Γράφει ο Γιάννης Νάκος
Τα πολιτικά κόμματα εκφράζουν επιμέρους, διαφορετικές και αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις πάνω στο ποιό είναι το γενικό συμφέρον, και καμιά φορά εκφράζουν τα ίδια ακόμη και επιμέρους διαφορετικά συμφέροντα.
Η ύπαρξη των κομμάτων υποδηλώνει ότι σε κάθε κοινωνία υπάρχουν διαφορετικές «θελήσεις» και η γενική θέληση είναι απλώς εκείνη που τελικά επικρατεί και εφαρμόζεται επειδή επικυρώνεται και νομιμοποιείται από τις υπάρχουσες δημοκρατικές διαδικασίες. Η ύπαρξη των κομμάτων υπενθυμίζει ότι η κοινωνία δεν είναι ενιαία ούτε ενωμένη και ότι στο εσωτερικό της υπάρχουν πολλές αντιθέσεις και διεξάγονται καμιά φορά και συγκρούσεις.
Ο βίαιος χαρακτήρας που έχουν πάρει κατά καιρούς τέτοιες συγκρούσεις είναι ίσως εκείνος που κάνει μερικούς να πιστεύουν ότι τα κόμματα είναι που τις δημιουργούν, όμως το βέβαιο είναι ότι η πολλαπλότητα των απόψεων και των συμφερόντων σε μια κοινωνία υπάρχει ανεξάρτητα από το αν σε αυτή λειτουργούν κάποια διακριτά πολιτικά κόμματα.
Η δημοκρατία είναι ένα πολιτικό σύστημα το οποίο ξεκινά ακριβώς από την παραδοχή ότι αυτή η πολλαπλότητα απόψεων και συμφερόντων είναι δεδομένη και φυσιολογική και ότι οι θεσμοί του Κράτους θα πρέπει να επιτρέπουν, αφενός να εκφράζονται ελεύθερα όλες οι απόψεις και όλα τα συμφέροντα, αφετέρου να αναδεικνύεται κάθε φορά η επικρατούσα άποψη μέσα από διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν οι πολίτες. Με τον τρόπο αυτό θεωρείται ότι η άποψη που τελικά επικρατεί αποκτά μεγαλύτερη νομιμοποίηση σε σύγκριση με μια κατάσταση όπου μια μικρή μειοψηφία αποφασίζει και κυβερνά, και ότι κατ’ αυτό τον τρόπο εκτονώνεται και η συγκρουσιακή δυναμική που εμπεριέχεται στις αντιτιθέμενες απόψεις.
Επομένως, είναι φυσιολογικό η δημοκρατία, όχι μόνο να αναγνωρίζει τα κόμματα και ο ρόλο τους ως εκφραστή αντιθέσεων, αλλά να τα προϋποθέτει κιόλας.
Φυσικά οι πολλές και διαφορετικές απόψεις και συμφέροντα που υπάρχουν σε μια κοινωνία εκφράζονται πρώτα από όλα σε ατομικό επίπεδο, αφορούν δηλαδή τον καθένα από εμάς. Θεωρητικά βέβαια, θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια δημοκρατία όπου το κάθε άτομο μετέχει ως πολίτης στους κεντρικούς θεσμούς της εκφράζοντας τη δική του και μόνο άποψη, όπου ακούγονται μόνο απόψεις ατόμων-πολιτών κι όπου στο τέλος αποφασίζεται δημοκρατικά ποια άποψη θα υιοθετηθεί.
Στην πράξη ωστόσο, ακόμη και στις πιο άμεσες μορφές δημοκρατίας που γνώρισε η ανθρωπότητα (όπως π.χ. εκείνες της Αρχαίας Ελλάδας) δεν υπάρχουν τόσες απόψεις όσοι και οι πολίτες. Φυσιολογικά, οι πολίτες με κοινές ή παρεμφερείς απόψεις για διάφορα θέματα και με κοινά συμφέροντα που συναντιούνται και συζητούν στο δημόσιο χώρο (στην «Αγορά») ενώνονται για να επιτύχουν κάποιους σκοπούς και αυτή ακριβώς η διαδικασία διαμορφώνει τις «παρατάξεις» που λειτουργούν άτυπα κι εκφράζονται ενιαία μέσω κάποιων ηγετών (παρατάξεις των ολιγαρχικών και των δημοκρατικών στην Αρχαία Αθήνα).
