Εκατοντάδες από τα Βαλκάνια εντάσσονται στις δυνάμεις των τζιχαντιστών για να πολεμήσουν στο πλευρό των τζιχαντιστών. Αρκετοί προσγειώνονται απότομα στην βαρβαρότητα του πολέμου και εγκαταλείπουν. Όπως και ο Εμπού Ζαΐντ.
Πρόκειται για ιστορία που δεν ακούει κανείς πολύ συχνά με τόση ειλικρίνεια. Για επιλογές ζωής που οδήγησαν σε λανθασμένο δρόμο. Πρωταγωνιστής ο Εμπού Ζαΐντ, ένας εκ των εκατοντάδων Αλβανών που πολέμησαν στη Συρία στο πλευρό των τζιχαντιστών και επέστρεψαν στην πατρίδα τους μετανιωμένοι. Δεν είναι το πραγματικό του όνομα, έτσι θέλει να λέγεται. Ο Ζαΐντ διηγείται την ιστορία του στη Deutsche Welle, σε ένα μουσουλμανικό εστιατόριο των Τιράνων.
Από τα Τίρανα, τζιχαντιστής στη Συρία
Θυμάται ότι από μικρός ήταν φοβερά ατίθασος. Τα όπλα και το ξύλο τού ήταν οικεία πριν κυριαρχήσει στη ζωή του το Ισλάμ. Και έγινε πιστός όπως όλη η οικογένειά του. «Ήταν η σωτηρία μου», θυμάται. Μυήθηκε στο Σαλαφισμό, έμαθε Αραβικά και παντρεύτηκε νωρίς σαν πιστός Μουσουλμάνος. Στην αρχή παρακολουθούσε τον πόλεμο στη Συρία από το διαδίκτυο. Και αμέσως ένοιωσε την ανάγκη να βοηθήσει τους Μουσουλμάνους αδελφούς του για να ρίξουν τον Σύρο πρόεδρο Ασάντ και να κάνει ηρωικές πράξεις. Έτσι, μαζί με δύο άλλους Αλβανούς ξεκίνησε το 2014 για τη Συρία. Στους γονείς του είπε ψέματα, ότι θέλει να κάνει θρησκευτικές σπουδές στη Σουηδική Αραβία. «Ήταν απλό: μόλις 40 ευρώ κόστισε το λεωφορείο από τα Τίρανα στην Κωνσταντινούπολη, και άλλα 40 μέχρι τα σύνορα με τη Συρία. Έλεγχος κανένας». Από την άλλη πλευρά των συνόρων ο νεαρός Αλβανός μεταφέρθηκε στο Χαλέπι και εντάχτηκε στο μέτωπο Αλ Νούσρα. «Όλα ήταν προγραμματισμένα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, τα όπλα οι στρατιωτικές στολές, το φαγητό… συνάντησα πολλούς νέους από τη Γαλλία, τη Δανία και τη Γερμανία. Επειδή μιλώ πολύ καλά Αραβικά είχα με όλους πολύ καλές σχέσεις».
Στο Χαλέπι οι συζητήσεις δεν περιστρέφονταν μόνο γύρω από το Ισλάμ. Ο Ζαΐντ θυμάται ότι επειδή είχε μεγάλη εμπειρία με τα όπλα ήταν πολύ χρήσιμος. Ένα μήνα μετά την άφιξή του στη Συρία, πήρε μέρος σε μάχες στο Χαλέπι και τις γύρω πόλεις. Σκότωσε κιόλας; Εδώ απαντά μόνο έμμεσα. «Δεν είχαμε καμιά αμφιβολία ότι απέναντί μας ήταν εχθροί, ήταν στρατιώτες του Μπασάρ αλ Ασάντ και δεν υπήρχε έλεος».
Απογοήτευση και επιστροφή
Δεν πέρασε πολύς καιρός για να καταγράψει τους εσωτερικούς αγώνες εξουσίας τόσο στο Μέτωπο Αλ Νρούσρα, όσο και στο Ισλαμικό Κράτος. Η προπαγάνδα του ΙΚ τον εντυπωσίασε πιο πολύ και έτσι αποφάσισε να μεταπηδήσει εκεί. «Ήταν πιο οργανωμένο, είχε περισσότερα όπλα και καλύτερη χρηματοδότηση», λέει. Αλλά η πραγματικότητα για τον νεαρό τζιχαντιστή ήταν διαφορετική από τη θεωρία. Ένα περιστατικό του άνοιξε τα μάτια. «Μετά από πολύωρες μάχες κοντά στο Χαλέπι βγήκαμε από τις κρυψώνες μας για να θάψουμε τους συμπολεμιστές μας. Και τότε ένας Αιγύπτιος από την ομάδα μας πηγαίνει σε έναν νεκρό στρατιώτη και του κόβει το αυτί. Στο Ισλάμ ο ακρωτηριασμός της σωρού απαγορεύεται». Και απογοητεύτηκε.
Πολλοί νέοι πολεμιστές απογοητευμένοι όπως και αυτός ήθελαν να γυρίσουν στις πατρίδες του. Έτσι, το 2015, μετά το θάνατο των δύο Αλβανών φίλων του, αποφασίζει να γυρίσει. «Δεν ήταν μόνο η απογοήτευση για όσα συνέβαιναν, αλλά και τα πρόσωπα των παιδιών μου και τα δάκρυα της γυναίκας μου, όταν επικοινωνούσαμε μέσω skype». Με αυτό το πρόσχημα επέστρεψε στην Αλβανία. Από τότε ζει απαρατήρητα στη χώρα του σαν απλός εργάτης. Απογοητευμένος και μετανοημένος. Για τις αρχές τις χώρας του είναι δυνητικός κίνδυνος. Κανονικά θα πρέπει να περάσει από δίκη, όπως όλοι όσοι επανακάμπτουν από τη Συρία. Είναι ωστόσο αμφίβολο αν τον ακουμπήσει το μακρύ χέρι της δικαιοσύνης.