Γράφει ο Ceteris Paribus
Πότε ο ασθενής θα βγει από την εντατική; Στο ερώτημα προστίθεται ένα άλλο, που έρχεται ή αποσύρεται από το προσκήνιο ανάλογα από τις συγκυρίες: Θα αντέξει η Ελλάδα εντός ευρώ ή θα αναγκαστεί σε έξοδο;
Αυτό τo δεύτερο ερώτημα, για να είναι γόνιμο και παραγωγικό, θα πρέπει να τεθεί διαφορετικά: Ποιες είναι οι βασικές προϋποθέσεις για να αντέξει η Ελλάδα εκτός ευρώ, αν δεν καταφέρει να αντέξει εντός; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα περιέχει… ολόκληρη λίστα τέτοιων προϋποθέσεων, αλλά δύο σημαντικές εξ αυτών σχετίζονται με την υπόθεση των «κόκκινων» δανείων γενικώς και ειδικώς των επιχειρηματικών τοιούτων. Διότι απλούστατα από τη διαχείρισή τους εξαρτάται η «ανάρρωση» των τραπεζών, η ανθεκτικότητα του επιχειρηματικού τομέα αλλά και η καταναλωτική ικανότητα των υπερχρεωμένων νοικοκυριών.
Περισσότερο κι απ’ όλα αυτά, όμως, οι στόχοι της μνημονιακής διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων αφορούν συνολικά τη δυνατότητα να βγει η ελληνική οικονομία από την «εντατική». Και όπως μάθαμε από την εμπειρία άλλων χωρών που βγήκαν από τα μνημόνια, το «εξιτήριο» πρέπει να φέρει σφραγίδα και υπογραφή των δανειστών που να λέει «κατάλληλη να ξαναβγεί στις αγορές».
Το ζήτημα θυμίζει κάπως τη διάσημη ατάκα του γελοιογράφου Αρκά: «Θέλω να βγω από το ψυχολογικό μου αδιέξοδο, αλλά δεν θυμάμαι από πού μπήκα». Στην πραγματικότητα βέβαια, όλοι θυμόμαστε ότι μπήκαμε από την κύρια είσοδο, της κρατικής χρεοκοπίας: άρνηση των αγορών να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την εξυπηρέτηση του χρέους λόγω του συνδυασμού τεράστιου ελλείμματος και πολύ υψηλού χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, και η μονοπώληση της δημόσιας συζήτησης όλα αυτά τα χρόνια από το χρέος, το έλλειμμα και τα πρωτογενή πλεονάσματα, έχει κρύψει τη δεύτερη μεγάλη διάσταση της χρεοκοπίας: το ιδιωτικό χρέος. Διότι μπορεί μεν η χρεοκοπία να μην επήλθε από την έκρηξη του ιδιωτικού χρέους, αλλά μια χρεοκοπημένη χώρα είναι αδύνατο να βγει από τον κύκλο της χρεοκοπίας αν δεν αντιμετωπίσει ριζικά και το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους.
Μην ξεχνάμε ότι η κρίση στην Ελλάδα αρχικά εκδηλώθηκε στην οικοδομή (μείωση 6% ήδη από το 2008), στη συνέχεια στις τράπεζες (το πρώτο «πακέτο» στήριξης των τραπεζών, ύψους 28 δισ. ευρώ, ήρθε το 2008, επί πρωθυπουργίας Κώστα Καραμανλή και υπουργίας Γιώργου Αλογοσκούφη) και σχεδόν δύο χρόνια αργότερα στο κρατικό χρέος…
Από αυτή την άποψη, η σειρά των απαντήσεων που έδωσαν τα μνημόνια στο ελληνικό πρόβλημα ήταν η εξής:
Πρώτο μνημόνιο: Γενική «εισαγωγή στο θέμα» με έμφαση στο έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης (τότε δεν μπορούσε καν να γίνει λόγος για πρωτογενές πλεόνασμα), δηλαδή κυρίως περικοπές και φόρους.
Δεύτερο μνημόνιο: Με το δεύτερο μνημόνιο ήρθε η σειρά των τραπεζών («πακέτο» στήριξης για να αποφευχθεί η κατάρρευσή τους) και των μισθών στον ιδιωτικό τομέα (μεγάλη εφάπαξ μείωση 22,5%).
Τρίτο μνημόνιο: Τα νέα ποιοτικά στοιχεία είναι η ριζική παρέμβαση στο Ασφαλιστικό, το νέο κεφάλαιο στον τραπεζικό τομέα σε συνδυασμό συνολικά με τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους και η ριζική παρέμβαση στις εργασιακές σχέσεις σε συνδυασμό με πιθανότατη νέα μείωση του κατώτατου μισθού.
