Νέες επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι τα συνοριακά τείχη, που τείνουν να αυξηθούν σε όλο τον κόσμο, καθώς αυξάνονται οι προσφυγικές ροές ή οι διασυνοριακές εντάσεις, μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στον ψυχισμό των ανθρώπων που ζουν κοντά σε αυτά, αλλάζοντας τον τρόπο που σκέφτονται και νιώθουν.
Το καλοκαίρι του 1962 μια γυναίκα στην Ανατολική Γερμανία επισκέφτηκε μια ψυχιατρική κλινική της Λιψίας, γιατί δεν μπορούσε να ανοίξει το σαγόνι της. Πριν από μερικές εβδομάδες είχε αφαιρέσει τον φρονιμίτη της. Ο ψυχίατρος που την εξέτασε χαρακτήρισε την περίπτωσή της «ανεξήγητη». Ύστερα από μερικούς μήνες η γυναίκα αυτοκτόνησε, ενώ παρόμοιες περιπτώσεις υπήρξαν και άλλες εκείνα τα χρόνια.
Τη δεκαετία εκείνη ο γερμανός ψυχίατρος Ντίτφριντ Μίλερ-Χέγκεμαν, παρατηρώντας ότι πολλοί ασθενείς του και άλλοι είχαν ένα κοινό γνώρισμα, το ότι ζούσαν κοντά στο τείχος του Βερολίνου, μίλησε για το σύνδρομο «Mauerkrankheit» ή «ασθένεια των τειχών», για το οποίο εξέδωσε και βιβλίο το 1973.
Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989 αναδύθηκε η ελπίδα για έναν κόσμο χωρίς σύνορα. Το όραμα αυτό όμως δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα, καθώς τείχη συνέχισαν να χτίζονται (μεταξύ Ινδίας-Μπαγκλαντές, Σαουδικής Αραβίας-Ιράκ, Βουλγαρίας-Τουρκίας, Νότιας Αφρικής-Μοζαμβίκης, Ουγγαρίας-Κροατίας, ΗΠΑ-Μεξικού κ.α.).
Σήμερα υπάρχουν παγκοσμίως τουλάχιστον 70 τείχη-σύνορα, γεγονός που έχει ωθήσει πολλούς ερευνητές να ασχοληθούν με το πώς επηρεάζουν άρρητα τους ανθρώπους που ζουν κοντά σε αυτά.
Το βασικό συμπέρασμα, σύμφωνα με σχετική ανάλυση στο αμερικανικό περιοδικό New Yorker, είναι ότι τα τείχη μπορεί να επηρεάσουν τους ανθρώπους με απρόβλεπτους τρόπους.
Η επιδημιολόγος Έιντιν Μακγκουάιρ από το Βασιλικό Πανεπιστήμιο του Μπέλφαστ αποφάσισε να εξετάσει κατά πόσο τα υποτιθέμενα «ειρηνικά σύνορα» στη Βόρεια Ιρλανδία -που δημιουργήθηκαν για να κρατήσουν σε απόσταση τους Ρωμαιοκαθολικούς από τους Προτεστάντες κατά την περίοδο των Ταραχών- διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην εμφάνιση συχνών προβλημάτων ψυχικής υγείας στον πληθυσμό.
Τάση για κατάθλιψη και άγχος
Τα αποτελέσματα της μελέτης της στο περιοδικό Journal of Epidemiology and Community Health έδειξαν ότι όσοι ζούσαν κοντά στα τείχη είχαν 19% περισσότερες πιθανότητες να παίρνουν αντικαταθλιπτικά και 39% να παίρνουν ηρεμιστικά φάρμακα κατά του άγχους.
Διαφορετικές ερμηνείες έχουν ανά τα χρόνια προταθεί για το συγκεκριμένο εύρημα. Ο Μίλερ-Χέγκεμαν υποστήριζε ότι είναι η ίδια η φυσική ύπαρξη των τειχών που αρρωσταίνει ψυχικά τους ανθρώπους που ζουν κοντά τους.
