Τον Ιούνιο του 2022 θα ολοκληρωθεί το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (PEPP) που σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της πανδημίας. Όμως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίσει την αγορά ομολόγων, με ρυθμό 20 με 40 δισ. ευρώ, έως και τα μέσα του 2023, ακολουθώντας το βασικό σενάριο της Goldman Sachs. Η περίπτωση κατά την οποία η ΕΚΤ θα τυπώνει χρήμα μέσω του QE έως το καλοκαίρι του 2023, θα μπορεί να ισχύσει εφόσον η οικονομία της Ευρωζώνης θα παρουσιάσει δυναμική ανάπτυξη και ο πληθωρισμός θα έχει ενισχυθεί.
Η συνεδρίαση της ΕΚΤ καθώς και η συνέντευξη Τύπου της Κριστίν Λαγκάρντ την ερχόμενη Πέμπτη αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον από τις αγορές, κυρίως για το τι θα πει για το PEPP. Σύμφωνα με την Goldman Sachs θα έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον η κατεύθυνση που θα δοθεί για την πολιτική που θα ακολουθηθεί μετά το PEPP.
Σήμερα, η ΕΚΤ εφαρμόζει δύο προγράμματα, το APP που είναι το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (το γνωστό QE) που ξεκίνησε το 2015 στον απόηχο της κρίσης χρέους, και το PEPP που είναι το έκτακτο QE για την πανδημία. Η Goldman Sachs εκτιμά ότι μόλις ολοκληρωθεί το PEPP, είναι πολύ πιθανό να δούμε αύξηση των αγορών μέσω του APP από τα 20 δισ. ευρώ το μήνα που ισχύει σήμερα έως τα 40 δισ. ευρώ, ιδιαίτερα στην περίπτωση που η ανάκαμψη μετά την πανδημία αποδειχθεί ασθενέστερη του αναμενόμενου.
Οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας τονίζουν ότι είναι δύσκολο να επιτευχθεί σύντομα μια τέτοια συμφωνία στο συμβούλιο της ΕΚΤ για άνευ όρων αύξηση του APP και επομένως εκτιμούν ότι η ΕΚΤ θα αναβάλλει την απόφαση μέχρι να γίνει ουσιαστική αξιολόγηση της ανάκαμψης, να υπάρξουν προβλέψεις για τον πληθωρισμό του 2024 και να φανεί η λήξη του PEPP.
Αναφορικά με τον στόχο της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό (κοντά στο 2% αλλά ελαφρώς χαμηλότερα), η Goldman σημειώνει ότι οι πρόσφατες δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων υποδεικνύουν ότι η στρατηγική αναθεώρηση που τρέχει η ΕΚΤ θα οδηγήσει σε ένα συμμετρικό στόχο για τον πληθωρισμό στο 2%, αν και συνεχίζουν να υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες. Ο οίκος διατηρεί τις επιφυλάξεις του για το κατά πόσο η ΕΚΤ θα ακολουθήσει τη Fed στην υιοθέτηση ενός πιο διευρυμένου στόχου για μέσο πληθωρισμό, που θα συνοδεύεται από τη δέσμευση για αποδοχή της υπέρβασης του στόχου.
Το πιθανότερο σύμφωνα με την Goldman Sachs είναι η ΕΚΤ να υιοθετήσει μια ήπια μορφή στόχευσης, σύμφωνα με την οποία το «forward guidance» του Συμβουλίου θα ενισχύεται για να υποδεικνύει πιο ξεκάθαρα ότι σχεδιάζει να διατηρήσει μία εξαιρετικά διευκολυντική πολιτική μέχρι να παγιωθεί η ανάκαμψη από την κρίση του κορονοϊού. Σε αυτό το πλαίσιο, προβλέπει ότι το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ θα διατηρηθεί αμετάβλητο έως το 2025.
Όσο για τη συνέντευξη Τύπου της Πέμπτης, εκτιμάται ότι η Λαγκάρντ θα τονίσει ότι το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θα διατηρήσει την εξαιρετικά επεκτατική νομισματική πολιτική έως ότου παγιωθεί η ανάκαμψη καθώς οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό είναι δεν ενθουσιάζουν. Η Goldman Sachs προβλέπει ότι στις νέες μακροοικονομικές προβλέψεις της ΕΚΤ θα αναβαθμιστεί η πρόβλεψη για τον πληθωρισμό του 2023 στο 1,5%, επίπεδο χαμηλότερο ακόμα και από τη μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη για τον πληθωρισμό που έγινε πριν την πανδημία, τον Δεκέμβριο του 2019, και τον τοποθετούσε στο 1,6%. Η Κριστίν Λαγκάρντ εκτιμάται ότι θα επαναλάβει ότι είναι πολύ νωρίς να συζητηθεί η σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας, τουλάχιστον μέχρι να ξεπεραστεί η πανδημία.