Τα μέτρα του πρώτου και δεύτερου μνημονίου είχαν καθαρά υφεσιακό χαρακτήρα χωρίς κανένα αντιστάθμισμα. Για να κάνουμε μια αναφορά στους πολλαπλασιαστές του Κέινς, ήταν πολιτικές με «ανάποδους πολλαπλασιαστές» ή -επί το ορθότερον- με υποπολλαπλασιαστές. Ωστόσο, το δεύτερο μνημόνιο είχε ένα γενναίο μπόνους στον επιχειρηματικό τομέα: μια γενναία εφάπαξ μείωση του κατώτατου μισθού που σε συνδυασμό με την πίεση της υψηλής ανεργίας πίεσε όλη την κλίμακα των μισθών προς τα κάτω, σε ευρεία κλίμακα ακόμη και κάτω από τα επίπεδα του κατώτατου μισθού.
Ο Σταθάκης, οι τράπεζες και τα funds
Το τρίτο μνημόνιο ωστόσο υπόσχεται ένα αντιστάθμισμα στην υφεσιακή πίεση των περικοπών και των φόρων: την αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους, κατά κύριο λόγο για τις επιχειρήσεις αλλά και για τα νοικοκυριά. Θα είναι το δεύτερο μεγάλο «μπόνους» στον επιχειρηματικό τομέα ύστερα από τη γενναία μείωση του κατώτατου μισθού με το δεύτερο μνημόνιο.
Πώς θα λειτουργήσει αυτό το μπόνους; Ο «μηχανισμός» είναι πολύ απλός ώστε να μη χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να τον κατανοήσει: Με την τρίτη ανακεφαλαίωση των τραπεζών, οι ιδιώτες (κυρίως τα ξένα funds) απέκτησαν την πλειονότητα του μετοχικού κεφαλαίου των 4 συστημικών τραπεζών έναντι συνολικού τιμήματος που κυμαίνεται λίγο κάτω από τα 5 δισ. ευρώ. Είναι εξοργιστικά χαμηλό, αν σκεφτεί κανείς την αξία των assets των οποίων αποκτούν τον έλεγχο, αλλά αυτό ακριβώς το χαμηλό τίμημα είναι η προϋπόθεση για να λειτουργήσει ο όλος μηχανισμός διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους – αλλιώς κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εφικτό! Διότι το χαμηλό αυτό τίμημα δίνει την ευχέρεια για «βαθύ κούρεμα» των επιχειρηματικών δανείων. Και επειδή «το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη», το «αγώι» εν προκειμένω είναι ο… τρόμος από την επέλαση των funds στα οποία θα πουληθούν τα «κόκκινα δάνεια».
Με το νομοσχέδιο που ετοιμάζει ο υπουργός Ανάπτυξης Γιώργος Σταθάκης -διαρρέοντας εκ παραλλήλου πως οι ρυθμίσεις του έχουν την προέγκριση των δανειστών- και με την επιτηδευμένη δημιουργία κλίματος… τρόμου για τα funds, κυβέρνηση και τράπεζες καλούν τους επιχειρηματίες να προσέλθουν προλαμβάνοντας τα χειρότερα, για να ρυθμίσουν τα δάνειά τους με τις τράπεζες, απολαμβάνοντας ένα γενναίο «κούρεμα» των οφειλών.
Στην πραγματικότητα, και η πώληση «κόκκινων» επιχειρηματικών (και όχι μόνο) δανείων σε funds, πάλι σε γενναίο «κούρεμα» οδηγεί: αν όντως το fund αγοράσει ένα «κόκκινο» δάνειο στο 15% της ονομαστικής του αξίας, δεν έχει κανένα λόγο να συντηρεί έναν πολυδάπανο μηχανισμό για να μεγιστοποιήσει μεσομακροπρόθεσμα τα οφέλη από τη διαχείρισή του. Το συμφέρει να το πουλήσει όσο πιο γρήγορα γίνεται στον ίδιο τον οφειλέτη (επιχειρηματία ή και ιδιώτη) στο 20, 25 ή 30% της ονομαστικής του αξίας, βγάζοντας ένα άμεσο κέρδος 33 ή 66 ή 100% αντίστοιχα. Θα τρομοκρατήσει όσο μπορεί τον οφειλέτη αλλά για να εξασφαλίσει μια τέτοια λύση γρήγορου κέρδους κι όχι για να τον κυνηγάει για χρόνια – εκτός αν ο οφειλέτης δεν έχει καν τη δυνατότητα να επωφεληθεί ακόμη και από ένα τέτοιο «βαθύ κούρεμα»…
Γιατί ο Γιώργος Σταθάκης και ο Γιάννης Στουρνάρας, για λογαριασμό της κυβέρνησης ο πρώτος και για λογαριασμό των τραπεζών ο δεύτερος, τρέχουν για να «προλάβουν» τα funds και να διαχειριστούν αυτοί το «βαθύ κούρεμα» ή και γενναίες ελαφρύνσεις στα χρεωστικά βάρη για επιχειρήσεις και νοικοκυριά; Είναι πολύ απλό: Για να μη βγάλουν μόνο τα funds εύκολα και γρήγορα κέρδη από αυτή την υπόθεση, αλλά και οι τράπεζες και το Δημόσιο!
