Γράφει η Ευτυχία Αλικάκου
Σάλο έχει προκαλέσει τις τελευταίες ημέρες το έγγραφο που εξέδωσε στις 08/09/2016 ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων του 5ου Δημοτικού Σχολείου Ωραιοκάστρου στη Θεσσαλονίκη μέσω του οποίου ζητείται η μη ένταξη – τοποθέτηση των παιδιών των προσφύγων στον χώρο του σχολείου. Μάλιστα οι γονείς οι οποίοι παρουσιάζουν ως αιτία της άρνησης τους το κίνδυνο μετάδοσης ασθενειών, απειλούν ότι εάν δεν εισακουστούν θα προχωρήσουν σε κατάληψη του σχολικού χώρου.
Είναι ακόμα αρχές φθινοπώρου, κι όμως η βαρυχειμωνιά είναι από ότι φαίνεται φαινόμενο παντός καιρού σε κάποιες τοπικές κοινωνίες και ειδικότερα στις ψυχές και στα πιστεύω κάποιων ανθρώπων. Το να είσαι γονιός είναι δύσκολο κακά τα ψέματα. Αγωνιάς κάθε μέρα για το παιδί σου, παύεις να είσαι αυτοτελής οργανισμός και υπάρχεις πια μέσα και από το ίδιο σου το τέκνο. Είναι λογικό, λοιπόν, μέχρι ένα σημείο να ανησυχείς για τα τυχόν μεταδιδόμενα νοσήματα όπως τουλάχιστον λες! Παρασύρεσαι από υπερβολική ανησυχία και περιχαρακώνεσαι στο εγώ του παιδιού σου αλλά και στο δικό σου. Πέρα όμως από γονιός είσαι και ένας σκεπτόμενος άνθρωπος που ισχυρίζεσαι ότι έχεις πέντε δράμια μυαλό. Είναι λοιπόν αδιανόητο να αιτιολογείς την άρνηση σου μόνο με το άνωθεν ανεδαφικό επιχείρημα τη στιγμή που τα παιδιά των προσφύγων αφενός θα εμβολιαστούν πριν διαβούν το σχολικό κατώφλι και αφετέρου ως γνωστόν στα σχολικά κτίρια λειτουργούν υπηρεσίες καθαρισμού που αποτρέπουν τη μετάδοση μικροβίων. Επιπλέον τα μικρά παιδάκια είναι έτσι κι αλλιώς επιρρεπή σε ασθένειες τόσο εντός όσο και εκτός του σχολικού κτιρίου, οπότε είναι μάλλον αστείο και αρκούντως επιπόλαιο να γίνονται τα προσφυγόπουλα ο αποδιοπομπαίος τράγος.
Η κοινή λογική λοιπόν αν ήταν χαρακτηριστικό των γονιών που συνέταξαν το εν λόγω έγγραφο θα τους απέτρεπε από το να υιοθετήσουν αυτή τη πρωτοφανή συμπεριφορά. Θυμίζει λίγο εκείνους τους Ελληναράδες της δεκαετίας του 1920 οι οποίοι χαρακτήριζαν τις γυναίκες της Σμύρνης παστρικιές, επειδή πλένονταν πολύ και πρόσεχαν τον εαυτό τους και για αυτό το λόγο δεν τις συναναστρέφονταν μιας και εκείνη την εποχή η καθαριότητα ήταν χαρακτηριστικό των ιεροδούλων ή στη καλύτερη, πολυτέλεια των λεφτάδων. Τη θέση επομένως τη κοινής λογικής έχει καταλάβει η κοινή ανοησία. Και από δίπλα η βαρυχειμωνιά της ψυχής, μία ακαμψία συναισθημάτων και μία ανυδρία αλληλεγγύης απέναντι σε αθώα παιδιά που έχουν δικαίωμα σε μία καλύτερη ζωή η οποία περνάει μέσα από μία ομαλή και όσο γίνεται ευχάριστη καθημερινότητα. Είναι αλήθεια θλιβερό το πώς αυτοί οι γονείς έχουν ήσυχη τη συνείδηση τους μετά τη σύνταξη αυτού του χαρτιού, πως μπορούν και υπερασπίζονται με παρρησία την απόφαση τους να πετάξουν έξω από το ναό της εκπαίδευσης πλάσματα που εκδιώχθηκαν βίαια από τα σχολεία στη πατρίδα τους, πλάσματα που μάτωσαν και πόνεσαν από τόσο μικρή ηλικία δένοντας τη ψυχούλα τους με τα δεινά της προσφυγιάς. Κι από κοντά τα παιδιά τους μάρτυρες αλλά και αποδέκτες των έργων και των ημερών αυτού του ρατσιστικού και μισαλλόδοξου «μικρού όχλου» που μετετράπη σε μία αποκρουστική πλειοψηφία στενόμυαλων. Αυτοί οι άνθρωποι δυστυχώς είναι γονείς και αφήνουν στα τέκνα τους μία παρακαταθήκη μίσους και ένα κουτί της Πανδώρας γεμάτο προκαταλήψεις και αγκυλώσεις. Τους διδάσκουν δε ότι όταν δεν μπορούν να έχουν αυτό που θέλουν μπορούν να προχωρούν σε παράνομες πράξεις αβασάνιστα και ανεμπόδιστα (βλέπε κατάληψη δημοσίου χώρου!).
Κάποτε η ασυμβίβαστη Κατερίνα Γώγου είχε γράψει: «Δε θα υπάρχουν πόρτες κλειστές με γερμένους απέξω. Οι άνθρωποι – σκέψου! – θα μιλάνε με χρώματα κι άλλοι με νότες». Πράγματι Κατερινάκι οι μητέρες και οι πατέρες στο Ωραιόκαστρο αλλά και όσοι τους μοιάζουν και τους χειροκροτούν «μίλησαν» με χρώματα, και συγκεκριμένα με ένα και μοναδικό: το μαύρο της ψυχής τους.