Συνομιλητής του ο Παναγιώτης Μαυροειδής
Η έκδοση του βιβλίου «Το Κεφάλαιο στον 21ο Αιώνα» του Γάλλου Καθηγητή Οικονομικών Thomas Piketty (Τομά Πικεττί), έχει ήδη προκαλέσει ζωηρή συζήτηση. Αυτό φυσικά σχετίζεται σε ένα βαθμό και με τον πολλά υποσχόμενο τίτλο, μιας και το “Κεφάλαιο” του Μαρξ ουδέποτε έχασε σε αίγλη, παρά τις άπειρες φορές που κηρύχτηκε ο θάνατος των ιδεών του. Ωστόσο, το ενδιαφέρον από πολλούς αναλυτές και αναγνώστες εστιάζεται στην εξαιρετικά επίπονη και τεκμηριωμένη προσπάθεια του συγγραφέα να στηρίξει το κεντρικό του συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός συνιστά σύστημα εγγενούς διεύρυνσης της «ανισοκατανομής του εισοδήματος», η οποία μάλιστα θα ενταθεί στον 21ο αιώνα.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ερωτημάτων ένα βιβλίο του Zygmunt Bauman, μόλις 100 σελίδων με τίτλο ‘’Πλούτος και ανισότητα’’ από τις εκδόσεις Οκτώ, ίσως να φαντάζει …λίγο.
Και όμως, ο συγγραφέας χωρίς να χάσει ιδιαίτερο χώρο και χρόνο για να παρουσιάσει την κλιμακούμενη ανισότητα στον σύγχρονο καπιταλισμό, επιχειρεί να αναμετρηθεί με το δύσκολο ερώτημα, που είναι ‘’γιατί ανεχόμαστε αυτή την κατάσταση;’’. Οι σκέψεις που παρατίθενται παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον και η σημασία τους υπερβαίνει τον προβληματισμό για την ανισότητα και την ανισοκατανομή πλούτου στον καπιταλισμό.
Ξαφνιάζοντας ίσως τους αισιόδοξους μαχητές κατά της αδικίας, ο Zygmunt Bauman, κάνει λόγο για τρείς πιθανές στάσεις απέναντι σε αυτό το φαινόμενο:
Η πρώτη είναι η επιλογή της ‘’ήρεμης και παραιτημένης υποταγής’’
Η δεύτερη σχετίζεται με την ‘’πρόθυμη συνεργασία’’
Και η τρίτη είναι η αντίσταση στην ανισότητα και στις επιπτώσεις της.
Το συμπέρασμά του είναι πως η τελευταία επιλογή είναι η πλέον δύσκολη και πιθανή, τουλάχιστον αν δεν αναλύσουμε σε βάθος τα πράγματα.
Αλλά ας αφήσουμε στην άκρη το συμπέρασμα και ας δούμε λίγο τους συλλογισμούς που τον ωθούν σε αυτό.
Ρωτάει ο συγγραφέας:
‘’Άραγε αρκεί να αλλάξουμε μυαλά για να αλλάξουμε τρόπους, και το να αλλάξουμε τρόπους αρκεί για να αλλάξουμε την πραγματικότητα και τις άχαρες αξιώσεις της βάσει των οποίων ζούμε;’’
Είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι αλήθεια πως ανήκουμε στο είδος του homo eligens: είμαστε το επιλέγον ζώο, απαντάει σε ένα γενικό επίπεδο, συμπληρώνοντας πως ‘’καμιά ποσότητα πίεσης, όσο εξαναγκαστική, σκληρή και άκαμπτη κι αν είναι, δεν έχει καταφέρει ή δεν θα καταφέρει ποτέ να καταπιέσει εντελώς τις επιλογές μας και συνεπώς να καθορίσει ξεκάθαρα και άκαμπτα τη συμπεριφορά μας. Δεν είμαστε μπάλες του μπιλιάρδου που κινούνται πάνω στο τραπέζι όπου τις στείλει ο παίκτης με τη στέκα’’.
Πόσο όμως ελεύθεροι είμαστε πραγματικά στις επιλογές μας; Πως και ποιες από αυτές κατανοούνται ως βάσιμες, ρεαλιστικές και αποδεκτές;
Κατά τον Bauman υπάρχουν δύο εν πολλοίς αυτόνομοι παράγοντες που διαμορφώνουν τις επιλογές, τον τρόπο ζωής και την πορεία της ζωής μας.
