Γράφει ο Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Η ραγδαία αύξηση των μουσουλμάνων στην Ευρώπη μετά την δεκαετία του 1980 ενέτεινε την αλληλεπίδραση μεταξύ της Ευρώπης και διαφόρων τμημάτων του μουσουλμανικού κόσμου, ιδιαίτερα τη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική. Ο μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων αναγκάζει την ΕΕ να επεκτείνει την πολιτική της πέρα από τη κοινωνική και πολιτιστική σφαίρα.
Ο συνδυασμός, από τη μια, της γεωγραφικής γειτνίασης της Ευρώπης με το κέντρο του μουσουλμανικού κόσμου, και από την άλλη, με την δημογραφική αύξηση του Ισλάμ στο εσωτερικό της Ευρώπης αναγκάζει την ΕΕ να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην Μέση Ανατολή με μεγαλύτερη προσοχή, ιδιαίτερα εξελίξεις με αρνητικές επιπτώσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ίδια την ασφάλεια της Ευρώπης. Επιπλέον, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η Ευρώπη έχει αυξήσει την εξάρτησή της από τις ενεργειακές πηγές του Περσικού Κόλπου και της Βορείου Αφρικής. Αυτή η σχέση εξάρτησης έχει ενισχύσει σημαντικά την διασύνδεση της ΕΕ με αυτές τις μείζονος στρατηγικής σημασίας περιοχές του μουσουλμανικού κόσμου όπου για την Ευρώπη είναι απαραίτητη προϋπόθεση η εξασφάλιση μακράς σταθερότητας.
Ενόσω αυτή η σχέση εμβαθύνεται, ο ισλαμικός παράγοντας έρχεται να διεκδικήσει ένα πιο διεκδικητικό, πλην όμως για την ώρα περιορισμένο, ρόλο στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ. Αυτό είναι πολύ σημαντικό σε τρία επίπεδα: στο οικονομικό, στο ρόλο των μουσουλμανικών κοινοτήτων στην Ευρώπη και στην επίδραση που προκαλείται από την δράση μερικών ριζοσπαστικών στοιχείων που προκαλούν αρνητικές συνέπειες στις σχέσεις της ΕΕ με κάποια μουσουλμανικά κράτη.
Οικονομικά, η ΕΕ στηρίζεται πολύ στην εμπορική συνεργασία με κάποια κράτη κλειδιά της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής. Τα συμφέροντα της Ευρώπης στο να διατηρήσει αυτές τις οικονομικές σχέσεις συντελούν στην διαμόρφωση στόχων για θέματα πολιτικής και ασφάλειας. Οι σταθερές κυβερνήσεις είναι οι πλέον αξιόπιστοι εμπορικοί εταίροι. Η διαμόρφωση συνθηκών σταθερότητας και ειρήνης στο γειτνιάζοντα μουσουλμανικό χώρο της Ευρώπης είναι κάτι που ξεπερνά τα όρια του ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος. Είναι πρωτίστως οικονομικό συμφέρον.
Εκτός από την ενεργειακή κάλυψη, το εμπόριο μεταξύ της ΕΕ και των μουσουλμανικών χωρών αυξάνεται ραγδαία. Σήμερα η ΕΕ, ιδιαίτερα μετά τη στάση που τήρησε στον πόλεμο στο Ιράκ αλλά και στις κρίσεις που ακολούθησαν μετά του 2011, εκλαμβάνεται θετικά από τα μουσουλμανικά κράτη καθώς επίσης και η συνέχιση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θεωρείται το καλύτερο παράδειγμα ειρηνικής επίλυσης μακρών περιφερειακών διαφορών.
Οι μουσουλμάνοι, σήμερα, δεν είναι επαρκώς οργανωμένοι σε πολιτικό επίπεδο, ούτε μέσα στα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη αλλά ούτε και σε επίπεδο θεσμών της ΕΕ, παρά το ότι άρχισαν να συντελούνται σημαντικές αλλαγές μέσα στις μουσουλμανικές κοινότητες μετά την παραχώρηση σε μεγάλο αριθμό μουσουλμάνων ευρωπαϊκής υπηκοότητας. Το αποτέλεσμα είναι να έχουν ελάχιστη επιρροή στις εξωτερικές σχέσεις της Ένωσης. Παρ’ όλα ταύτα, η αυξανόμενη παρουσία τους έχει αρχίσει να επηρεάζει τα κέντρα λήψεως αποφάσεων σε ότι αφορά τις παλαιότερες μονομερείς πολιτικές και στρατηγικές επιλογές. Η περαιτέρω δημογραφική αύξηση του μουσουλμανικού στοιχείου στην Ευρώπη, κα ιδιαιτέρως, αν ενισχυθεί ακόμη περισσότερο με πιθανή ένταξη της Τουρκίας, θα ανατρέψει αυτήν την παθητικότητα των μουσουλμάνων που θα απαιτήσουν και θα εξασφαλίσουν περισσότερη επιρροή στη άσκηση της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής.