Γράφει η Εκάβη Σέχη
Το σχολείο ήταν μία φάρσα, από τις άσχημες. Δε μου άρεσαν οι μαθητικές κλίκες, οι καταλήψεις, το bullying, οι πενταήμερες, ότι έπρεπε να αποστηθίσω ολόκληρο το βιβλίο της ιστορίας και να μην ξεχάσω να βάλω ούτε κόμμα να βάλω στις πανελλήνιες. Το μεγαλύτερο τρόμο τον ένιωσα, όταν η καθηγήτρια των φιλολογικών έκανε έντονη παρατήρηση στην απουσιολόγο επειδή φόρεσε βερμούδα, ενώ η ίδια ερχόταν στο μάθημα με σκουλαρίκι στη μύτη, αλλοπρόσαλλα ντυσίματα και έντονο μακιγιάζ.
Ένιωθα τέτοια αρνητική πίεση που έχω χάσει χρονιές γιατί δεν άντεχα τον χώρο.
Στην Γ λυκείου γνώρισα τον κύριο Πάτροκλο, τον καθηγητή που κάθε μέρα επί 4 ώρες διαβάζαμε μαζί. Τα του σχολείου διαρκούσαν 3 ώρες και έπειτα μιλούσαμε για τον Kafka, τον Καρυωτάκη και τον Νίτσε. Με προετοίμασε για τις πανελλήνιες με τον πιο ανώδυνο τρόπο. Έγραφα μία έκθεση με τον τρόπο που την ζητούσαν και άλλη μία με τον τρόπο που μου έβγαινε. Για το σχολείο δεν έγραφα εκθέσεις, πολλές φορές πήγαινα εντελώς αδιάβαστη και όταν έπρεπε να πω μάθημα, έλεγα ό, τι θυμόμουν με απίστευτη αμηχανία και άγχος.
Πριν από τις πανελλήνιες, εκεί κοντά στον Απρίλιο, όταν όλοι κάνανε επαναλήψεις, σκέφτηκα πως και στο Πανεπιστήμιο θα ήταν έτσι με αποτέλεσμα να μην προετοιμαστώ καθόλου. Απέτυχα παταγωδώς και το ευχαριστήθηκα. Το Βρετανικό σύστημα που ακολούθησα αργότερα, έλυσε τη γλώσσα και την κρίση μου. Οι καθηγητές μου στο Πανεπιστήμιο, μου έμαθαν πως όχι απλά μπορώ να χρησιμοποιήσω την άποψη μου και την φαντασία μου στα θέματα των εργασιών, αλλά επιβάλλεται.
Κάθε χρόνο, τις μέρες που ανοίγουν τα σχολεία, τα σκέφτομαι όλα αυτά και το μόνο που εύχομαι είναι ένα καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα. Από εκείνα που δεν σε κάνουν να νιώθεις άχρηστος, αλλά σε βοηθούν να ανακαλύψεις τον εαυτό σου.