Ο ένας είναι η «μοίρα», με την έννοια μιας σειράς αρχικών συνθηκών και καταστάσεων τις οποίες δεν μπορούμε να επηρεάσουμε, τουλάχιστον αφετηριακά: πράγματα που «μας συμβαίνουν» και που δεν είναι αποτέλεσμα της δράσης μας (όπως ο γεωγραφικός τόπος και η κοινωνική θέση όπου γεννηθήκαμε, ή ο χρόνος της γέννησης μας).
Ως γνωστόν οι συντηρητικοί σταματούν τη σκέψη τους εδώ. Η ‘’μοίρα’’ μάλιστα παρουσιάζεται ως εντελώς τυχαία και ως εκ τούτου ‘’αντικειμενική’’ και σίγουρα ανεπηρέαστη από την ανθρώπινη δράση και την ταξική κοινωνική διαπάλη.
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Πριν από αρκετά χρόνια, το 1979. μια μελέτη του πανεπιστημίου του Κάρνεγκι απέδειξε παραστατικά αυτό που πάμπολλα τεκμήρια της εποχής υποδήλωναν και που η κοινή εμπειρία της ζωής επιβεβαιώνει καθημερινά: το μέλλον κάθε παιδιού καθορίζεται εν πολλοίς από τις κοινωνικές συνθήκες, από τον γεωγραφικό τόπο της γέννησης του και από τη θέση των γονιών του στην κοινωνία όπου γεννήθηκε – και όχι από τις εγκεφαλικές ικανότητες, τα ταλέντα, τις προσπάθειες και την αφοσίωση του. Ο γιος ενός δικηγόρου μιας μεγάλης εταιρείας είχε 27 φορές περισσότερες πιθανότητες σε σχέση με τον γιο ενός κατώτερου υπαλλήλου χωρίς σταθερή εργασία (και οι δύο γιοι κάθονταν στο ίδιο θρανίο, στην ίδια τάξη, τα πήγαιναν εξίσου καλά, μελετούσαν με την ίδια αφοσίωση και υπερηφανεύονταν για το ίδιο IQ) να λαμβάνει στα σαράντα του έναν μισθό που θα τον κατέτασσε στο πλουσιότερο 10% των ανθρώπων στη χώρα. Ο συμμαθητής του θα είχε μόνο μία πιθανότητα στις οκτώ να εισπράττει έστω και το μέσο εισόδημα. Λιγότερο από τρεις δεκαετίες αργότερα, το 2007, τα πράγματα είχαν επιδεινωθεί – το χάσμα είχε διευρυνθεί και είχε βαθύνει, είχε γίνει πιο αγεφύρωτο από ποτέ. Σύμφωνα με μια μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, ο πλούτος του πλουσιότερου 1% των Αμερικανών ήταν 16,8 τρις δολάρια, 2 τρις περισσότερα από το συνολικό πλούτο του φτωχότερου 90% του πληθυσμού.
Ο άλλος παράγοντας, κατά τον συγγραφέα, είναι ο ‘’χαρακτήρας’’ μας τον οποίον μπορούμε, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, να επηρεάζουμε – να τον επεξεργαζόμαστε, να τον εκπαιδεύουμε και να τον καλλιεργούμε. Και εδώ έρχεται ο ρόλος των κοινωνιών και των ιδιαίτερων επιδιώξεων των τάξεων στις αξίες που προβάλλουν ως δέουσες. Αν σταματήσουμε εδώ, θα έχουμε απλά αρνηθεί τη ‘’μοιρολατρία’’.
Όμως ο Bauman κάθε άλλο παρά αρκείται εδώ, αλλά επιδιώκει να διερευνήσει τη σχέση των δύο αυτών παραγόντων.
Οι αρχικές συνθήκες ή ‘’μοίρα’’ όπως κωδικοποιεί ο συγγραφέας, καθορίζουν το εύρος των θεωρητικών δυνατοτήτων, εντέλει όμως ο ‘’χαρακτήρας’’ είναι αυτός που επιλέγει μεταξύ αυτών.
