Στον αγώνα με την Φινλανδία, η ελληνική ομάδα εκπροσώπησε επάξια τα γνωρίσματα της ράτσας της, όταν είναι επαναπαυμένη και υπερφίαλη.
Η εθνική δεν πάλεψε, δεν έτρεξε, δεν πίεσε, δεν πήδηξε στα ριμπάουντ, δεν είχε ευψυχία ούτε ψυχραιμία. Πίστεψε ότι με την επιστροφή του Σπανούλη ή με τη θεωρητική ανωτερότητά της έναντι των Φινλανδών, θα έφτανε άκοπα στη νίκη. Το μάθημα από το σκληρό και παθιασμένο παιχνίδι των Ιταλών, λίγες ώρες νωρίτερα, δεν έγινε μάθημα για τους Έλληνες διεθνείς ούτε για τον προπονητή τους.
Ο Σπανούλης ήθελε να κάνει ηχηρή επάνοδο αλλά απέτυχε, όπως και όλοι όσοι επιχείρησαν να μαρκάρουν αυτόν τον απίθανο Κόπονεν που εκτελούσε στυγνά και οδήγησε την ομάδα του σε ιστορικό θρίαμβο. Οι ψηλοί μας ήταν άτολμοι και νωθροί, τα τρίποντα δεν έμπαιναν, ο αντίπαλος είχε εκνευριστικό ενθουσιασμό και πείσμα όταν πλησιάζαμε στο σκορ και το κακό έγινε, έτσι απλά και δίκαια.
Ο Τρινκιέρι μπλοκαρίστηκε και είχε λάθος διαχείριση σε πολλά σημεία του αγώνα, αλλά για να ηττηθεί η Ελλάδα από την Φινλανδία στο μπάσκετ πρέπει όλα να πάνε στραβά κι όχι μόνο το κοουτσάρισμα.
Με τις τρεις νίκες της στο ξεκίνημα, η ομάδα αντιμετωπίστηκε με άκρατο ενθουσιασμό και ιαχές για το χρυσό. Έπειθε ότι μπορούσε να φτάσει πολύ ψηλά. Το χειρότερο ήταν ότι η παρουσία της στο Ευρωμπάσκετ έγινε σημαία ελληνικής «αντίστασης» στα δεινά της εποχής για τη χώρα.
Τώρα, ίδιον επίσης της ράτσας μας, γίνεται αντικείμενο σκληρής κριτικής και έρμαιο σε κάθε πικραμένο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να βγάλει χολή, κακία και αντιαισθητική ειρωνία.
Η συνέχεια μοιάζει απελπιστικά δύσκολη, καθώς για την πρόκριση στα νοκ άουτ απαιτούνται οπωσδήποτε νίκες εναντίον Ισπανών, Σλοβένων και Κροατων, στους αγώνες της δεύτερης φάσης.
Η μπλαζέ και light ελληνική ομάδα που εμφανίστηκε εναντίον Ιταλών και Φινλανδών δεν έχει καμία τύχη. Υπάρχουν πολλοί, όμως, που επιμένουν ότι το ταλέντο και οι δυνατότητές της είναι για αποστομωτικά come back. Και για νέες… κωλοτούμπες σε όσους από τους πανηγυρισμούς και τις θριαμβολογίες το γύρισαν σε λοιδωρίες και αναθέματα.