Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπαλτάς
Η φασαρία γύρω απο το όνομα της Ζωής Κωνσταντοπούλου είναι πολύ μεγαλύτερη απο αυτή που θα αντιστοιχούσε στα γεγονότα της πολιτικής επικαιρότητας.
Αυτό που συζητείται κυρίως απο δημοσιογράφους είναι το γεγονός ότι από την ανάληψη των καθηκόντων της έδειξε να κρατά μια σταθερή προσωπική γραμμή που δεν ακολουθούσε σε κάθε σημείο πάντα την κυβερνητική. Προφανώς αναφερόμαστε στο επίπεδο της επικοινωνιακής πολιτικής. Αυτό που στην Ελλάδα έχει αναδειχθεί ως το ανώτερο επίπεδο πολιτικής, αναντιστοίχα με τους γερμανούς εταίρους που διαχωρίζουν πλήρως το παιχνίδι με τα μέσα επικοινωνίας και τη στρατηγική πολιτικής διαπραγμάτευσης με την Ελλάδα.
Κατηγορίες ακούγονται κατά καιρούς διαρκώς για την Πρόεδρο της Βουλής, με τελευταία την καταγγελία για στρεβλή εφαρμογή του κανονισμού της Βουλής, σχετικά με το περιστατικό της παρέμβασης Κατρούγγαλου επί προσωπικού στην πρόσφατη ολομέλεια της Βουλής.
Όμως η κα Κωνσταντοπούλου εφαρμόζει τον κανονισμό της Βουλής με σχολαστικότητα που θα ζήλευαν ο Θωμάς Ακινάτης και ο Ρογήρος Βάκων. Δεν μπορεί το παραπάνω περιστατικό να είναι ικανό να δημιουργήσει τον θόρυβο που επικρατεί.
Γίνονται συχνά και καταγγελίες για ειρωνικό και δεικτικό ύφος απο πλευράς της Προέδρου, το οποίο ίσως άθελα ή ηθελημένα και η ίδια να παραδεχόταν οτι έχει χρησιμοποιήσει. Όμως είναι ικανό αυτό για να στηρίξει πρόταση μομφής απέναντι στην Πρόεδρο της Βουλής; Είναι αραγε η πρώτη φορά που πρόεδρος της Βουλής χρησιμοποιεί ανοίκειο ύφος και ειδικά στα πλαίσια προσωπικών επιθέσεων από το σώμα;
Είναι άλλος ο λόγος που έχει κάνει την πρόεδρο της Βουλής το επίκεντρο της κριτικής. Είναι ο ισχυρός συμβολισμός της “πρώτης φοράς αριστερά” που καταφέρνει να ασκεί κριτική από θεσμική θέση χωρίς καμία ριζοσπαστική πρακτική αλλά μόνο ακολουθώντας τους κανόνες. Για παράδειγμα, παρά τις προσωπικές απόψεις για τα επιτρεπτά όρια σεξιστικών ρητοριών από μέλη του σώματος, η προεδρεύουσα αυτού μπορεί να εγκαλεί ακόμη και τον πρώην πρωθυπουργό χωρίς να ξεπερνά τα όρια του ρόλου της.
Ο τρόπος με τον οποίο επιτελεί το έργο της, ακόμη και η φαινομενική εκτροπή της από την κομματική γραμμή δίνουν στο ρόλο της Προέδρου της Βουλής έναν χαρακτήρα που δεν θυμίζει τους αθορυβους προέδρους που πέρασαν τις θητείες τους αθόρυβα, κρατώντας απλώς ισορροπίες ανάμεσα στο κόμμα και τον ρόλο τους.
Ακόμη περισσότερο είναι μια σπάνια περίπτωση στη διαχρονική ελληνική παράδοση πολίτικης οικογενειοκρατίας, που ίσως αφήσει μεγαλύτερη ιστορία από τον προπάτορά της. Και όλα αυτά ως γυναίκα. Όσοι αντιλαμβανόμαστε τα παραπάνω, αλλά κυρίως το γεγονός ότι πρόκειται για γυναίκα, οφείλουμε ευθαρσώς να ομολογήσουμε, Je suis Konstantopoulou.