Ποτέ το άτομο δεν είναι δυνατό να εκφραστεί πολιτικά, να πολιτικοποιηθεί και να λειτουργήσει σαν πολίτης χωρίς την προηγούμενη διαμεσολάβηση κάποιων σχηματισμών που φέρνουν την άποψή του σε σύγκλιση με τις απόψεις κάποιων από τους συμπολίτες του.
Έτσι, μπορεί να θεωρηθεί ότι κάθε σχηματισμό που ιστορικά έπαιξε αυτό το διαμεσολαβητικό ρόλο, που ενοποίησε τις απόψεις των ανθρώπων και τους πολιτικοποίησε (από τις παρατάξεις και τις φατρίες των αρχαίων δημοκρατιών μέχρι τις συντεχνίες των μεσαιωνικών πόλεων) συνέβαλε στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του σύγχρονου πολίτη και ουσιαστικά προετοίμασε ταυτόχρονα, τόσο την έλευση των σύγχρονων κομμάτων όσο και την έλευση της ίδιας της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Πράγματι, η ιδέα της κοινοβουλευτικού τύπου αντιπροσώπευσης που επικράτησε σταδιακά στην οργάνωση των σύγχρονων δημοκρατιών ήταν αυτή που κατέστησε απαραίτητο να καταλάβει αυτό το διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στην ατομική θέληση και τη γενική θέληση μια οργανωμένη δύναμη.
Στο αντιπροσωπευτικό και κοινοβουλευτικό σύστημα εξουσίας το άτομο προκειμένου να εκφράσει την άποψή του για τα δημόσια πράγματα δεν αρκεί να έλθει σε συνεννόηση με τους συμπολίτες του με τους οποίους ομονοεί. Είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένο να επιλέξει κάποιον (άλλο άτομο ή σχηματισμό ατόμων) που να εκπροσωπεί καλύτερα τις απόψεις ή/και τα συμφέροντά του σε μονιμότερη βάση.
Έτσι, η σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός όχι μόνο ευνόησαν τη δημιουργία κομμάτων, αλλά και οδήγησαν τα αρχικώς χαλαρά πολιτικά κόμματα στο να αποκτήσουν πιο σταθερή μορφή και να γίνουν ο τόπος μέσα στον οποίο πολιτικοποιείται και διαμορφώνεται ο σύγχρονος πολίτης.
Μια σύντομη ματιά στην πολυτάραχη ιστορία της γέννησης και της εγκαθίδρυσης των σύγχρονων δημοκρατιών θα μας πείσει ότι, αφενός η δημιουργία και η δράση των πολιτικών κομμάτων συνδέεται με τους σκληρούς αγώνες που δόθηκαν για τη δημοκρατία, αφετέρου ότι τα δημοκρατικά καθεστώτα ολοκληρώθηκαν μόνο όταν αναγνωρίστηκαν πλήρως τα πολιτικά κόμματα που δρούσαν στο εσωτερικό τους.
Η ύπαρξη και η δράση πολλών και διαφορετικών κομμάτων, ο λεγόμενος πολυκομματισμός, θεωρήθηκε σαν αρχή αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, ενώ, αντίστροφα, οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις στη δράση των κομμάτων θεωρήθηκαν σημάδια αυταρχισμού, ολοκληρωτισμού και έλλειψης δημοκρατίας.
Η δημιουργία των κομμάτων υπήρξε λοιπόν καρπός και ταυτόχρονα προϋπόθεση της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Τα κόμματα είναι λοιπόν οι σύγχρονοι σχηματισμοί που λειτουργούν στο χώρο που βρίσκεται ανάμεσα στον πολίτη από τη μια και το Κράτος και την εξουσία από την άλλη. Στην λεγόμενη «κοινωνία των πολιτών», τα πολιτικά κόμματα δεν είναι το μοναδικό μόρφωμα που υπάρχει στο χώρο ανάμεσα στο πολίτη και το Κράτος. Είναι όμως αναμφισβήτητα εκείνος ο θεσμός διαμεσολάβησης ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, τον πολίτη και την εξουσία, ο οποίος αν και αντικατοπτρίζει τη διαίρεση της κοινωνίας μπορεί ταυτόχρονα να παίζει έναν εξαιρετικά ενοποιητικό ρόλο ακριβώς όπως και οι πολιτειακοί θεσμοί του Κράτους.
