Γράφει ο Γρηγόρης Τζιοβάρας για το Πρώτο Θέμα
Τα πρόσφατα επεισόδια στα Επαγγελματικά Λύκεια της ευρύτερης Θεσσαλονίκης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ως καμπανάκι για όσους ενδεχομένως είχαν την αφελή εντύπωση ότι το μαύρο μέτωπο της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα θα εξαφανιζόταν από προσώπου γης μετά την καταδίκη και τη φυλάκιση της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στα δεξιότερα του πολιτικού άξονα εδώ και δεκαετίες κινείται ένα ποσοστό Ελλήνων που κυμαίνεται μεταξύ 5 και 10% του εκάστοτε εκλογικού σώματος. Αρχής γενομένης από το 6,82% που συγκέντρωσε η αποκαλούμενη «Εθνική Παράταξις» τις εκλογές του 1977, μόλις τρία χρόνια μετά την κατάρρευση της Χούντας, καθ’ όλη τη Μεταπολίτευση οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς αυξομειώνονται αναλόγως με την εκάστοτε πολιτική και οικονομική συγκυρία.
Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι, σε αδρές γραμμές, η Ακροδεξιά αυξάνει τις δυνάμεις της όταν βρίσκεται στη διακυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, ενώ η απήχησή της στο εκλογικό σώμα υποχωρεί αισθητά σχεδόν κάθε φορά που η παράταξη της Κεντροδεξιάς είναι στην αντιπολίτευση και διεκδικεί βασίμως την επιστροφή της στην εξουσία.
Αν και οι κατά καιρούς πολιτικοί σχηματισμοί που εμφανίστηκαν στον πέραν της ΝΔ χώρο δεν είχαν τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά και σίγουρα δεν μπορεί να εξομοιωθούν όλοι τους με την εγκληματική δράση της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής, αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι αναπόσπαστο στοιχείο του ιδεολογικού πυρήνα όλων των ακροδεξιών κομμάτων, κομματιδίων, οργανώσεων και μορφωμάτων είναι ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός και η μισαλλοδοξία κατά των άλλων παρατάξεων.
Όντας, άλλωστε, στην πλειονότητά τους, θιασώτες των μεθόδων κατάληψης της εξουσίας που ακολούθησαν οι πραξικοπηματίες, όπως και θαυμαστές εγχώριων αλλά και ξένων δικτατόρων, δύσκολα μπορούσε να κρυφθεί το φλερτ τους με τη βίαιη κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών και άρα με την έλλειψη σεβασμού στους κανόνες της δημοκρατικής εναλλαγής στην εξουσία με βάση την ψήφο των πολιτών.
Σε αντίθεση, πάντως, με ό,τι συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και στη Γαλλία που έχει μακρά παράδοση λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, στην Ελλάδα η Ακροδεξιά δεν κατάφερε να σπάσει το φράγμα του 10% και να γίνει κεντρικός παίκτης στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό.
Ακόμη και στις ακραίες συνθήκες τη μνημονιακής εποχής που διαλύθηκε το παλαιό πολιτικό σύστημα, μπορεί να πήραν αέρα τα πανιά τους, έμειναν, όμως, στο περιθώριο και ουσιαστικά πολύ μακριά από το να καταφέρουν να προβληθούν ως εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.
Γι΄ αυτό και στις τελευταίες εκλογές συρρικνώθηκε η δύναμη της Χρυσής Αυγής, υποκαθιστάμενη από άλλα σχήματα της λαϊκίστικης Ακροδεξιάς, πολύ πριν η ηγεσία της καταδικαστεί από τη Δικαιοσύνη. Η ενίσχυση άλλων δυνάμεων που κινούνται στα δεξιότερα του πολιτικού φάσματος έδειξε ότι η συρρίκνωσή του φιλοναζιστικού μορφώματος δεν οδήγησε και στην εξαφάνιση των ψηφοφόρων της ή έστω σε μεταμέλεια όλων εκείνων που τους ψήφιζαν τα προηγούμενα χρόνια.