Οι σύγχρονοι όμως ερευνητές θεωρούν πιο αφηρημένη τη σχέση τειχών – ψυχικής υγείας. Η Κριστίν Λιουενμπέργκερ, κοινωνιολόγος του αμερικανικού Πανεπιστημίου Κορνέλ, πιστεύει ότι κάθε φραγμός προσλαμβάνεται από τους ανθρώπους ως μέρος ενός ευρύτερου «συστήματος τειχών», τα οποία μπορεί να είναι είτε φυσικά σύνορα είτε εμπόδια και πλήγματα της καθημερινότητας (π.χ., απώλεια εργασίας).
Η Λιουενμπέργκερ τονίζει ότι η ανύψωση τειχών μπορεί να διαταράξει πολλαπλώς τη σταθερότητα και ευτυχία των ανθρώπων. Χαρακτηριστικό θεωρεί το παράδειγμα των ανθρώπων που δούλευαν εκατέρωθεν της «πράσινης γραμμής» μεταξύ Ισραήλ – Παλαιστίνης. Οι Ισραηλινοί περνούσαν τα σύνορα για να πάρουν εμπορεύματα από τις παλαιστινιακές πόλεις. Οι Παλαιστίνιοι έραβαν υφάσματα για τις ισραηλινές εταιρείες κλωστοϋφαντουργίας. Όταν το τείχος ανυψώθηκε, οι συναλλαγές αυτές τερματίστηκαν και η ζωή εκατοντάδων ανθρώπων άλλαξε δραματικά.
Τα τείχη στη Βόρεια Ιρλανδία θα μπορούσαν να έχουν καταστραφεί, από τότε που η περίοδος των Ταραχών παρήλθε. Ωστόσο, σε έρευνα που διεξήχθη το 2012, φάνηκε ότι αρκετοί προτιμούν «τα πράγματα να μείνουν ως έχουν». Η Μάκγκουαϊρ, που έζησε στο Μπέλφαστ, εξηγεί ότι αυτά τα τείχη μπορεί να εγείρουν το φόβο, λειτουργούν όμως και προστατευτικά. Αλλά όσο τα τείχη συνεχίζουν να υπάρχουν, ο φόβος του «άλλου», του «ξένου», του «διαφορετικού», διαιωνίζεται.
Η γεωγράφος Ελίζαμπεθ Βάλετ του Πανεπιστημίου του Κεμπέκ στο Μόντρεαλ δίνει έμφαση στη γενικότερη αίσθηση ανασφάλειας που τα τείχη δημιουργούν. Σε ένα ταξίδι της στο Τέξας όπου κατασκευάζονται συνοριακά τείχη, συνειδητοποίησε ότι, ενώ οι κάτοικοι δεν μιλούσαν καθόλου για τα τείχη, όλοι είχαν την αίσθηση ότι βρίσκονταν υπό καθεστώς παρακολούθησης, πράγμα που προδίδει μια διάχυτη δυστοπική ατμόσφαιρα, επιβαρυντική για την ψυχική υγεία.
Μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής
O Τομπάιας Βογκτ, ο οποίος μελετά τη δημόσια υγεία στο Πανεπιστήμιο του Γκρόνινγκεν στην Ολλανδία, διερεύνησε την επίδραση που είχε η πτώση του τείχους του Βερολίνου στο προσδόκιμο ζωής. Τα αποτελέσματα της έρευνας που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό γεροντολογίας Gerontology το 2013, καταδεικνύουν ότι μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών το προσδόκιμο ζωής των γυναικών στην Ανατολική Γερμανία αυξήθηκε κατά τέσσερα χρόνια, ενώ των ανδρών κατά έξι χρόνια.
Διερευνώντας τα αίτια αυτής της αύξησης, ο ερευνητής τονίζει ότι δεν είναι πιθανώς η ίδια η απουσία του τείχους που αυξάνει το προσδόκιμο ζωής, αλλά η βελτίωση της υγειονομικής περίθαλψης, του βιοτικού επιπέδου, καθώς και ένα αίσθημα ελευθερίας που επικράτησε στους Ανατολικογερμανούς μετά την πτώση του τείχους και αφορούσε τις νέες προοπτικές και δυνατότητες για ταξίδια.
