε πάντως ότι «θα αποκατασταθεί το κλίμα. Ακόμη και αν πρόκειται για γλωσσικό ολίσθημα, μπορεί να χρειαστεί ένας χρόνος για να αποκατασταθεί η κατάσταση. Όταν συμβεί αυτό, θα επανέλθουμε για τα περαιτέρω».
Ενώ θύμισε στη συνέχεια, ότι «ομονοούσα η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας έχει αναπτύξει μια πολύ συγκεκριμένη στάση, η οποία ανάγεται και στην προηγούμενη διακυβέρνηση. Έχει τοποθετηθεί η Νέα Δημοκρατία σε σχέση με την Συμφωνία των Πρεσπών» και, ερχόμενος στο σήμερα, «πεποίθησή μου είναι ότι για λόγους όχι μόνο θεσμικής νομιμότητας που ανάγεται στις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας – έστω και αν έχουν συναφθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση – όταν υπάρξουν οι συνθήκες εκείνες που θα εμπεδώσουν εμπιστοσύνη και κατανόηση, θα είναι ομονοούσα η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας».
«Μεταρρυθμίσεις που αλλάζουν τη φυσιογνωμία της χώρας»
Στο ερώτημα περί ανασχηματισμού, ο υπουργός Επικρατείας απάντησε ως εξής: «Η κυβέρνηση βρίσκεται σε πολύ κρίσιμη καμπή. Χθες είχαμε ένα Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο ασχολήθηκε με τεράστιες μεταρρυθμίσεις και οι οποίες αλλάζουν τη φυσιογνωμία της χώρας, την φέρνουν πολύ πιο μπροστά. Έχουμε σημαντικά ζητήματα να διαχειριστούμε που έχουν να κάνουν με το Ταμείο Ανάκαμψης, σημαντικοί πόροι θα εισρεύσουν». Τούτων δοθέντων και με την πρόσθετη παρατήρηση ότι «το κυβερνητικό σχήμα είναι σχετικώς νωπό», το συμπέρασμα είναι ότι «η κυβέρνηση προχωράει, η ελληνική κοινωνία έχω την αίσθηση ότι εισπράττει τον επαγγελματισμό της ελληνικής κυβέρνησης, δεν υπάρχει κανένας λόγος να συζητούμε σήμερα για ανασχηματισμό».
Με αφορμή, τέλος, το περιστατικό στην Ιερά Σύνοδο αλλά και άλλες ειδήσεις του αστυνομικού δελτίου, ο Γ. Γεραπετρίτης έκανε λόγο για περιπτώσεις που «έχουν πάρα πολύ μεγάλη ποινική και κοινωνική απαξία όχι μόνο για καθεαυτό το έγκλημα όσο και για τον τρόπο με τον οποίο τελείται (…) δεν αποκλείω, διαισθητικά περισσότερο, να διανύουμε μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι επειδή για μακρό χρόνο έχουν στερηθεί ένα κομμάτι των ελευθεριών τους, βρίσκονται υπό τεράστια πίεση. Αυτό όμως δεν μπορεί υπό καμία εκδοχή να δικαιολογεί τέτοιου τύπου αποτρόπαιες πράξεις», ξεκαθάρισε και έκλεισε λέγοντας, «είναι αυτονόητο ότι θα εξαντληθεί η προβλεπόμενη εκ του νόμου ποινική διαδικασία ούτως ώστε να αποδοθούν ευθύνες».