Ποιες όμως από τις θεωρητικές δυνατότητες που καθόλου ίδιες δεν είναι τελικά για κάθε άνθρωπο είναι προς επιλογή; Ο Bauman απαντάει: ‘’Το εύρος των δυνατοτήτων που θέτει η «μοίρα» διαφέρει, συχνά έντονα, ανάλογα με τον βαθμό του ρεαλισμού τους. Κάποιες δυνατότητες είναι, ή τουλάχιστον μοιάζουν, ευκολότερες από κάποιες άλλες που είναι ή φαίνονται ασφαλέστερα, λιγότερο ριψοκίνδυνα στοιχήματα και/ή πιο θελκτικές επιλογές. Η πιθανότητα να επιλεγούν είναι συνεπώς μεγαλύτερη από τις εναλλακτικές, προς το παρόν αντιδημοφιλείς (και συνεπώς αντιληπτές ως ασύμφορες) επιλογές, για τις οποίες μπορεί να υποψιαζόμαστε πως χρειάζονται περισσότερο χρόνο και πιο έντονη προσπάθεια ή απαιτούν μεγαλύτερη θυσία ή διατρέχουν τον κίνδυνο της δημόσιας αποδοκιμασίας και της απώλειας του γοήτρου – κάτι που συχνά συμβαίνει’’.
Η κατανομή των πιθανοτήτων να διαλέξει κανείς κάποια από τις «ρεαλιστικές» δυνατότητες ανήκει επίσης στην επικράτεια της «μοίρας», συνεχίζει: Ζούμε εξάλλου σε ένα «δομημένο» κοινωνικό περιβάλλον και η «δόμηση» συνίσταται ακριβώς στη διαχείριση των πιθανοτήτων. Συνίσταται στη ρύθμιση και αναρρύθμιση της απόδοσης ανταμοιβών και ποινών με τέτοιον τρόπο ώστε να αυξάνεται η πιθανότητα κάποιων επιλογών και να μειώνεται η πιθανότητα κάποιων άλλων. Όσο υψηλότερο είναι το κοινωνικό τίμημα μιας επιλογής, τόσο μικρότερη η πιθανότητα να επιλεγεί. Και το τίμημα της άρνησης να κάνουμε ό,τι πιεζόμαστε να κάνουμε, όπως και οι ανταμοιβές για την υπακοή στην επιλογή, πληρώνονται πρωτίστως στο ακριβό νόμισμα της κοινωνικής αποδοχής, της θέσης και του γοήτρου.
Στην κοινωνία μας αυτό το τίμημα ρυθμίζεται με τρόπο που καθιστά την αντίσταση στην ανισότητα και τις επιπτώσεις της (δημόσιες και προσωπικές) εξαιρετικά δύσκολη, συνεπώς είναι λιγότερο πιθανό να την αναλάβουμε και να την επιδιώξουμε σε σχέση με τις εναλλακτικές επιλογές: την ήρεμη και παραιτημένη υποταγή ή την πρόθυμη συνεργασία.
Και συμπυκνώνει χαρακτηριστικά:
‘’Τα ζάρια που πρέπει να συνεχίσουμε ασταμάτητα να ρίχνουμε εμείς οι κάτοικοι της καπιταλιστικής, ατομικιστικής κοινωνίας των καταναλωτών σε όλα ή στα περισσότερα παιχνίδια της ζωής μας είναι στις πλείστες περιπτώσεις «πειραγμένα» υπέρ εκείνων που ωφελούνται ή ελπίζουν να ωφεληθούν από την ανισότητα…’’
Ο Bauman δεν είναι πεσιμιστής, αλλά επιδιώκει να στηρίξει την αισιοδοξία και τη δυνατότητα αλλαγής του κόσμου, πάνω στη βαθύτερη γνώση. Σημειώνει χαρακτηριστικά:
‘’Τα παραπάνω δεν αποδεικνύουν, όμως, πως η μεταρρύθμιση ή η αντικατάσταση των εν λόγω όψεων είναι ανέφικτη, ότι δηλαδή βρίσκεται πάντοτε πέραν της ανθρώπινης δύναμης. Το πολύ πολύ να υποδηλώνουν πως η αλλαγή τους, θα απαιτούσε κάτι παραπάνω από μια απλή αλλαγή άποψης’’.
Ασφαλώς τα πράγματα δυσκολεύουν, καθώς ο ‘’μέσος πολίτης’’ βασίζει την άποψη και συμπεριφορά του πάνω σε ορισμένες παραδοχές εμπεδωμένες ως αιώνιες και αναλλοίωτες. Μια βασική από αυτές είναι η ανταγωνιστική οικονομία, που παρουσιάζεται σχεδόν ως ‘’φυσική κατάσταση’’ του ανθρώπινου πολιτισμού.
