Ανησυχητικά είναι τα στοιχεία για την ενδοοικογενειακή βία και τις γυναικοκτονίες που έδωσε στη δημοσιότητα η υφυπουργός Εργασίας, αρμόδια για τη δημογραφική πολιτική και την οικογένεια, Μαρία Συρεγγέλα, ωστόσο η αύξηση των καταγγελιών μέσα στο 2021 αποτιμάται (και) θετικά.
«Οι γυναίκες άκουσαν, έμαθαν, εμπιστεύτηκαν ότι υπάρχουν δομές, ότι υπάρχουν ειδικοί επιστήμονες και αυτιά που μπορούν πλέον να τις ακούσουν» είπε η υφυπουργός στη Βουλή κατά την ενημέρωση για την «2η Ετήσια Έκθεση για τη βία κατά των γυναικών». Η αύξηση των περιστατικών βίας ανέρχεται σε 8.6% σε σχέση με το 2020, αλλά αυτό ερμηνεύεται και ως αύξηση στις καταγγελίες, δήλωσε η υφυπουργός. Ανάμεσα στα στοιχεία που προκύπτουν από το δίκτυο δομών για γυναίκες – θύματα βίας, είναι οι 6.797 κλήσεις για καταγγελίες που πραγματοποιήθηκαν στη γραμμή SOS 15900 μέσα στο 2021, ενώ από τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Ισότητας προκύπτει πως την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα, 30,4% έως 50% των ανθρωποκτονιών με θύματα γυναίκες ήταν γυναικοκτονίες -αναγνωρίζεται δηλαδή το έμφυλο κίνητρο. Κατά μέσο όρο, στην Ελλάδα πραγματοποιούνται 11 γυναικοκτονίες τον χρόνο.
Τα παιδιά ως «άγκυρα» για τις κακοποιημένες γυναίκες
Αν και ολοένα και περισσότερα νομικά εργαλεία αλλά και δράσεις και δομές για την πρόληψη και αντιμετώπιση της κακοποίησης, διατίθενται στα θύματα ενδοοικογενειακής και σεξουαλικής βίας, υπάρχουν σημεία που οι επιζήσασες επισημαίνουν ως κενά στο δίχτυ προστασίας τους.
«Ίσως να είχα δολοφονηθεί αν δεν είχα λάβει μόνη μέτρα να παραβιάζω αποφάσεις επικοινωνίας (του συζύγου) με το ανήλικο τέκνο. Δεν ξέρω τι μπορεί να είχε συμβεί και στο παιδί και σε εμένα», λέει η Π. που μιλάει στην κάμερα της ΕΡΤ (κεντρικό δελτίο ειδήσεων 18.01.21)με καλυμμένο πρόσωπο και αλλοιωμένη φωνή.
Σύμφωνα με την Π. ο σύζυγος της έχει οριστικές καταδίκες για κακοποίηση, ωστόσο έχει ακόμα δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί, κάτι που όπως επισημαίνει η επιζήσασα είναι τροχοπέδη για κάθε γυναίκα που θέλει να κλείσει τον κύκλο μιας κακοποιητικής σχέσης. «Ακούμε πάρα πολύ θεωρία και στην πράξη τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, αν δεν εφαρμοστούν οι νόμοι όπως προκύπτουν από τη σύμβαση της Κωσταντινούπολης -να εφαρμοστούν όμως- καμία προστασία δεν έχουν οι γυναίκες. Εγώ προσωπικά εδώ και 8 χρόνια παρά τις καταδίκες, άνω των 80-90 μηνών του πρώην συζύγου δεν έχω προστατευθεί. Αυτή τη στιγμή έχω ζητήσει ασφαλιστικά τα περιμένω τώρα 2.5 μήνες να βγουν».
Ειδικοί συνηγορούν πως ο χρόνος που απαιτείται για να εκδικαστούν οι υποθέσεις, οι ποινές αλλά και η επαφή του κακοποιητικού συντρόφου με το παιδί, είναι επιπρόσθετες δυσκολίες για τις γυναίκες που βρίσκουν το θάρρος να καταγγείλουν και να απομακρυνθούν από το βίαιο περιβάλλον.
