Μόλις επτά εβδομάδες μετά την άνετη επικράτησή του απέναντι στην ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, ο Εμανουέλ Μακρόν καλείται να περάσει άλλον έναν δύσκολο κάβο, αντιμέτωπος με έναν πολύ διαφορετικό αντίπαλο.
Οι βουλευτικές εκλογές που διεξάγονται σήμερα και την επόμενη Κυριακή απέκτησαν χαρακτηριστικά αμφίρροπης αναμέτρησης ανάμεσα στον προεδρικό συνασπισμό «Μαζί!» και στη Νέα Λαϊκή Ενότητα, υπό τον ηγέτη της «Ανυπότακτης Γαλλίας», Ζαν-Λικ Μελανσόν.
Τον αριστερό πολιτικό που λίγο έλειψε να μπει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, με θέσεις για έξοδο από το ΝΑΤΟ, ανυπακοή στην Ε.Ε., σύνταξη στα 60, κατώτατο μισθό 1.500 ευρώ (καθαρά) και ευρεία συνταγματική αναθεώρηση, ενώ στη συνέχεια αναγόρευσε τις βουλευτικές εκλογές σε άτυπο τρίτο γύρο των προεδρικών, ελπίζοντας σε γρήγορη πολιτική ρεβάνς εις βάρος του Μακρόν.
Η συγκατοίκηση προέδρου και πρωθυπουργού από αντίπαλες πολιτικές οικογένειες ήταν ανέκαθεν ένα ενδεχόμενο στην Πέμπτη Δημοκρατία που θεμελίωσε ο Σαρλ ντε Γκωλ για όσο καιρό οι μεν προεδρικές εκλογές διεξάγονταν κάθε επτά χρόνια, οι δε βουλευτικές κάθε πέντε.
Ο σοσιαλιστής Μιτεράν αναγκάστηκε δύο φορές να συγκατοικήσει με κεντροδεξιούς πρωθυπουργούς (τους Σιράκ και Μπαλαντίρ), ενώ ο κεντροδεξιός Σιράκ συνυπήρξε με την κυβέρνηση της «πληθυντικής Αριστεράς» (Σοσιαλιστές – Κομμουνιστές – Πράσινοι), υπό τον Λιονέλ Ζοσπέν. Tα πράγματα άλλαξαν από τη στιγμή που η προεδρική θητεία περιορίστηκε στα πέντε χρόνια, με αποτέλεσμα οι βουλευτικές εκλογές, αμέσως μετά τις προεδρικές, να θεωρούνται εκ προοιμίου κερδισμένες από τον νέο πρόεδρο.
Η τελευταία επιβεβαίωση του κανόνα ήρθε το 2017, όταν ο Μακρόν, με τον αέρα του πρόσφατου θριάμβου του εναντίον της Λεπέν, κέρδισε άνετη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, υπερβαίνοντας κατά πολύ το ελάχιστο όριο των 289 εδρών (το προεδρικό κόμμα LREM εξέλεξε 313 βουλευτές και το συμμαχικό MoDem άλλους 47).
Ωστόσο, η φετινή προεδρική αναμέτρηση έφερε τεκτονικές αλλαγές στο πολιτικό τοπίο της Γαλλίας. Στη θέση του παραδοσιακού διπολισμού Κεντροδεξιάς – Κεντροδεξιάς, διαμορφώθηκε ένα τριπολικό σκηνικό, με σχεδόν ισοδύναμους σε ποσοστά και εντελώς ασύμβατους, πολιτικά, χώρους, όπου το μακρονικό Κέντρο βρίσκεται ανάμεσα στην Ακροδεξιά και στη ριζοσπαστική Αριστερά. Οταν ο Μελανσόν, αμέσως μετά την εκλογή Μακρόν, κάλεσε τους πολίτες να υποστηρίξουν το κόμμα του στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές, ώστε να αναλάβει ο ίδιος την πρωθυπουργία, πολλοί εκπρόσωποι του κατεστημένου τον αντιμετώπισαν με καυστική ειρωνεία. Τα χαμόγελα, όμως, πάγωσαν όταν ο 70χρονος πολιτικός, που είχε διασπάσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα, κατάφερε να ενώσει γύρω του Πράσινους, Κομμουνιστές, ακόμη και τους Σοσιαλιστές, φέρνοντας στα πρόθυρα εγκεφαλικού τον πρώην πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ.
Αν και όλες οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν επικράτηση του προεδρικού μπλοκ στον δεύτερο και αποφασιστικό γύρο, το τελευταίο διάστημα η ανησυχία στο στρατόπεδο Μακρόν ενισχύθηκε, καθώς η δυναμική της εκλογικής μάχης φαινόταν να ευνοεί τον Μελανσόν.
Στην τελευταία δημοσκόπηση της εταιρείας Ipsos για την εφημερίδα Le Monde, το «Μαζί!» και η Νέα Λαϊκή Ενότητα εμφανίζονταν να δίνουν αγώνα στήθος με στήθος, συγκεντρώνοντας γύρω στο 28% ο καθένας, ενώ η διασπασμένη Ακροδεξιά συγκέντρωνε αθροιστικά γύρω στο 25% – κάτι που, ωστόσο, θα μεταφραζόταν σε πολύ λιγότερες έδρες.
