«Κανένα περιστατικό ιού του Δυτικού Νείλου δεν έχει, μέχρι στιγμής, εντοπιστεί στη βόρεια Ελλάδα» δηλώνει η υπεύθυνη του Εθνικού Κέντρου Αναφοράς Αρμποϊών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Άννα Παπά, με αφορμή την προ ημερών εμφάνιση πέντε κρουσμάτων λοίμωξης από τον ιό σε ανθρώπους, στην περιφερειακή ενότητα Αργολίδας.
«Όσα κουνούπια εξετάσαμε εμείς μέχρι στιγμής ήταν αρνητικά, ωστόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο εμφάνισης του ιού και στην περιοχή μας. Πάντως το πλέον πιθανό είναι να έχει εμφανιστεί ο ιός στην περιοχή της Αργολίδας επειδή εκεί δεν υπήρξαν τα προηγούμενα χρόνια κρούσματα. Αντίθετα, στη βόρεια Ελλάδα υπήρξαν αρκετά κρούσματα μετά το 2010 και έτσι ο πληθυσμός των ανθρώπων και των πουλιών που μεταδίδουν τον ιό είναι πλέον άνοσος. Βέβαια και πάλι κανείς δεν ξέρει» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Απαντώντας σε ερώτηση για την επανεμφάνιση του ιού φέτος, μετά από δύο χρονιές κατά τις οποίες δεν καταγράφηκε κανένα κρούσμα, η κ. Παπά αποδίδει το γεγονός αυτό στο γενικό πλαίσιο της διασποράς του ιού. «Αυτό συμβαίνει τακτικά και σε άλλες χώρες. Κάποιες φορές μπορεί να σταματά η παρουσία του ιού και μετά να επανεμφανίζεται. Κανείς δεν μπορεί να προβλέπει την επανεμφάνιση αυτή» προσθέτει.
Σε κάθε περίπτωση υπενθυμίζει ότι σε όλη την Ελλάδα, κυρίως όμως στην περιοχή της Αργολίδας όπου εμφανίστηκαν τα κρούσματα του ιού του Δυτικού Νείλου, θα πρέπει οι πολίτες να λαμβάνουν οπωσδήποτε μέτρα προστασίας από τα κουνούπια, να τοποθετούν σίτες στα σπίτια τους, να χρησιμοποιούν εντομοαπωθητικά και να αποφεύγουν να βγαίνουν έξω τις ώρες που είναι ενεργά τα κουνούπια.
Σημειώνεται ότι στην περίπτωση του ιού του Δυτικού Νείλου, φορέας του ιού δεν είναι ο άνθρωπος αλλά τα πουλιά που μεταναστεύουν, σταθμεύουν σε κάποιες περιοχές και αναπαράγονται. Τα ορνιθόφιλα κουνούπια μπορεί να τσιμπήσουν τα πουλιά αυτά, να μολυνθούν και στη συνέχεια να μολύνουν ανθρώπους, όπως έγινε το 2010, όταν ανιχνεύτηκε στη χώρα μας ένας νέος ορότυπος του ίδιου ιού και μάλιστα πήρε το όνομα “Νέα Σάντα” από την τοποθεσία στην οποία εντοπίστηκε από το Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Αρμποϊών του Α.Π.Θ.