Τα πράγματα εξακολουθούν να είναι απλά:
Οι τράπεζες θέλουν για ένα σεβαστό τμήμα των «κόκκινων» δανείων να κερδίσουν κάτι παραπάνω από το 15% (ενδεικτικό ποσοστό) της ονομαστικής αξίας των «κόκκινων» δανείων με το οποίο θα παραχωρήσουν ένα άλλο τμήμα τους στα funds. Θέλουν αντί για 15%, να πάρουν αυτές 20,25, 30% κ.λπ., κάνοντας αυτές οι ίδιες «βαθύ κούρεμα» ή ευνοϊκές ρυθμίσεις.
Το Δημόσιο, από τη δική του πλευρά, πρέπει «κάτι να βγάλει» κι αυτό από αυτή την υπόθεση. Πώς; Μέσα από συνολικότερες ρυθμίσεις για το ιδιωτικό χρέος. Θυμίζουμε ότι το ιδιωτικό χρέος δεν είναι μόνο το χρέος προς τις τράπεζες, αλλά επίσης το χρέος προς το Δημόσιο αλλά και προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
Ο πίνακας κατανομής του ιδιωτικού χρέους είναι ο εξής (σε δισ. ευρώ):
Προς το Δημόσιο: 91
Προς τα ασφαλιστικά ταμεία: 27
Προς τις τράπεζες: 110
Μεταξύ ιδιωτών: 10,6
Επιχειρηματίες και νοικοκυριά, λοιπόν, δεν χρωστούν μόνο στις τράπεζες, αλλά επίσης στα κρατικά ταμεία και στα ασφαλιστικά ταμεία. Μέχρι τώρα, Δημόσιο και τράπεζες μάζευαν όσα μπορούσαν προσπαθώντας καθένας από την πλευρά του να… τρομοκρατήσει πιο αποτελεσματικά τους οφειλέτες. Με την απαγόρευση των πλειστηριασμών από τις τράπεζες και με την ανυπαρξία σχετικού νομοθετικού πλαισίου για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, το Δημόσιο αποδείχτηκε… πιο αποτελεσματικό στην τρομοκράτηση των οφειλετών, εις βάρος των τραπεζών. Τώρα, ήρθε η ώρα να σταματήσει αυτός ο… άτυπος ανταγωνισμός και να βρεθεί μια συναινετική» λύση.
Σε κάθε περίπτωση όμως, τα κόκκινα δάνεια και συνολικά το «κόκκινο» ιδιωτικό χρέος δεν μπορούν να δώσουν πολλά κέρδη, και τα λίγα που μπορούν να δώσουν, πρέπει να μοιραστούν ανάμεσα στα distress funds, τις τράπεζες και το Δημόσιο. Παρά την καμπάνια τρομοκράτησης, η μοιρασιά θα είναι κατά βάση συναινετική. Όσο για τους επιχειρηματίες, όσοι απ’ αυτούς είναι βιώσιμοι, θα επωφεληθούν από ένα «βαθύ κούρεμα» του χρέους τους προς τις τράπεζες. Τα νοικοκυριά, επίσης, αλλά όχι τόσο πλουσιοπάροχα…
Τι θα απογίνει τελικά ο «Έλλην ασθενής»;
Κι ύστερα απ’ όλα αυτά; Είπαμε και στην αρχή: Ποια θα είναι τελικά η τύχη του «Έλληνα ασθενή»; Για τι τον προετοιμάζει η «θεραπεία»; Το κλίμα που διαμορφώνεται στις συζητήσεις μεταξύ των δανειστών είναι το εξής: πρέπει να ολοκληρωθεί και η δεύτερη αξιολόγηση, να γίνουν και οι γερμανικές εκλογές, για να δούμε μετά αν θα προχωρήσουμε σε τέταρτο μνημόνιο ή σε πρόγραμμα εξόδου από το ευρώ!
Αν οι συγκυρίες, εσωτερικές αλλά και διεθνείς, αποδειχτούν ευνοϊκές, μπορεί ο «Έλλην ασθενής», έστω και… έρποντας να βγει στις αγορές. Αν όχι, η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων -μαζί με όλα τα’ άλλα- μπορεί να αποδειχτούν «μπόνους» για να αντέξει τους κραδασμούς της εξόδου από… το ευρώ.