«Σχεδόν όλα τα αδικήματα (που δικάζονται βάση του νομικού πλαισίου για την ενδοοικογενειακή βία) είναι πλημμελήματα. Αυτό σημαίνει ότι έχουν μικρές ποινές, οι οποίες όλες είναι με αναστολή όταν τίθενται», επισημαίνει στην ΕΡΤ η Κική Πετρουλάκη, ψυχολόγος και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά της Βίας.
«Υπάρχουν γυναίκες που έχουν κάνει 3 και 4 φορές τις καταγγελίες τους, τις μηνύσεις τους, έχουν καταδικαστεί οι θύτες 3 και 4 φορές-αυτό βέβαια έχει συμβεί μετά από 4-5 χρόνια στην Αθήνα-, έχει βγει η πρωτόδικη απόφαση και μετά ακολουθεί και ένα εφετείο φυσικά. Οπότε υπάρχουν μεν αυτές οι ποινές, όμως όταν ερχόμαστε στην επιμέλεια των παιδιών αυτό θα το δικάσει το αστικό δικαστήριο. Εκείνο πολύ συχνά δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη του την ενδοοικογενειακή βία που έχει υποστεί αυτή η μητέρα και αυτά τα παιδιά και πολύ συχνά βλέπουμε αποφάσεις οι οποίες μπορεί να είναι τραγικές», λέει και συνεχίζει: «Διότι τώρα μια γυναίκα που φεύγει από το σπίτι το κακοποιητικό και πηγαίνει και κάνει μήνυση στην αστυνομία δεν είναι καλυμμένη στην πραγματικότητα, δεν μπορεί δηλαδή να πάει και να κρυφτεί κάπου ώστε να μην την βρει (ο πρώην σύντροφος) αν κινδυνεύει, οφείλει να τον ενημερώσει εγγράφως πού βρίσκεται το παιδί του -χωρίς να υπάρχει δικαστική απόφαση που να του δίνει δικαίωμα επικοινωνίας και αν αυτό δεν το πράξει τότε κινδυνεύει εκείνη να κατηγορηθεί ότι ασκεί με κακό τρόπο την γονική μέριμνα και άρα ρισκάρει και το να χάσει το παιδί της. Επίσης μπορεί μέχρι την αστυνομία όλα να γίνουν σωστά και στη συνέχεια αντί να εκτελεσθεί ένα αυτόφωρο όπως θα έπρεπε και να πάρει την ποινή του άμεσα και ενδεχομένως περιοριστικούς όρους για την προστασία της γυναίκας και του παιδιού από εισαγγελέα, αυτό δεν γίνεται, αφήνεται ελεύθερος, ορίζεται μία δικάσιμος κάποτε, επομένως τα άτομα που κατήγγειλαν αισθάνονται απροστάτευτα».
Σύμφωνα με την Κική Πετρουλάκη, όχι μόνο οι καθυστερήσεις στην εκδίκαση των υποθέσεων αλλά και η στήριξη που λαμβάνει ένα θύμα κακοποίησης δεν είναι επαρκής ώστε να διεκδικήσει την ανεξαρτησία του. «Αν η μητέρα δεν έχει άλλο εισόδημα και καταφέρει να είναι επιλέξιμη για να πάρει τα επιδόματα (το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, το επίδομα παιδιού, κλπ) θα πρέπει να ζει με 300 ευρώ τον μήνα. Μια μητέρα με ένα παιδί. Και αν έχει οποιοδήποτε άλλο εισόδημα μειώνεται. Αυτό είναι μαθηματικά αδύνατο σε μια χώρα σαν τη δική μας. Επομένως καταλαβαίνετε ότι δεν είναι τόσο απλή η οδηγία στις γυναίκες «μίλα, κατήγγειλε». Καθόλου απλή. Δεν αρκεί να καταγγείλεις για να είσαι ασφαλής», καταλήγει.