Με αντιδράσεις και για τη διαδικασία και για την ουσία υποδέχθηκε η αντιπολίτευση στη Βουλή την τροπολογία για την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Οι βουλευτές της ΝΔ και της ΔΗΣΥ ζήτησαν να κληθούν η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών και η Ένωση Καταναλωτών προκειμένου να καταθέσουν τις απόψεις τους επί της τροπολογίας.
Από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, μιλώντας για την ουσία της ρύθμισης, υποστήριξε ότι το θέμα αυτό βρίσκεται στο δημόσιο διάλογο εδώ και καιρό διότι η κυβέρνηση λειτούργησε ως εκπρόσωπος των δανειοληπτών, καθώς, όπως είπε, αν ήταν εκπρόσωπος των τραπεζών, το θέμα θα είχε κλείσει εδώ και καιρό.
«Είναι δύσκολο θέμα και έπρεπε να γίνουν συμβιβασμοί», σημείωσε και επανέλαβε ότι η κυβέρνηση έλαβε υπόψη την κοινωνική και δημοσιονομική κατάσταση αλά και την κατάσταση των τραπεζών.
Παραδέχθηκε πάντως ότι ακόμα και χωρίς μνημόνια υπάρχει εποπτεία του τραπεζικού συστήματος. «Μας ενδιαφέρει η κατάσταση των τραπεζών. Έχουμε καταβάλει δισεκατομμύρια για να μην καταρρεύσουν», τόνισε.
Σε ότι αφορά την τροπολογία, ανέφερε ότι τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι ότι εντάσσονται τα επιχειρηματικά δάνεια και υπάρχει δημοσιονομική συνεισφορά στην αντιμετώπιση των δανείων των φτωχών νοικοκυριών. «Ο στόχος μας είναι να έχουμε μείωση των δόσεων ώστε να εξοφληθούν, να διαγραφούν και να μην μεταφερθούν κάπου αλλού» σημείωσε και κατέληξε «η κυβέρνηση φέρνει μια τροπολογία που αποτελεί ένα βήμα παραπάνω από αυτά που ίσχυαν έως τώρα».
Ερωτηθείς σχετικά, ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης εκτίμησε ότι το ποσοστό των στρατηγικών κακοπληρωτών ανέρχεται σε 25%.
Τι προβλέπει η τροπολογία
Το νομοσχέδιο που δόθηκε στη δημοσιότητα:
1. Κάνει αυστηρότερο το όριο ένταξης των επιχειρηματικών δανείων καθώς από τα 250.000 ευρώ που ισχύει για όλα τα δάνεια (σε όρους αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας) το όριο ειδικά για τα επιχειρηματικά δάνεια πέφτει στα 175.000 ευρώ
2. Μειώνει το όριο των καταθέσεων που μπορεί να έχει ο δανειολήπτης (μαζί με τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, πολύτιμα μέταλλα) στα 15.000 ευρώ αν και ορίζεται ότι το όριο αυτό πρέπει να επιτυγχάνεται κατά την υποβολή της αίτησης.
3. Αν υπάρχουν και άλλα ακίνητα πέραν της κύριας κατοικίας, η αξία τους δεν μπορεί να ξεπερνά (μαζί με τα αυτοκίνητα) το διπλάσιο της οφειλής με ανώτατο επιτρεπόμενο όριο αυτό των 80.000 ευρώ.
4. Μπαίνει συγκεκριμένο χρονικό περιθώριο υποβολής των αιτήσεων καθώς το νέο πλαίσιο θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου.
Όποιος ενταχθεί στη ρύθμιση θα εξασφαλίζει ρύθμιση με τους εξής όρους: επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής έως και κατά 25 χρόνια (αρκεί να μην ξεπερνά τα 80 ο δανειολήπτης κατά την αποπληρωμή του δανείου) ενώ το επιτόκιο δεν θα ξεπερνά το Euribor προσαυξημένο κατά δύο μονάδες. Αν το δάνειο ξεπερνά το 120% της αξίας του ακινήτου, η διαφορά θα κουρεύεται αλλά στη λήξη της ρύθμισης. Επίσης, για την περίοδο αποπληρωμής της ρύθμισης θα υπάρχει προστασία από τον πλειστηριασμό η οποία όμως θα αίρεται αν χαθούν τρεις μηνιαίες δόσεις.