Το ιδιόμορφο εκλογικό σύστημα (όλες οι περιφέρειες είναι μονοεδρικές, κι αν κανείς υποψήφιος δεν συγκεντρώσει το 50% στον πρώτο γύρο, τότε μπαίνουν στον δεύτερο όσοι συγκέντρωσαν τουλάχιστον 12,5% των εγγεγραμμένων και εκλέγεται ο πρώτος εξ αυτών, ανεξάρτητα από ποσοστό) καθιστά την πρόβλεψη για την κατανομή των εδρών εξαιρετικά δυσχερή. Ενα άλλο, ανησυχητικό για τον Μακρόν, στοιχείο της δημοσκόπησης είναι ότι μόλις 46% των δυνάμει ψηφοφόρων του εμφανίζονται βέβαιοι για την τελική επιλογή τους, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τον Μελανσόν είναι 79%.
Με τη δυσαρέσκεια μεγάλου μέρους των λαϊκών στρωμάτων για τις πολιτικές του να διευρύνεται εξαιτίας της υπονόμευσης της αγοραστικής τους δύναμης, ο Μακρόν προσπάθησε να μείνει κάτω από το ραντάρ, αποσύροντας από την ημερήσια διάταξη αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις, όπως η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης, και επιλέγοντας την άχρωμη Ελιζαμπέτ Μπορν για το αξίωμα του πρωθυπουργού. Αποτέλεσμα ήταν μια εντελώς άτονη προεκλογική περίοδος, όπου, ουσιαστικά, μόνον ο Μελανσόν έκανε καμπάνια (παρότι δεν είναι υποψήφιος για βουλευτική έδρα), με τη δεξιά Le Figaro να ανησυχεί «μήπως πρόκειται για τη γαλήνη πριν από τη θύελλα».
Το πρώτο μήνυμα που ήρθε από τις εκλογές των Γάλλων του εξωτερικού ενίσχυσε τον σκεπτικισμό στους κόλπους των ελίτ: αν και ο προεδρικός συνδυασμός ήρθε στην πρώτη θέση, το μπλοκ του Μελανσόν σημείωσε μεγάλη άνοδο και θα διεκδικήσει, στον δεύτερο γύρο, δέκα από τις έντεκα έδρες που αντιστοιχούν στη γαλλική διασπορά. Μόνον ως ενδείξεις εκνευρισμού μπορούν να μεταφραστούν οι προειδοποιήσεις του δεξιάς προέλευσης υπουργού Οικονομικών του Μακρόν, Μπρινό Λε Μερ, πως ενδεχόμενη νίκη του Μελανσόν θα έφερνε στο πρωθυπουργικό μέγαρο έναν «Γάλλο Τσάβες» ή τα βιτριολικά σχόλια για το παρελθόν του στην τροτσκιστική τάση των Lambertistes (όπου είχε, επίσης, θητεύσει στα νιάτα του ο Ζοσπέν, αλλά αυτό δεν θεωρήθηκε σκάνδαλο όταν έγινε πρωθυπουργός).
Το ατού, τα σενάρια και οι περιπλοκές
Ο Γάλλος πρόεδρος υπολογίζει ότι η κεντρώα θέση του στο πολιτικό φάσμα αποτελεί ισχυρότατο ατού στον δεύτερο γύρο: όπου ένας δικός τους αντιμετωπίζει υποψήφιο της Ακροδεξιάς, οι αριστεροί στην πλειοψηφία τους θα τον υποστηρίξουν, έστω βλαστημώντας από μέσα τους, ενώ όπου έχει απέναντί του έναν αριστερό, θα συσπειρώσει την πλειοψηφία των συντηρητικών.
Είναι πιθανόν ο Μακρόν να έχει δίκιο. Ωστόσο, δεν αποκλείεται να μείνει χωρίς απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να αναγκαστεί, για να κυβερνήσει, να στηριχτεί όχι μόνο στους κεντροδεξιούς συμμάχους του που ήδη συμμετέχουν στο «Μαζί!» (MoDem και Horizons), αλλά και στο βασικό κόμμα της Δεξιάς, τους «Ρεπουμπλικανούς». Σε περίπτωση νίκης-έκπληξης του Μελανσόν, τα πράγματα περιπλέκονται για τον Μακρόν. Το προεδρικό σύστημα αφήνει στα χέρια του τις καίριες αποφάσεις για θέματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, αλλά στα εσωτερικά το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα θα μπλοκαριστεί.
Ως πρόεδρος, έχει τη δυνατότητα να μην αναθέσει την πρωθυπουργία στον Μελανσόν, αλλά σε άλλο στέλεχος της πλειοψηφίας, κάτι τέτοιο, όμως, θα προκαλέσει οξεία πολιτική και θεσμική κρίση.