Παρόλα αυτά, έχει αποδειχθεί πως ακόμα και μετά την πτώση των τειχών των συνόρων, οι επιπτώσεις τους παραμένουν. Έτσι, μετά τη γερμανική επανένωση, σταδιακά το σύνδρομο «Mauerkrankheit» αντικαταστάθηκε από τους επιστήμονες από το σύνδρομο «Mauer in den Köpfen» ή «το τείχος στο κεφάλι».
Ο Κλάους-Κρίστιαν Κάρμπον, ψυχολόγος που μελετά την αντίληψη στο γερμανικό Πανεπιστήμιο του Μπάμπεργκ, βρήκε π.χ. πως οι άνθρωποι τείνουν να υπερεκτιμούν τις αποστάσεις μεταξύ πόλεων, όταν το σημείο προορισμού βρίσκεται στην άλλη πλευρά των τειχών.
Όπως λέει η Ελίζαμπεθ Βάλετ, «ακόμα και αν τα τείχη τελικά πέσουν, παραμένουν στη συνείδηση των ανθρώπων».
Δεν είναι λίγοι οι ψυχολόγοι που έχουν επιχειρήσει να ερμηνεύσουν τα κίνητρα των κρατών για τη δημιουργία τειχών. Το 1969 ο διάσημος βρετανός ψυχαναλυτής Ντόναλντ Γουίνικοτ χαρακτήρισε το τείχος του Βερολίνου «μανιο-καταθλιπτική ψύχωση» (σήμερα θα λέγαμε διπολική διαταραχή), υποστηρίζοντας ότι με την κατασκευή του οι Γερμανοί προσπάθησαν να αναβάλουν την επίλυση μιας εσωτερικής σύγκρουσης.
Αντίστοιχα ήταν τα κίνητρα στη Βόρεια Ιρλανδία, ενώ στην περίπτωση Ισραήλ – Παλαιστίνης, σύμφωνα με ισραηλινούς ψυχολόγους, το τείχος λειτούργησε ως μέσο για να «καλυφθεί το πρόβλημα», με την έννοια ότι οι Παλαιστίνιοι γίνονται πια αόρατοι.
Σύμφωνα με τον τουρκοκύπριο ψυχίατρο Βαμίκ Βολκάν (στο παρελθόν διατέλεσε πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Πολιτικής Ψυχολογίας) «βασικά ο σκοπός των τειχών είναι η ψυχολογική προστασία». Αλλά πρόσθεσε ότι τα τείχη είναι επίσης «μια ψυχολογική ψευδαίσθηση» και ότι συχνά απλώς εντείνουν τις κρίσεις ταυτότητας που πρέπει να επιλυθούν.
Η Βάλετ επισήμανε πως οι τρεις κυριότεροι σκοποί για τους οποίους χτίζονται τα τείχη είναι η εδραίωση της ειρήνης, η πρόληψη του λαθρεμπορίου και της τρομοκρατίας, καθώς και η παρεμπόδιση της μετανάστευσης. Σχεδόν όμως όλες οι περίπου 50 κατασκευές τειχών μετά το 2002 έχουν σχεδιαστεί γι’ αυτόν τον τελευταίο σκοπό: να κρατήσουν «άλλους» απέξω.
Τα ψυχολογικά προβλήματα που τα τείχη τροφοδοτούν ενισχύουν επίσης την πολιτική ατζέντα που έχουν οι εθνικιστές ηγέτες. Ένας πολίτης που ζει δίπλα σε ένα τείχος, νιώθει κατάθλιψη ή άγχος και έχει μάθει να φοβάται τον «άλλο», είναι λιγότερο πιθανό να αντισταθεί σε έναν πολιτικό ηγέτη που χρησιμοποιεί το φόβο του «άλλου» ως πολιτική πλατφόρμα. Χρειάζεται μια νοοτροπία πολιορκουμένου για να χτιστεί ένα τείχος. Και μόλις αυτό χτιστεί, όσοι ζουν στη σκιά του καταλήγουν να νιώθουν ακόμη πιο πολιορκημένοι.
(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)