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τη θετική όψη του ρόλου που παίζουν τα πολιτικά κόμματα στη δημοκρατία. Γιατί τα κόμματα ακόμη κι όταν συγκρούονται μεταξύ τους, ακόμη κι όταν αποκαλύπτουν με τη δράση τους τις μεγάλες αντιθέσεις που υπάρχουν σε μια κοινωνία, μπορούν ταυτόχρονα -έστω και παρά τη θέλησή τους ή εν αγνοία τους- να συμβάλλουν στην ισχυροποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πώς όμως συμβαίνει αυτό;
Η αντιπροσωπευτική-κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι ένα πολιτικό σύστημα όπου ο λαός συμμετέχει έμμεσα στη διακυβέρνηση της χώρας του. Αυτό προϋποθέτει ότι οι πολίτες της συμμετέχουν στα κοινά και ενδιαφέρονται για την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος και για την εφαρμογή μιας γενικής θέλησης παρά το ότι οι ίδιοι έχουν δικά τους συμφέροντα και επιθυμίες. Αυτό δεν είναι φυσικά αυτονόητο. Προφανώς, για να διαθέτει ο πολίτης αυτή την αίσθηση γενικού συμφέροντος και γενικής θέλησης πρέπει προηγουμένως να έχει τουλάχιστον την αίσθηση ότι έχει κοινές απόψεις και κοινά συμφέροντα με άλλους συμπολίτες του. Τέτοιες μεγάλες ομάδες και κατηγορίες πολιτών, όπως οι επαγγελματικές και συνδικαλιστικές ενώσεις, κινήματα γνώμης, ομάδες πίεσης ή και συμφερόντων υπάρχουν και προβάλλουν τις θέσεις και τα αιτήματά τους. Επειδή ωστόσο αυτά μπορεί να είναι αντικρουόμενα, φαντάζουν στα μάτια άλλων κοινωνικών ομάδων ως συντεχνιακά και μονομερή, ενδεχομένως δε αποτελούν πηγή αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων μεταξύ τους. Τα πολιτικά κόμματα -ακόμη κι όταν υιοθετούν και εκφράζουν με πάθος τέτοια συλλογικά αιτήματα και συμφέροντα- ακριβώς επειδή βρίσκονται ένα επίπεδο πιο κοντά στο Κράτος σε σύγκριση με τέτοιες κοινωνικές ομάδες και οργανώσεις, μπορούν να διαμορφώνουν τα αιτήματα και τα συμφέροντά τους με τέτοιο τρόπο ώστε να επικαλούνται το γενικό συμφέρον. Αυτή η συνήθεια να επικαλούμαστε το γενικό συμφέρον και να προσπαθούμε να νομιμοποιούμε και να θεμελιώνουμε στην κοινή συνείδηση τα κάθε είδους αιτήματα μας, είναι η πιο χαρακτηριστική μορφή πολιτικοποίησης στη δημοκρατία στην οποία τα κόμματα εκπαιδεύουν ηθελημένα ή αθέλητα με τη δράση τους τούς πολίτες από τότε που έκαναν τα πρώτα τους κοινοβουλευτικά βήματα.
Μια σημαντική λοιπόν λειτουργία των κομμάτων ως θεσμού του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι ότι, ακριβώς επειδή αναπτύσσουν γενική πολιτική δράση και καταρχήν θέσεις για όλα τα ζητήματα, συνεισφέρουν ώστε να ενοποιούνται και να ομαδοποιούνται οι διάφορες συλλογικές απόψεις και τα συλλογικά συμφέροντα που υπάρχουν στην κοινωνία και να μετατρέπονται σε επιλογές που αφορούν τη διακυβέρνηση του Κράτους.
Αυτό δεν σημαίνει, ότι τα πολιτικά κόμματα είναι η μοναδική μορφή συμμετοχής των πολιτών στα κοινά, ούτε ότι είναι απαραίτητο οι πολιτικοποιημένοι πολίτες να είναι μέλη ή υποστηρικτές κάποιου κόμματος. Ωστόσο, ο ενημερωμένος και δραστήριος πολίτης σε μια δημοκρατία δεν μπορεί να παρακάμψει τις θέσεις των διαφόρων κομμάτων και να μην τις λάβει υπόψη του εφόσον αυτές αποτελούν διαφορετικές οπτικές σχετικά με το γενικό συμφέρον μιας κοινωνίας και υπαρκτές εναλλακτικές επιλογές που τίθενται μπροστά στον καθένα από εμάς.