Το κράτος θα επιδοτεί τον δανειολήπτη. Η διαδικασία όμως με την οποία θα δίδεται η επιδότηση δεν αποκαλύπτεται καθώς το θέμα παραπέμπεται να επιλυθεί με υπουργική απόφαση.
Πρακτικά, αυτό το νομοσχέδιο, αφήνει μικρό αριθμό δανειοληπτών εκτός της ρύθμισης τουλάχιστον συγκριτικά με τα όσα περιελάμβανε η συμφωνία της κυβέρνησης με τις τράπεζες. Τα επόμενα 24ωρα θα φανεί αν αυτή η οπισθοχώρηση είναι αρκετή για να εξασφαλίσει και τη συμφωνία στο Eurogroup η οποία με τη σειρά της θα ανοίξει τον δρόμο για την καταβολή της δόσης του ενός δις. ευρώ.
Η διαδικασία για τη ρύθμιση των οφειλών θα γίνεται αποκλειστικά με ηλεκτρονικό μέσο, μέσω πλατφόρμας η οποία αναπτύσσεται από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) σε συνεργασία με την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.). Ήδη μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων που θεσπίστηκε με το ν. 4469/2017, αναπτύχθηκε στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. από την Γ.Γ.Π.Σ. η σχετική ηλεκτρονική πλατφόρμα, η οποία για πρώτη φορά συγκεντρώνει ηλεκτρονικά τις οφειλές προς το δημόσιο και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι τα πρόσωπα, που πληρούν τις προϋποθέσεις, έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν αίτηση μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2019. Η πρόβλεψη προθεσμίας δικαιολογείται από την ανάγκη να μην υπάρχει παρατεταμένη αβεβαιότητα των πιστωτών και του Δημοσίου ως προς τις περιπτώσεις που εν τέλει θα υπαχθούν στο νέο πλαίσιο. Από την άλλη πλευρά, η προθεσμία κρίνεται αρκετά μεγάλη, ώστε και οι οφειλέτες να προλάβουν να ενημερωθούν για το νέο πλαίσιο και οι υποθέσεις να μη συγκεντρωθούν σε περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Κάθε φυσικό πρόσωπο έχει τη δυνατότητα υποβολής μίας μόνον αίτησης στο παρόν πλαίσιο. Η ρύθμιση αποσκοπεί στην αποτροπή καταχρηστικών συμπεριφορών.
Προβλέπεται η δυνατότητα διαγραφής και ταυτόχρονης επανυποβολής της αίτησης, όταν υπάρχουν ελλείψεις ή σφάλματα, που για τεχνικούς λόγους δεν μπορούν να διορθωθούν ενώ σημειώνεται ότι επιδιώχθηκε ο περιορισμός των στοιχείων της αίτησης στα απολύτως απαραίτητα για τον έλεγχο της επιλεξιμότητας και τον καθορισμό του περιεχομένου της ρύθμισης. Διευκρινίζεται ότι οι μη επιδεκτικές ρύθμισης οφειλές περιλαμβάνονται αποκλειστικά για πληροφόρηση των πιστωτών και όχι επειδή η διάρκεια της ρύθμισης επηρεάζεται από την πραγματική ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη.
Προβλέπει ηλεκτρονική συνυπογραφή της αίτησης από το σύζυγο και τα εξαρτώμενα μέλη του αιτούντος ή τους νόμιμους αντιπροσώπους τους και ως προς τα δικαιολογητικά, που συνυποβάλλονται περιορίζονται στα ελάχιστα απαραίτητα. Τα περισσότερα θα λαμβάνονται από τις βάσεις δεδομένων της Φορολογικής Διοίκησης και των πιστωτικών ιδρυμάτων, επιδιώκοντας τη μεγιστοποίηση του αυτοματισμού και της απλοποίησης της διαδικασίας.