Ορισμένοι αποδίδουν την πολιτική καχεξία των ακροδεξιών δυνάμεων στις νωπές μνήμες των Ελλήνων από την περιπέτεια της χουντικής επταετίας και της κατοχικής θηριωδίας. Αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει απόλυτα όταν είδαμε το ναζιστικό μόρφωμα του Νίκου Μιχαλολιάκου να καταγράφει αξιοσημείωτα ποσοστά σε περιοχές μαρτυρίου όπως το Δίστομο ή τα Καλάβρυτα.
Ένα μεγάλο ευτύχημα για τη χώρα μας είναι, ίσως, ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος είναι κατακερματισμένος, αλλά κυρίως ότι δεν ευδόκησε να έχει στην ηγεσία του μια χαρισματική προσωπικότητα, όπως εκείνες που ηγήθηκαν αντίστοιχων εθνικιστικών και ξενοφοβικών σχηματισμών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το εκτόπισμα των περισσότερων εγχώριων ηγετίσκων ήταν περιορισμένο και ουδείς τους κατάφερε ως τώρα να αποκτήσει ευρύτερη συμπάθεια στο λαϊκό ακροατήριο.
Όπως και να έχει, πάντως, η Ακροδεξιά ήταν και παραμένει μια υπαρκτή οντότητα που ποτέ δεν μπορεί να ξέρει κανείς πότε όσοι την εκφράζουν θα ξαναβγούν από τα λαγούμια στα οποία κρύφθηκαν τα τελευταία χρόνια. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι οι κινητοποιήσεις των αντιεμβολιαστών δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος σε αυτό το «εν υπνώσει» ακροατήριο, το οποίο, όπως μαρτυρούν και τα πρόσφατα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, μπορεί να μην αργήσει να ξυπνήσει.
Η ανοχή την οποία έδειξαν την περίοδο 2011-2013 ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος αλλά, πολύ περισσότερο, οι αρχές του τόπου αποθράσυναν τα «Τάγματα Εφόδου» τα οποία, από τις στρατιωτικού τύπου παρελάσεις στους δρόμους των πόλεων και τις θορυβώδεις παραστάσεις σε διάφορες δημόσιες παραστάσεις, σύντομα προχώρησαν στους ξυλοδαρμούς αλλοδαπών και Ελλήνων. Και, όσο έβλεπαν ότι το πεδίο τους ήταν ελεύθερο και μπορούσαν ανεξέλεγκτοι να κάνουν ότι θέλουν, ήταν πλέον ζήτημα χρόνου για το πότε θα έφθαναν ως τις δολοφονίες.
Εκείνα τα λάθη, λοιπόν, δεν πρέπει να επαναληφθούν. Η ελληνική Πολιτεία και πιο συγκεκριμένα η κυβέρνηση πρέπει να τηρήσει αποφασιστική στάση και να μην επιτρέψει να γίνουν ούτε τα σχολεία ούτε εν γένει ο δημόσιος χώρος πεδία ανταγωνιστικού προσηλυτισμού των δυνάμεων των άκρων που δεν χάνουν ευκαιρία να δυναμιτίσουν την ομαλότητα η οποία είναι εκείνη που τους οδηγεί στο περιθώριο.
Δεν είναι επιτρεπτό να κυκλοφορούν μαχαίρια σε σχολικά συγκροτήματα και ούτε είναι ανεκτό να χρειάζεται να γίνονται αντιδιαδηλώσεις για να επέμβει η Αστυνομία ώστε να επιβληθεί η νομιμότητα σε χώρους προορισμένους για την εκπαιδευτική διαδικασία. Η Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου, που εκφράζουν τη βούληση της πλειονότητας των πολιτών, διαθέτουν την απαραίτητη πολιτική νομιμοποίηση για να το κάνουν.
Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, άλλωστε, ότι η νομιμότητα αποτελεί το μόνο αντίπαλον δέος όλων ανεξαιρέτως των άκρων.