Στο σημείο αυτό ο Bauman επιστρατεύει τα λόγια του Τζον Μάξουελ Κουτσί:
‘’Ο ισχυρισμός ότι ο κόσμος πρέπει να χωρίζεται σε ανταγωνιστικές οικονομίες επειδή αυτή είναι η φύση του κόσμου είναι τραβηγμένος από τα μαλλιά. Αν έχουμε ανταγωνιστικές οικονομίες, τις έχουμε γιατί έτσι αποφασίσαμε ότι θέλουμε τον κόσμο μας. Ο ανταγωνισμός είναι το υποκατάστατο της πολεμικής σύγκρουσης. […] Ο πόλεμος δεν έχει τίποτα το αναπόδραστο. Αν θέλουμε πόλεμο, επιλέγουμε πόλεμο, αν θέλουμε ειρήνη, μπορούμε εξίσου εύκολα να επιλέξουμε ειρήνη. Αν θέλουμε ανταγωνισμό, επιλέγουμε ανταγωνισμό- εναλλακτικά ακολουθούμε τον δρόμο της φιλικής συνεργασίας’’.
Το πρόβλημα, ωστόσο, συνεχίζει ο ίδιος πλέον, είναι πως ‘’στην αρχή του 21ου αιώνα ο κόσμος μας (…) έχει διαμορφωθεί με τέτοιον τρόπο ώστε καθιστά τη συνεργασία και την αλληλεγγύη όχι απλώς αντιδημοφιλείς επιλογές, αλλά επιλογές που είναι δύσκολες και κοστίζουν ακριβά. Δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι σχετικά λίγοι άνθρωποι, και σε σχετικά λίγες περιστάσεις, βρίσκουν την υλική και/ή πνευματική δύναμη να κατανοήσουν και να δράσουν βάσει μιας τέτοιας επιλογής. Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων, όσο ευγενείς και υψηλές κι αν είναι οι πεποιθήσεις και οι προθέσεις της, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια εχθρική και εκδικητική, και προπαντός άκαμπτη πραγματικότητα. Σε τούτη την πραγματικότητα δεσπόζουν η απληστία και η διαφθορά, ο ανταγωνισμός και η ιδιοτέλεια απ’ όλες τις πλευρές, και για όλους αυτούς τους λόγους η πραγματικότητα συμβουλεύει και εξυμνεί την αμοιβαία καχυποψία και τη διαρκή επαγρύπνηση. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να αλλάξουν μια τέτοια πραγματικότητα από μόνοι τους, να την εξαφανίσουν με τις ευχές, τα επιχειρήματα ή την αδιαφορία τους. Δεν τους μένει λοιπόν παρά να ακολουθήσουν τα πρότυπα συμπεριφοράς που, συνειδητά ή μη, βάσει σχεδιασμού ή από λάθος, αναπαράγουν μονότονα τον κόσμο του bellum omnium contra omnes [πολέμου όλων εναντίον όλων].
Γι’ αυτό και όλοι μας συγχέουμε συχνά αυτή την πραγματικότητα (την επινοημένη, εμφυτευμένη ή φαντασμένη πραγματικότητα που, με την αρωγή μας, αναπαράγεται καθημερινά) με τη «φύση των πραγμάτων», την οποία καμιά ανθρώπινη δύναμη δεν μπορεί να προκαλέσει και να αναμορφώσει’’.
Ο Bauman επιχειρεί στη συνέχεια να εντοπίσει εκείνα τα συνήθη ψέματα πάνω στα οποίο επικάθεται το μεγαλύτερο ψέμα της δήθεν φυσικότητας του ανταγωνισμού.
