Τα μεγάλα «μυαλά» της Σίλικον Βάλεϊ ξύπνησαν το πρωί της Τετάρτης σε μία νέα, σκοτεινή τάξη πραγμάτων, η οποία φαίνεται πως στέρησε μεμιάς την αισιοδοξία για το μέλλον της τεχνολογικής κοινότητας, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και σε όλο τον πλανήτη.
Σε ολόκληρο τον κλάδο της τεχνολογίας, η αντίδραση στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ για την προεδρία των ΗΠΑ ήταν ζοφερή. Υπάρχει πλέον μια αίσθηση ότι αυτός ο εσφαλμένος υπολογισμός θα κοστίσει ακριβά τόσο στη συγκεκριμένη βιομηχανία όσο και στον κόσμο γενικά. Για ορισμένους, η συνειδητοποίηση ότι η σχέση μεταξύ της τεχνολογικής βιομηχανίας και της κυβέρνησης πρόκειται να αλλάξει καταλυτικά προκαλεί ακόμα μεγαλύτερες ανησυχίες.
Όπως αναφέρει σε δημοσίευμά του το βρετανικό ειδησεογραφικό δίκτυο BBC, κατά τη διάρκεια της θητείας του Ομπάμα, η Σίλικον Βάλεϊ άρχισε να γίνεται μια οικονομική και κοινωνική κινητήριος δύναμη σε ένα νέο ψηφιακό αιώνα. Τα smartphones και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έγιναν τόσο σημαντικά για τον κόσμο των επιχειρήσεων, όσο η βενζίνη για ένα αυτοκίνητο. Η Amazon, η Apple, το Facebook, η Google και η Microsoft κατάφεραν να εξελιχθούν σε μερικές από τις μεγαλύτερες και πιο σημαντικές εταιρείες παγκοσμίως.
Όμως ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ είχε πολύ λίγα καλά λόγια να πει για τους τεχνολογικούς γίγαντες της χώρας κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας. Καταρχήν, ο Τραμπ είχε υποσχεθεί ότι, εάν εκλεγεί, σκοπεύει να ξεκινήσει αντιμονοπωλιακές δράσεις εναντίον της Amazon, ενώ είχε επανειλημμένα υποσχεθεί ότι πρόκειται να αναγκάσει την Apple να κατασκευάζει τα προϊόντα της αποκλειστικά στις ΗΠΑ. Για την ίδια εταιρεία είχε επίσης κάνει έκκληση στους πολίτες για μποϊκοτάζ, επειδή η Apple είχε αρνηθεί να συμμορφωθεί με την εντολή της κυβέρνησης να ξεκλειδώσει το iPhone ενός τρομοκράτη.
Και όπως φαίνεται, οι απόψεις του Τραμπ περί μετανάστευσης πρόκειται να επηρεάσουν σχεδόν κάθε τεχνολογική εταιρεία. Καμία από τις εταιρείες Amazon, Apple, Facebook, Google και Microsoft δεν έχει κάνει μέχρι στιγμής οποιοδήποτε σχόλιο σχετικά με την εκλογή του νέου προέδρου και πως αυτό θα επηρεάσει τις επιχειρήσεις τους.
Στον απόηχο των πυροβολισμών στο Σαν Μπερναντίνο τον Δεκέμβριο του 2015, το FBI είχε ζητήσει από την Apple να βοηθήσει τις αρχές να ξεκλειδώσουν το iPhone ενός από τους δράστες, προκειμένου να συμβάλει στις έρευνες. Η εταιρεία είχε αρνηθεί υποστηρίζοντας ότι η προστασία του προσωπικού απορρήτου των χρηστών της είναι υψίστης σημασίας. Την στάση αυτή της Apple είχε υποστηρίξει η πλειονότητα της τεχνολογικής κοινότητας, όχι ωστόσο ο Τραμπ. Και πολλοί είναι αυτοί που έχουν ήδη εκφράσει τις ανησυχίες τους για τις απόψεις του σχετικά με το προσωπικό απόρρητο και την παρακολούθηση από τις μυστικές υπηρεσίες.
«Κάντε μποϊκοτάζ στην Apple μέχρις ότου αναγκαστεί να δώσει αυτές τις πληροφορίες», είχε πει ο Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας τον Φεβρουάριο του 2016.
«Θα είμαι τόσο σκληρός (με τον διευθύνων σύμβουλο της Apple, τον Τιμ Κουκ), που το κεφάλι του θα κουδουνίζει σε όλη τη διαδρομή μέχρι τη Σίλικον Βάλεϊ», είχε δηλώσει επίσης κατά τη διάρκεια συνέντευξης στο Bloomberg, πάλι την ίδια χρονική περίοδο.
Ένα ακόμα θέμα το οποίο έχει προκαλέσει ιδιαίτερη ανησυχία στην τεχνολογική βιομηχανία των ΗΠΑ είναι το μέλλον της θεώρησης εισόδου (βίζα) H1-B. Η H1-B θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική για τις τεχνολογικές εταιρείες, οι οποίες θέλουν να έχουν στο εργατικό τους δυναμικό καταξιωμένους προγραμματιστές και μηχανικούς. Πρόκειται για μια προσωρινή άδεια παραμονής, ωστόσο οι εταιρείες μπορούν να επιλέξουν να υποστηρίξουν τους εργαζομένους τους ώστε να παραμείνουν στις ΗΠΑ επ’ αόριστον. Ωστόσο, ο Τραμπ πιστεύει ακριβώς το αντίθετο αφού υποστηρίζει ότι γίνεται κατάχρηση της H1-B προκειμένου να μπαίνουν στη χώρα φθηνότερα εργατικά χέρια, παρά εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό.
