Συνέντευξη παραχώρησε στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης.
Εκεί έδωσε απαντήσεις στον πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης – υπουργό Ευάγγελο Βενιζέλο, καθώς επίσης και για το θέμα που ανέκυψε με το βουλευτή Κωνσταντίνο Μπογδάνο, όπως και σε εκείνο των μνημονίων με τη Βόρεια Μακεδονία.
Αναλυτικά, και μετά τη γενική τοποθέτηση, «ο φασισμός δεν μπορεί παρά να καταδικάζεται από όλο το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία», υπενθυμίζει όλες εκείνες τις δράσεις που είχαν αναπτύξει οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας κατά της Χρυσής Αυγής: «Ιδιαιτέρως οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας έχουν δώσει απτά δείγματα γραφής στην καταπολέμηση αυτής της βαριάς κοινωνικής παθολογίας. Το 2013 αποκλείστηκε νομοθετικά η κρατική χρηματοδότηση της Χρυσής Αυγής. Το ίδιο έτος συνελήφθησαν ηγετικά της μέλη, 7 εκ των οποίων καταδικάστηκαν το 2020 για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης».
Επιπροσθέτως, «τον Ιούνιο του 2021, με τη δημιουργική συμβολή και της αντιπολίτευσης, έκλεισαν περαιτέρω πολιτικά και νομικά παράθυρα για το μέλλον: καθιερώθηκε ασυμβίβαστο καταδικασθέντος για σοβαρά εγκλήματα να κατέχει επιτελική θέση σε πολιτικό κόμμα και απαγορεύθηκαν η ιδιωτική χρηματοδότηση κομμάτων, η ραδιοτηλεοπτική προβολή κατά την προεκλογική περίοδο και η υπαίθρια προβολή πολιτικών μηνυμάτων σε κόμματα που έχουν καταδικασθέντες σε επιτελική θέση. Πρέπει, πάντως, όλοι να αγρυπνούμε, διότι δυστυχώς ο φασισμός είναι βάκιλος που αναζητά συνθήκες να ευδοκιμήσει», είναι το μήνυμα του υπουργού Επικρατείας, με την ταυτόχρονη επισήμανση, «όπως, βεβαίως, οφείλουμε όλοι να συμφωνήσουμε στο αυτονόητο, ότι δηλαδή η βία, από όπου και αν προέρχεται, δεν μπορεί να γίνει δεκτή σε ένα ευνομούμενο κράτος δικαίου».
Στο θέμα της διαγραφής του βουλευτή Κωνσταντίνου Μπογδάνου, ειδικότερα αν είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο επιστροφής του στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ., ο υπουργός Επικρατείας απαντά:
«Η συζήτηση, θα μου επιτρέψετε να πω, είναι εντελώς άκαιρη. Ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας ενήργησε με εξαιρετικά γρήγορα αντανακλαστικά και έθεσε τον κύριο Μπογδάνο εκτός κοινοβουλευτικής ομάδας. Με τον τρόπο αυτό, αποδεικνύεται ότι τηρούνται στη Νέα Δημοκρατία αυστηρά οι κανόνες κοινοβουλευτικής δεοντολογίας. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με άλλους πολιτικούς σχηματισμούς, όπως κατεξοχήν η αξιωματική αντιπολίτευση που ανέχεται συχνά επιθετικό και μισαλλόδοξο λόγο από βουλευτές και μέλη της χωρίς καμία συνέπεια. Πριν την κριτική, καλό είναι να γίνεται αυτοκριτική», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ενώ στην κριτική του πρώην αντιπροέδρου της κυβέρνησης και υπουργού, Ευάγγελου Βενιζέλου, για τα θύματα της πανδημίας, ο Γ. Γεραπετρίτης σημειώνει: «Είναι πολύ δυσάρεστο να χάνονται ανθρώπινες ζωές, και μάλιστα εξαιρετικά άδικα, δεδομένου ότι ποσοστό μεγαλύτερο από 90% όσων μπαίνουν σε εντατικές και καταλήγουν είναι ανεμβολίαστοι συμπολίτες μας. Για να έχουμε αντικειμενική και σφαιρική εικόνα θα πρέπει να ανατρέχουμε στα δεδομένα των ευρωπαϊκών οργανισμών, τα οποία προφανώς δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Η Ελλάδα, καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας και έως σήμερα, βρίσκεται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε απώλειες, ήτοι στη 17η θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (https://www.ecdc.europa.eu/en/cases-2019-ncov-eueea)».
Συμπερασματικώς, «αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει ελάχιστη υπερβάλλουσα θνησιμότητα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, δηλαδή περίπου ο ίδιος αριθμός θανάτων κατ’ έτος, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες που πράγματι φαίνεται να έχουν πληρώσει μεγάλο υπερβάλλον τίμημα σε ανθρώπινες ζωές (https://www.euromomo.eu). Σήμερα, πρωτίστως λόγω του εμβολιασμού, με ανοιχτή την κοινωνία και την οικονομία, η επιβάρυνση του συστήματος υγείας είναι συνολικά μειωμένη κατά δύο τρίτα σε σχέση με την άνοιξη. Καλοδεχούμενη η κριτική, θα ήταν όμως πιο παραγωγική εάν στηριζόταν σε επαρκή τεκμηρίωση», επισημαίνει επί λέξει.
Τέλος, για το θέμα της κύρωσης των μνημονίων με τη Βόρεια Μακεδονία, ο υπουργός Επικρατείας αναπτύσσει τη σαφή, όπως την χαρακτηρίζει, θέση της κυβέρνησης, που άλλωστε, όπως υπενθυμίζει, είχε διατυπωθεί «όταν ακόμη υπήρχε δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης». Η συνθήκη των Πρεσπών είχε «επιζήμια χαρακτηριστικά, εντούτοις, κυρώθηκε από τη Βουλή και σήμερα έχει υπερνομοθετική ισχύ. Το Σύνταγμα δεν επιτρέπει την κατάργηση του νόμου αυτού και η χώρα μας οφείλει να σεβαστεί τις διεθνείς της δεσμεύσεις».
Και, στη συνέχεια, «διατηρούμε, όμως, τη δυνατότητα αυστηρής παρακολούθησης της εφαρμογής της συνθήκης και δεν θα ανεχθούμε αρνητικές μονομερείς ενέργειες από την πλευρά του αντισυμβαλλόμενου μέρους. Υπό το πρίσμα αυτό, τα μνημόνια θα έλθουν προς κύρωση στη Βουλή σε χρόνο που θα επιλεγεί ως πλέον κατάλληλος. Δεν θεωρώ δε ότι θα υπάρξει ζήτημα συνοχής της κοινοβουλευτικής ομάδας», εκτιμά κλείνοντας.