Ποια είναι λοιπόν αυτά τα υποτιθέμενα «πρέπει» που εμείς, ως «μέσοι άνθρωποι» (ή, με απλά λόγια, «ως απλός λαός») κρίνουμε πως είναι στην «τάξη» ή στη «φύση» των πραγμάτων και προορισμένα να μείνουν οπωσδήποτε έτσι; Με άλλα λόγια, τι είναι αυτές οι υπόρρητα αποδεκτές προκείμενες που εμφανίζονται αόρατες σε κάθε άποψη για την «κατάσταση του κόσμου», με τις οποίες συνήθως ταυτιζόμαστε και οι οποίες διαμορφώνουν την προσωπική μας κατανόηση (ορθότερα, παρανόηση) αυτού του κόσμου – τις οποίες σπάνια, αν όχι ποτέ, προσπαθούμε σοβαρά να εξετάσουμε, να κατανοήσουμε και να ελέγξουμε με βάση τα τεκμήρια;
Κατά τον συγγραφέα, μερικά από αυτά τα «πρέπει», φέρουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για την κατάρα της κοινωνικής ανισότητας και την κατά τα φαινόμενα ασταμάτητη μεγέθυνσή της, που μοιάζει με καρκινική μετάσταση. Καλεί σε σχετική εξονυχιστική έρευνα, έτσι ώστε, όλα αυτά τα υποτιθέμενα «πρέπει» να αποκαλυφθούν ως τίποτε άλλο από ποικίλες όψεις του στάτους κβο. Ως πράγματα που ισχύουν, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ισχύουν, στις μέρες μας.
Αληθεύει πως αυτό είναι σήμερα η «πραγματικότητα», με την έννοια πως αντιστέκεται σθεναρά στις απόπειρες για μεταρρύθμιση ή αντικατάσταση της: πιο συγκεκριμένα, στις απόπειρες που γίνονται, και όσες μπορούμε να φανταστούμε να γίνονται, με τα εργαλεία που έχουμε σήμερα στη διάθεση μας (όπως ανακάλυψαν δύο σπουδαίοι κοινωνιολόγοι, ο W.I. Thomas και ο Florian Znaniecki, πριν από έναν αιώνα: αν οι άνθρωποι πιστεύουν πως κάτι είναι αληθές, το καθιστούν αληθές με τον τρόπο που συμπεριφέρονται…).
Ο Bauman αναφέρεται σε τέσσερις βασικές υπόρρητες υποθέσεις που συνήθως γίνονται αποδεκτές ως «προφανείς» (που δεν χρειάζονται απόδειξη).
Η πρώτη αφορά την οικονομική μεγέθυνση ως το μόνο τρόπο να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις και πιθανόν να τις επιλύσουμε όλες, όπως και κάθε πρόβλημα που πρόκειται να γεννήσει η ανθρώπινη συμβίωση.
Η δεύτερη σχετίζεται με τη διαρκώς αυξανόμενη κατανάλωση, ή ακριβέστερα την επιταχυνόμενη κυκλοφορία νέων αντικειμένων προς κατανάλωση, ως ίσως το μοναδικό, ή σε κάθε περίπτωση το βασικό και πιο αποδοτικό τρόπο να ικανοποιήσουμε την ανθρώπινη επιδίωξη της ευτυχίας.
Η τρίτη σχετίζεται με την αντίληψη ότι η ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων είναι φυσική και η προσαρμογή των ευκαιριών της ανθρώπινης ζωής στην αναπόφευκτη κατάσταση της ανισότητας μας ωφελεί όλους, ενώ η παρέμβαση στις αρχές της κατ’ ανάγκην μάς βλάπτει όλους.
Και η τελευταία, αλλά θεμελιακή σχετίζεται με το θέσφατο του ανταγωνισμού (με τη διπλή του όψη: ανύψωση των άξιων και αποκλεισμός/υποβάθμιση των ανάξιων) ως την αναγκαία και ικανή συνθήκη για την κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς και για την αναπαραγωγή της κοινωνικής τάξης.
Αξίζει κανείς να διαβάσει το βιβλίο για να παρακολουθήσει την ανάπτυξη διεισδυτικών επιχειρημάτων αποκάλυψης αυτών των δοξασιών.