Σταδιακά λοιπόν, σε όλες τις σύγχρονες δημοκρατίες, τα κόμματα απέκτησαν τον κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική ζωή και έγιναν το κύριο μέσο πολιτικοποίησης μεγάλων μαζών του λαού που σε παλαιότερα καθεστώτα παρέμεναν αποκλεισμένες από τη διακυβέρνηση της κοινωνίας.
Με τη γενίκευση του εκλογικού δικαιώματος και της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης τα πολιτικά κόμματα που παρουσιάζουν τους υποψήφιούς τους σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες και συγκροτούν μεγάλες κοινοβουλευτικές ομάδες, αρχίζουν να παραμερίζουν άλλες μορφές αντιπροσώπευσης «εκπαιδεύοντας», θα λέγαμε, τους πολίτες μιας χώρας στο δημοκρατικό πολιτικό παιχνίδι και διαδίδοντάς το μέχρι το πιο απομακρυσμένο σημείο μιας χώρας. Φυσικά, αυτού του είδους η πολιτικοποίηση ήταν συνυφασμένη με την πολιτική ταυτότητα την οποία κάθε κόμμα προσέφερε στα μέλη και τους υποστηρικτές του, η οποία πολλές φορές ήταν συμβολικά επικρατέστερη σε σύγκριση με την ίδια την ταυτότητα του πολίτη μια δημοκρατίας. Ωστόσο, καθώς τα κόμματα διεκδικούσαν την εξουσία μέσα σε δημοκρατικά πλαίσια, σταδιακά έτειναν να εκδημοκρατιστούν και τα ίδια, υιοθετώντας πιο διαφανείς και συμμετοχικές διαδικασίες στο εσωτερικό τους, παρόμοιες με τις αρχές που σταδιακά επικρατούσαν και για το ίδιο το δημοκρατικό Κράτος. Το αποτέλεσμα είναι ότι και πάλι η δημοκρατική συνείδηση μέσω της συμμετοχής στο πολιτικό και κομματικό παιχνίδι σταδιακά εξαπλωνόταν σε ολόκληρη την κοινωνία.
Τέλος, παρ’ όλο που τα πολιτικά κόμματα αποτελούν εκ θέσεως φορείς διαφωνιών, διαφορετικών και αντιτιθέμενων οπτικών, συνολικά η δραστηριότητά τους αναπτύσσει τον πολιτικό διάλογο και επιτρέπει να επιτυγχάνονται οι συνθέσεις και συγκλίσεις που είναι απαραίτητες ώστε να ασκηθεί η διακυβέρνηση στη δημοκρατική Πολιτεία.
Αυτό συμβαίνει ακριβώς γιατί τα κόμματα με τον διαμεσολαβητικό ρόλο και την κεντρική τους δραστηριότητα αποτελούν έναν από τους παράγοντες (μαζί με τα ΜΜΕ φυσικά) που συμβάλλουν στο να δημιουργηθεί μια κοινή γνώμη η οποία λειτουργεί ως αθέατος κριτής των πολιτικών τοποθετήσεων και των ιδεών. Η υποχρέωση να αντιπαρατεθεί κανείς δημόσια ενώπιον της κοινής γνώμης με τον πολιτικό του αντίπαλο είναι κάτι που ακόμη και στις περιπτώσεις ακραίων και συγκρουσιακών πολιτικών καταστάσεων λειτουργεί εκτονωτικά.
Έτσι η παρουσία και τη δράση των κομμάτων -ακόμη κι όταν αυτά είναι «κόμματα διαμαρτυρίας» –διαμορφώνεται κατά έναν παράδοξο σύμφωνα με τις δημοκρατικές επιταγές και λειτουργεί ως «βήμα έκφρασης» το οποίο προσφέρει μια διέξοδο στην κοινωνική δυσαρέσκεια και διευκολύνει την αναζήτηση ικανοποιητικών συμβιβασμών.
Όλα τα παραπάνω συνέτειναν στο να θεωρείται πλέον ότι τα κόμματα στο σύνολό τους ως θεσμός έχουν έναν αναντικατάστατο ρόλο στη δημοκρατία, που στις περισσότερες δημοκρατικές χώρες (και στην Ελλάδα) κατοχυρώνεται και συνταγματικά (άρθρο 29).