Μπορεί οι αγοραπωλησίες ακινήτων να αυξήθηκαν σημαντικά κατά την διάρκεια του 2018, ωστόσο, στελέχη του κλάδου επισημαίνουν ότι αν η γραφειοκρατία ήταν λιγότερη, είναι πολύ πιθανό τα σχετικά μεγέθη να ήταν ακόμα υψηλότερα, ενισχύοντας έτσι και την οικονομική ανάπτυξη.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι η ελληνική Πολιτεία συνεχίζει να ζητά από τους πολίτες της 8 υποχρεωτικές βεβαιώσεις, ελέγχους και πιστοποιητικά, προτού αυτοί μπορέσουν να μεταβιβάσουν το ακίνητό τους.
Υπολογίζεται ότι για την πώληση ενός διαμερίσματος, ο ιδιοκτήτης θα χρειαστεί τουλάχιστον 500 ευρώ και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και πάνω από 1.000 ευρώ, όπως επίσης και περίπου 1 μήνα υπομονής.
Γι’ αυτό άλλωστε, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 153η θέση εν μέσω 190 χωρών, σε ό,τι αφορά την γραφειοκρατία που συνοδεύει την εγγραφή ακινήτου στο κτηματολόγιο, αλλά και 39η σε ό,τι αφορά την έκδοση οικοδομικών αδειών, ή άλλων εγγράφων που συνοδεύουν τις μεταβιβάσεις.
Σε πρόσφατη ανάλυσή του, ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS, σημείωνε, μεταξύ άλλων, ότι η απλοποίηση των διαδικασιών για την μεταβίβαση ακινήτων, ένα σταθερό φορολογικό σύστημα και μια ενδεχόμενη μείωση του ΕΝΦΙΑ, θα είχαν ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση της ανάκαμψης της αγοράς κατοικίας της χώρας.
Το παράδοξο στην όλη υπόθεση, είναι ότι οι περισσότερες από τις επιβαρύνσεις γραφειοκρατικού χαρακτήρα που συνοδεύουν πλέον την μεταβίβαση ακινήτων, επιβλήθηκαν κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Δηλαδή, τη στιγμή που η αγορά ακινήτων κατέρρεε υπό το βάρος της έλλειψης ζήτησης και των “κόκκινων” δανείων, που στράγγιξαν την ρευστότητα από τις τράπεζες, επομένως και από την αγορά, το κράτος επέλεγε να αυξήσει όχι μόνο τους φόρους ακινήτων για δημοσιονομικούς λόγους, αλλά επιπλέον επέβαλλε και μια σειρά από πρόσθετες απαιτήσεις, επίσης εισπρακτικού χαρακτήρα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ενεργειακό Πιστοποιητικό Κτιρίων, το οποίο, παρά την φαινομενική του χρησιμότητα, εν τέλει έχει καταλήξει να αποτελεί μια πρόσθετη “όχληση” για τον ιδιοκτήτη, καθώς εκδίδεται ακόμα και… τηλεφωνικά, αντί 150-200 ευρώ.
Όταν όμως επιβλήθηκε, η επωδός ήταν ότι ένα ενεργειακά αποδοτικό ακίνητο θα μπορούσε να αυξήσει την μεταπωλητική του αξία. Το ερώτημα βέβαια είναι σε ποια αγορά; Οδεύουμε τάχιστα προς την πρώτη ανανέωση των αρχικών πιστοποιητικών (κάθε σχετικό έγγραφο έχει 10ετη διάρκεια) και τα περισσότερα από τα εν λόγω ακίνητα, δεν θα μπορούσαν να πωληθούν, ακόμα κι αν το ήθελε ο ιδιοκτήτης τους, ελλείψει ζήτησης.
Σύμφωνα με την ΠΟΜΙΔΑ, εκτός από τα ενεργειακά πιστοποιητικά, υπάρχουν ακόμα επτά υποχρεωτικές βεβαιώσεις, επιθεωρήσεις, έλεγχοι και πιστοποιήσεις κτιρίων, με αποκλειστική δαπάνη των ιδιοκτητών τους. Για παράδειγμα, πρέπει να εκδοθεί βεβαίωση μηχανικού για πολεοδομική νομιμότητα σε κάθε μεταβίβαση ακινήτου, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι αυθαιρεσία. Το ύψος της αμοιβής μηχανικού δεν προσδιορίζεται, ωστόσο πηγές της αγοράς κάνουν λόγο για 150-200 ευρώ για κάθε βεβαίωση.
Επίσης, για τις μεταβιβάσεις και γονικές παροχές όλων των εκτός σχεδίου ακινήτων απαιτούνται εξαρτημένα τοπογραφικά σχεδιαγράμματα. Υποχρεωτικές είναι και οι επιθεωρήσεις λεβήτων, καυστήρων και κλιματιστικών ανά 2-4 έτη, με την αμοιβή του ενεργειακού επιθεωρητή διαπραγματεύσιμη.
Πιστοποιητικά ηλεκτρολόγου για περιοδικές επιθεωρήσεις ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, υποχρεωτικά σε κάθε νέα ρευματοδότηση ακινήτου, αλλά και βεβαιώσεις ελέγχων νέων οικοδομών και προσθηκών από τους “ελεγκτές δόμησης” με ελάχιστο ύψος αμοιβής από 450 έως 3.550 ευρώ, συγκαταλέγονται στις υποχρεώσεις των ιδιοκτητών.
Πιστοποιητικά επιθεωρήσεων ασφάλειας ανελκυστήρων και η “ταυτότητα κτιρίου”, η οποία εκδίδεται μαζί με κάθε ακίνητο που μεταβιβάζεται, συμπληρώνουν το “παζλ” μιας ανούσιας και περιττής γραφειοκρατίας, που δυσχεραίνει τις συναλλαγές και σε αρκετές περιπτώσεις ακόμα και τις ματαιώνει.