Για απόπειρα συκοφάντησης του ιδίου και «τιμωρίας» της κυβέρνησης Σημίτη, με στόχο την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων κάνει λόγο ο πρώην υπουργός, Γιάννος Παπαντωνίου, αναφορικά με την πρόταση των Κοινοβουλευτικών Ομάδων ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για την σύσταση προανακριτικής επιτροπής σχετικά με την διαχείριση των εξοπλιστικών προγραμμάτων κατά τη θητεία του στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Στο τετρασέλιδο υπόμνημα που απέστειλε στη Βουλή, ενόψει της αυριανής συζήτηση στην Ολομέλεια, ο κ. Παπαντωνίου προχωρά σε έναν μίνι απολογισμό των «επιτυχιών» (κατά τον ίδιο) της κυβέρνησης Σημίτη, με επίκεντρο την είσοδο της χώρας στο ευρώ, εκτιμώντας ότι αυτή είναι μεταξύ άλλων η αιτία που του «επιτίθεται» η συγκυβέρνηση.
«Αυτό είναι το έγκλημα για το οποίο πληρώνουμε το τίμημα της κατασυκοφάντησης. Η επιτυχία και κατ’ επέκταση η πρόοδος της χώρας δεν συγχωρέθηκαν. Η πρόταση εξυπηρετεί αποκλειστικά πολιτικές σκοπιμότητες που συνδέονται τόσο με την συγκυρία όσο και με περισσότερο “στρατηγικούς” στόχους, όπως διαφάνηκε από αναφορές του πρωθυπουργού σε κοινοβουλευτική του παρέμβαση στις 17 Μαρτίου», σημειώνει ο πρώην υπουργός, ενώ υποστηρίζει ότι το σύνολο των συμβάσεων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας έχει περάσει από εξονυχιστικό έλεγχο επί 14 χρόνια και «δεν προέκυψε κανένα απολύτως στοιχείο».
Ο πρώην Υπουργός, βλέπει πίσω από την πρόταση της πλειοψηφίας τρεις επιδιώξεις και συγκεκριμένα:
«Επιδιώκεται η επικοινωνιακή κάλυψη του αδιεξόδου της πολιτικής της κυβέρνησης, όπως προκύπτει από την εξέλιξη της οικονομίας και την συσσώρευση προβλημάτων με αιχμή την τρέχουσα διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Η στοχοποίηση του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, που βρίσκονται σε τροχιά ανάκαμψης.
Η “τιμωρία” της κυβέρνησης Σημίτη, και ειδικότερα η δική μου, για την επιτυχή διαδρομή της ελληνικής οικονομίας εκείνη την περίοδο: δραστική μείωση του πληθωρισμού, υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, μεγάλα έργα υποδομών. Επιστέγασμα της τεράστιας προσπάθειας που είχε καταβάλλει τότε η κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός ήταν η ένταξη στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, την Οικονομική και Νομισματική Ένωση».
Στην αρχή του τετρασέλιδου υπομνήματός του, ο πρώην υπουργός, υπογραμμίζει ότι: «Η σημερινή πρωτοβουλία της κυβερνητικής πλειοψηφίας να ζητήσει την σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για 6 δικογραφίες που έχουν διαβιβαστεί στη Βουλή επιχειρεί να ανατρέψει αυτήν την εικόνα. Όχι μόνο δεν το επιτυγχάνει, αλλά επιβεβαιώνει ότι μοναδικός στόχος είναι η συκοφάντηση».
Περνάει μάλιστα και στην αντεπίθεση αναφορικά με τα στοιχεία που επικαλούνται οι βουλευτές της πλειοψηφίας για την «εμπλοκή» του στα αδικήματα της απιστίας κατά του δημοσίου και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, καταλογίζοντάς τους τη χρήση «άσχετων» στοιχείων ως απόρροια της «απόγνωσής» τους. «Η απουσία οποιασδήποτε ένδειξης για την εκ μέρους μου συμμετοχή σε αξιόποινες πράξεις οδηγεί τους συντάκτες της Πρότασης στην επίκληση λογαριασμού που δημιούργησε η σύζυγός μου το έτος 2000 (Μάιος- Αύγουστος) και στη συνέχεια μετέτρεψε σε καταπίστευμα στην τράπεζα HSBC για τα παιδιά της από το πρώτο της γάμο.
Πρόκειται για κίνηση απόγνωσης γιατί το άνοιγμα λογαριασμού από την σύζυγό μου απέδειξε ότι μετά την κατάθεση το 2000 ούτε ένα ευρώ δεν προστέθηκε στο αρχικό ποσό (1,3 εκατ. ευρώ). Κατά συνέπεια καμία απολύτως σχέση δεν μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε αυτόν τον λογαριασμό και τη θητεία μου στο ΥΠΕΘΑ», σημειώνει χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι για τη συγκεκριμένη υπόθεση έχει ήδη προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.