Σημειώνεται ότι με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία παρέχεται από τον οφειλέτη, αποκλειστικά για τους σκοπούς της διαδικασίας ρύθμισης οφειλών υπό το παρόν πλαίσιο, άδεια για κοινοποίηση σε όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία, επεξεργασία και διασταύρωση από αυτούς των δεδομένων που περιλαμβάνονται στην αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα, όσο και άλλων δεδομένων που βρίσκονται στην κατοχή των συμμετεχόντων πιστωτών. Η άδεια αυτή συνεπάγεται την άρση τόσο του τραπεζικού όσο και του φορολογικού απορρήτου. Συγκεκριμένα, για το τραπεζικό και φορολογικό απόρρητο προβλέπεται πενταετής άρση, που εκκινεί πριν από την οριστική υποβολή της αίτησης και η άρση του απορρήτου έναντι του Δημοσίου εκτείνεται σε όλη τη χρονική διάρκεια της ρύθμισης. «Η άρση του απορρήτου αποσκοπεί στον ευχερέστερο έλεγχο επιλεξιμότητας από τους πιστωτές και το Δημόσιο και επιπλέον αποθαρρύνει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές από την ένταξη στο νέο πλαίσιο».
Η αίτηση υπέχει θέση υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 (Α΄ 75) του οφειλέτη για την ακρίβεια και την πληρότητα του περιεχομένου της αίτησης και των υποβληθέντων εγγράφων και, πέραν των ποινικών συνεπειών, προβλέπεται αυτοδίκαιη ακυρότητα της ρύθμισης, εφόσον το ψεύδος της δήλωσης επιδρά στην επιλεξιμότητα του οφειλέτη και αποδεικνύεται με δημόσια έγγραφα. Περαιτέρω, προβλέπεται ανάκληση της επιδότησης που στηρίχθηκε σε ψευδή στοιχεία.
Τέλος, προβλέπεται αυτόματος τερματισμός της διαδικασίας σε πρώιμο στάδιο, αν από τα δεδομένα που μεταφορτώνονται στην ηλεκτρονική πλατφόρμα προκύπτει ότι ο αιτών δεν είναι επιλέξιμος.
Μόλις υποβληθεί οριστικά η αίτηση, η πλατφόρμα κοινοποιεί την αίτηση και τα συνοδευτικά της έγγραφα στους πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις ζητείται να ρυθμιστούν.
Μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση της αίτησης κάθε πιστωτής μπορεί να υποβάλλει πρόταση για ρύθμιση της απαίτησής του. Αν ο πιστωτής αρνηθεί την υποβολή πρότασης, ισχυριζόμενος ότι ο αιτών είναι μη επιλέξιμος, προσδιορίζει το λόγο της μη επιλεξιμότητας και μεταφορτώνει το σχετικό αποδεικτικό έγγραφο, αν αυτό υπάρχει.
Οι πιστωτές, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, μπορούν να διατυπώσουν προς τον οφειλέτη μία κοινή πρόταση ή τις επιμέρους προτάσεις τους μέσω εκπροσώπου τους.Ως εκπρόσωπος ορίζεται ο εμπραγμάτως ασφαλισμένος δανειστής, ο οποίος προηγείται στην υποθηκευτική τάξη, και σε κάθε άλλη περίπτωση ο δανειστής με την υψηλότερη απαίτηση.
Μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής προτάσεων των πιστωτών, ο αιτών δηλώνει ποιες από τις υποβληθείσες προτάσεις αποδέχεται και ποιες απορρίπτει. Αν η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου παρέλθει άπρακτη, λογίζεται ότι ο αιτών απέρριψε την υποβληθείσα πρόταση ή τις υποβληθείσες προτάσεις.