Η αφετηρία αλλά και η στόχευση του Zygmunt Bauman συμπυκνώνεται στον τρόπο που βλέπει τον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο του ανταγωνισμού και τις προσπάθειες για ένα άλλο εναλλακτικό δρόμο:
‘’Ο κόσμος, για όποιον έχει πέσει σε αυτή την παγίδα (σ.σ. του ανταγωνισμού) παρουσιάζεται διάχυτος με υποψία και γεμάτος υπόπτους: ο καθένας, ή σχεδόν ο καθένας, από τους κατοίκους του είναι ένοχος μέχρι να αποδειχτεί αθώος, ενώ η απαλλαγή του είναι απλώς προσωρινή, μέχρι την επόμενη κλήτευση, μένοντας έτσι πάντα υποψήφιος για έφεση ή άμεση ανάκληση. Κάθε συμμαχία με τους άλλους ανθρώπους γίνεται συνήθως ad hoc [επί τούτου] και παρέχεται με έναν όρο, την εθελούσια έξοδο. Η δέσμευση, για να μη μιλήσουμε για τη μακροχρόνια δέσμευση, είναι συνήθως μια ασύνετη πρακτική. Απεναντίας, αυτό που προτείνεται επίμονα και εν πολλοίς επιδιώκεται είναι η παροδικότητα και ελαστικότητα της σύνδεσης (που εξαναγκάζει όλους τους διανθρώπινους δεσμούς να είναι ενοχλητικά ασταθείς και να διασπώνται ευκολότερα): για την ασφάλεια του, ένας άνθρωπος συνήθως εμπιστεύεται περισσότερο τις κάμερες ασφαλείας και τους οπλισμένους φρουρούς στην είσοδο παρά την καλή προαίρεση και φιλικότητα των ανθρώπων.
Μετά την πτώση σε μια τέτοια παγίδα ο κόσμος εν γένει έχει γίνει αφιλόξενος και δεν βασίζεται στην ανθρώπινη εμπιστοσύνη, αλληλεγγύη και φιλική συνεργασία. Αυτός ο κόσμος απαξιοί και δυσφημεί την αμοιβαία εμπιστοσύνη και πίστη, την αμοιβαία βοήθεια, την ανιδιοτελή συνεργασία και φιλία για χάρη των ιδίων. Έτσι γίνεται όλο και πιο ψυχρός, ξένος και απωθητικός,
θαρρείς κι είμαστε ανεπιθύμητοι επισκέπτες στον περιφραγμένο χώρο κάποιου άλλου (αλλά ποιανού;!), περιμένοντας το ειδοποιητήριο της έξωσης που βρίσκεται ήδη στο ταχυδρομείο ή στο γραμματοκιβώτιο μας. Νιώθουμε να μας περιτριγυρίζουν αντίπαλοι, ανταγωνιστές στο ατέλειωτο παιχνίδι της ατομικής επικράτησης, ένα παιχνίδι στο οποίο το κράτημα των χεριών δεν ξεχωρίζει ιδιαίτερα από την τοποθέτηση χειροπεδών, ενώ μια φιλική αγκαλιά συγχέεται πολύ συχνά με φυλακή. Όποιος απορρίπτει αυτή τη μεταμόρφωση παραπέμποντας στο αρχαίο ρητό homo homini lupus est (ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο) προσβάλλει τους λύκους’’. (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)
Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν γεννήθηκε στο Πόζναν της Πολωνίας το 1925. Σε ηλικία 18 ετών κατετάγη στον Ελεύθερο Πολωνικό Στρατό και πολέμησε ενάντια στη ναζιστική κατοχή. Παρέμεινε στο στρατό και μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αλλά τελικά αποστρατεύτηκε εξαιτίας της αντισημιτικής εκκαθάρισης. Ο Μπάουμαν ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών στις κοινωνικές επιστήμες και το 1954 έγινε λέκτορας στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Ζει από το 1968 στην Αγγλία. Από το 1972 μέχρι το 1990 διετέλεσε καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Λιντς. Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας στα Πανεπιστήμια του Λιντς και της Βαρσοβίας.
Σύντομη Περιγραφή:
Παναγιώτης Μαυροειδής
Ο Bauman επισημαίνει την κλιμακούμενη ανισότητα στον σύγχρονο καπιταλισμό, επιχειρειρώντας κυρίως να αναμετρηθεί με το δύσκολο ερώτημα, ‘’γιατί ανεχόμαστε αυτή την κατάσταση;’’. Κάνει λόγο για τρείς πιθανές στάσεις απέναντι σε αυτό το φαινόμενο: ήρεμη και παραιτημένη υποταγής, πρόθυμη συνεργασία, αντίσταση.‘’Άραγε αρκεί να αλλάξουμε μυαλά για να αλλάξουμε τρόπους, και το να αλλάξουμε τρόπους αρκεί για να αλλάξουμε την πραγματικότητα και τις άχαρες αξιώσεις της βάσει των οποίων ζούμε;’’