Ανέκαθεν αγαπούσα τα βιβλία. Εκείνη την υπέροχη μυρωδιά του φρεσκοτυπωμένου χαρτιού, την λαχτάρα της ανάγνωσης, την γλυκιά αγωνία για την εξέλιξη της ιστορίας. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή να κλείνομαι στο δωμάτιο μου, να δημιουργώ εικόνες, να ταξιδεύω και να ονειρεύομαι ότι κάποια μέρα θα μπορούσα να γράψω κι εγώ. Αγαπημένο μου παιχνίδι, όταν πήγαινα στο σπίτι της γιαγιάς ήταν να χωθώ στο δωματιάκι του παππού και να ανοίξω την ξύλινη δίφυλλη βιβλιοθήκη. Λάτρευα να ξεφυλλίζω ακόμα και εγκυκλοπαίδειες, παλιά βιβλία – σχεδόν ασήκωτα για τα χέρια ενός μικρού παιδιού, να βλέπω εικόνες και να φαντάζομαι “ταινίες”. Ένα παιδί μετράει τα άστρα, η σειρά παιδικών βιβλίων με την Πολυάννα και τόσα τόσα άλλα.
Η αγάπη μου για τα βιβλία συνεχίζεται ακόμα και σήμερα. Σπάνια καταφέρνω να αγοράσω ένα βιβλίο μόνο, όταν μπαίνω σε βιβλιοπωλείο. Πολλές φορές επίτηδες, κρατάω επάνω μου μόνο τα χρήματα για μια αγορά. Έχω μείνει άϋπνη για να διαβάσω ολόκληρο βιβλίο, επειδή δεν μπορούσα να σταματήσω.
Ανέκαθεν υπήρξα λάτρης των βιβλίων της ελληνικής πεζογραφίας. Πιστή αναγνώστρια της κας Χρυσηίδας Δημουλίδου, έχω σχεδόν όλα τα βιβλία της. Το δε πρόσφατο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός “Ο Λύκος της Μοναξιάς” , το διάβασα σχεδόν απνευστί. Το πρότεινα άλλωστε κι σε εσάς, επιλέγοντας να το παρουσιάσω μέσα από το MyLady.
Ίσως επειδή την θαύμαζα, γι αυτό και απογοητεύτηκα, διαπιστώνοντας τις θέσεις που η ίδια δημοσιοποίησε σχετικά με το συγγραφικό της έργο και τον δανεισμό των βιβλίων. Αναφέρει πολύ ξεκάθαρα ότι κάποιοι αναγνώστες της έχουν το θράσος (ακριβώς αυτήν την λέξη χρησιμοποίησε) να της ζητάνε να τους δωρίσει βιβλίο της. Ακόμα δε σχολεία και δανειστικές βιβλιοθήκες τολμούν να της θέσουν παρόμοιο αίτημα. Καταπονείται για να γράψει και θεωρεί προσβλητικό το να της ζητάνε κάτι τέτοιο. Θεωρεί πως τα βιβλία που πρέπει να κυκλοφορούν στις δανειστικές βιβλιοθήκες είναι βιβλία 5ετίας ή 10ετίας ή βιβλία που έχουν πέσει στα αζήτητα όπως Καζαντζάκης (!) , Ντοστογιέφσκι (!), Λιλίκα (;;;; αν είναι δυνατόν αντί Λιλή ) Ζωγράφου.
Ίσως επειδή ακόμα δεν έχω καταφέρει να ολοκληρώσω την συγγραφή ενός βιβλίου- πρός το παρόν, γράφω, σβήνω, ξαναγράφω, ξανασβήνω- δεν είμαι συγγραφέας, να μην μπορώ να αντιληφθώ πλήρως την δυσκολία συγγραφής ενός έργου. Όμως ως αναγνώστρια και φανατική βιβλιοφάγος, πιστεύω πως πρέπει να ακουστεί και η δική μου άποψη. Τουλάχιστον στο site που έχω την τιμή, να με φιλοξενεί και να αρθρογραφώ μπορώ ενυπόγραφα να καταθέσω τις σκέψεις μου.
Κατά πρώτον θεωρώ τουλάχιστον ατυχές το σχόλιο για τους καταξιωμένους, σημαντικούς συγγραφείς, βιβλία των οποίων υπάρχουν σε όλες τις δανειστικές βιβλιοθήκες. Το ότι ακόμα και σήμερα ένα παιδί, ένας άνθρωπος θα επιλέξει να διαβάσει Καζαντζάκη, Λουντέμη, Ζωγράφου, Ντοστογιέφσκι, Ουγκώ κ.ο.κ αυτό από μόνο του αποδεικνύει το ανυπέρβλητο ταλέντο των ανθρώπων αυτών, την διαχρονικότητα των κειμένων και την αξία του συγγραφικού τους έργου.