‘Αλλο ένα σημείο το οποίο φαίνεται να προκαλεί αναβρασμό είναι το θέμα των κυβερνο-επιθέσεων, αφού αυτές, το τελευταίο διάστημα, έχουν γίνει συχνότερες και πιο επικίνδυνες από ποτέ. Η εταιρεία ερευνών σε θέματα τεχνολογίας, Forrester Research, έχει προβλέψει ότι «εντός των πρώτων 100 ημερών της θητείας του ο Τραμπ θα έρθει αντιμέτωπος με μια κυβερνο-κρίση».
Κι ενώ σε μεγάλο μέρος της προεκλογικής του εκστρατείας αναφέρθηκε στον έλεγχο των πυρηνικών κωδικών, εντούτοις υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετώπιζε μια κυβερνο-απειλή από χώρες όπως η Κίνα, η Ρωσία ή άλλες ομάδες που απαρτίζονται από χάκερς.
«Αποτελεί τεράστιο πρόβλημα. Έχω έναν γιο. Είναι 10 ετών. Έχει υπολογιστές. Είναι καλός στο να χειρίζεται τους υπολογιστές. Είναι απίστευτο. Το θέμα της κυβερνο-ασφάλειας είναι πολύ, πολύ δύσκολο. Και ίσως δύσκολα πραγματοποιήσιμο. Αλλά αυτό που έχω να πω είναι ότι δεν κάνουμε τη δουλειά που θα έπρεπε να κάνουμε. Αλλά αυτό ισχύει για ολόκληρη την κυβερνητικής μας κοινωνία. Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε καλύτερα. Και πράγματι ο κυβερνοχώρος είναι ένα από αυτά», είχε δηλώσει ο Τραμπ κατά τη διάρκεια του προεκλογικού ντιμπέιτ τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους.
Όπως αναφέρει στο δημοσίευμά του το BBC, το σχόλιο αυτό χλευάστηκε ευρέως καθώς ήταν παντελώς ασυνάρτητο. Η εφημερίδα New York Daily News το είχε χαρακτηρίσει ως «σχόλιο εκτός θέματος το οποίο θα μπορούσε να είχε προέλθει από τον ‘αγράμματο’ σε θέματα τεχνολογίας παππού σας».
Η ιστοσελίδα του Τραμπ που ήταν αφιερωμένη στην προεκλογική του εκστρατεία παρέχει μια ασαφή περιγραφή σχετικά με το πώς θα αντιδρούσε η κυβέρνησή του, ωστόσο αναφέρεται ότι θα γίνει «άμεση επανεξέταση της άμυνας και των τρωτών σημείων του κυβερνοχώρου στις ΗΠΑ».
Είχε πει επίσης ότι σκοπεύει να αναπτύξει τις αμυντικές δυνατότητες των ΗΠΑ, ώστε η χώρα να είναι σε θέση για αντίποινα σε περίπτωση κυβερνο-επίθεσης.
Όσον αφορά στην Amazon, μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στις ΗΠΑ, ο Τραμπ δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει την περιφρόνησή του για τον ιδιοκτήτη της εταιρείας Τζεφ Μπέζος, ο οποίος έχει επίσης και την εφημερίδα Washington Post. Η εφημερίδα ήταν η πρώτη που δημοσίευσε το περίφημο βίντεο του Τραμπ να κάνει υποτιμητικά σχόλια για τις γυναίκες και να υπερηφανεύεται περί σεξουαλικής κακοποίησης, αναφέρει το BBC. Σε πληθώρα tweets ο Τραμπ υπαινισσόταν ότι ο Μπέζος χρησιμοποιούσε την εφημερίδα ως ένα τρόπο για τη μείωση της φορολογίας της Amazon. Ωστόσο, η Washington Post δεν αποτελεί μέρος της Amazon, αλλά είναι μια ιδιωτική εταιρεία που κατέχει ο Μπέζος.
Την Τετάρτη, μετά την ανακοίνωση των επίσημων εκλογικών αποτελεσμάτων, οι μετοχές της Amazon σημείωσαν πτώση επειδή υπάρχει πλέον η αβεβαιότητα για το τι επιφυλάσσεται στο μέλλον. Κι ενώ οι μετοχές και από άλλες τεχνολογικές εταιρείες σημείωσαν πτώση, καμίας δεν ήταν τόσο έντονη όσο της Amazon.
Συνοψίζοντας, το αίσθημα της απογοήτευσης και της αβεβαιότητας επικρατεί πλέον στην καρδιά της τεχνολογίας. Ο Τραμπ σίγουρα δεν θα θέλει να «αποχωρήσει» ως ο πρόεδρος που κατέστρεψε τη Σίλικον Βάλεϊ, ωστόσο υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τις ελάχιστες αναφορές γύρω από την πολιτική που σκοπεύει να εφαρμόσει στο συγκεκριμένο θέμα. Και ιδιαίτερα όταν ορισμένες από αυτές τις αναφορές έρχονται σε αντιπαράθεση η μία με την άλλη.
Η Σίλικον Βάλεϊ μπορεί να βρίσκεται στην Αμερική, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως πρόκειται αποκλειστικά για μια αμερικανική ιστορία επιτυχίας. Η ευδοκίμηση της περιοχής επετεύχθη αφού αποτελεί έναν ελκυστικό και πολλά υποσχόμενο προορισμό για τα μεγαλύτερα μυαλά του κόσμου. Ωστόσο, η βιομηχανία αυτή πλέον φοβάται ότι πιθανόν βρίσκεται υπό απειλή.