Κατά δεύτερον, το να μην έχεις χρήματα να αγοράσεις βιβλίο και να αναζητάς την γνώση , με κάθε δυνατό τρόπο, για μένα αξίζει επιβράβευση. Η λέξη θράσος που χρησιμοποίησε η κα Δημουλίδου, μόνο θυμό μου προκαλεί. Όταν έχεις ταλέντο – που αδιαμφισβήτητα το διαθέτει – δεν το λες εσύ. Αφήνεις τα έργα σου να μιλήσουν για σένα. Αναρωτήθηκα αν της πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι κάποιοι άνθρωποι αγοράζουν τα βιβλία τους από το υστέρημά τους. Εξοικονομούν από όπου μπορούν , για να μπουν σε ένα βιβλιοπωλείο και τα 15-20 ευρώ που έχουν να τα δώσουν για ένα βιβλίο της κας Δημουλίδου.
Δεν φτάνω στο άλλο άκρο, υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει να αμείβεται κανείς για τα πνευματικά του δικαιώματα. Σαφώς και πρέπει να είναι ο στόχος του….όχι όμως και ο σκοπός της ζωής του. Εχω παρακολουθήσει συνεντεύξεις, αφιερώματα, ρεπορτάζ που την αφορούν. Με το ταλέντο και την δουλειά της έχει καταφέρει αρκετά. Το να προκαλείς όμως και να λες – ας μου συγχωρήσετε την υπερβολή- ότι “πεινάς” , “κακοπερνάς”, “ταλαιπωρείσαι” ….είναι τουλάχιστον άστοχο – για να το θέσω ευγενικά. Οι εικόνες που η ίδια έχει επιλέξει να μας δείξει για την ζωή της καταδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο. Βεβαίως και τίποτα δεν της χαρίστηκε, ούτε καν μου περνάει αυτό από το μυαλό. Με το σπαθί της, κατέκτησε ότι την ευχαριστεί.
Όμως , το να μην θέλεις να σε διαβάσει ένα παιδί που ψάχνει σε δανειστική βιβλιοθήκη, το να μην θέλεις να χαρίσεις ένα βιβλίο, είναι ντροπή. Η εικόνα ενός παιδιού – ειδικά στην σημερινή γενιά των ηλεκτρονικών και των social media – να περνάει το κατώφλι μιας βιβλιοθήκης , εμένα με συγκινεί. Δείχνει πως υπάρχει ελπίδα, πως όντως το πνεύμα δεν φυλακίζεται, πως ακόμα και σήμερα αντί να αράξει και να παίξει playstation θέλει να μαγευτεί, θέλει να φανταστεί. Ακόμα και τα βιβλία του Χάρυ Πόττερ ( αν και διαφωνώ ελαφρώς με την θεματολογία τους) που γίνονται ανάρπαστα, είναι απόδειξη ότι η σκέψη δεν έχει σύνορα.
Ολοκληρώνοντας το παράπονό μου, θα ήθελα να εκφράσω δημόσια πως για εμένα θράσος είναι η υπεροψία. Οι πιο ταλαντούχοι και οι περισσότεροι ευφυείς άνθρωποι σε όλους τους τομείς, παρέμεναν και παραμένουν ταπεινοί και αθόρυβοι.
Αν η κυρία Δημουλίδου πιστεύει πως οι εκδότες, οι βιβλιοπώλες, οι αναγνώστες δεν χρειάζονται στην αλυσίδα της γνώσης και χωρίζονται σε ανθρώπους και “ανθρωπάκια” ( δικό μου σχόλιο, για να μην παρεξηγηθώ), τότε πλανάται πλάνην οικτρά. Όσο ταλέντο κι αν έχεις ως συγγραφέας, αν δεν βρεθεί ένας εκδοτικός οίκος να σε εμπιστευτεί, ένας βιβλιοπώλης να επενδύσει στην αγορά αντιτύπων και ένας αναγνώστης να σε διαβάσει…..τότε ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΕΙΣ; Για να αυτοθαυμαστείς; Για να αυτοεπιβεβαιωθείς;
Μπορεί η αμοιβή σου να είναι χαμηλή, μπορεί κάποιος να θελήσει να εκμεταλλευτεί το έργο σου, μπορεί ακόμα και κάποιος να θελήσει να σε συκοφαντήσει….όμως η πτώση της ζήτησης ενός βιβλίου που θα γράψεις, προκύπτει μόνο αν ένας αναγνώστης σταματήσει να αγοράζει το βιβλίο σου. Πάντα υπάρχει δίπλα από το δικό σου βιβλίο, κάποιο άλλο που θα σε ταξιδέψει.
Κα Δημουλίδου, μπορεί ποτέ να μην διαβάσετε το άρθρο μου, γιατί στο κάτω-κάτω μια απλή αναγνώστρια είμαι. Αποφάσισα τα βιβλία σας που έχω τόσα χρόνια στην βιβλιοθήκη μου, να τα δωρίσω σε κάποια δανειστική βιβλιοθήκη, για να πιάσουν τόπο.
Επίσης θα ξανασκεφτώ διπλά αν θα αγοράσω βιβλίο σας. Τουλάχιστον είμαι απόλυτα βέβαιη ότι δεν ανυπομονώ να διαβάσω το επόμενο. Θα αντισταθώ και θα οδηγήσω το χέρι μου, στην διπλανή προθήκη. Μην σας ταλαιπωρούμε, κιόλας και γράφετε ξανά και ξανά.
Κρίμα……..