Με τις μεγάλης κλίμακας τρομοκρατικές ενέργειες στην Ευρώπη τίθεται το εύλογο ερώτημα του κατά πόσο κινδυνεύει η Ελλάδα. Υπάρχει η γενικότερη αντίληψη ότι επειδή η χώρα μας αποτελεί δίοδο προς την Ευρώπη, δε διατρέχει τον ίδιο κίνδυνο με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, τη στιγμή που δεν εμπλέκεται και στις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον του ISIS στη Μέση Ανατολή.
Ωστόσο, τα δεδομένα αλλάζουν, καθώς κλείνει ο «βαλκανικός διάδρομος» και μειώνονται οι προσφυγικές/ μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα μας, καθώς δεν θα είναι εξίσου «καλή είσοδος» σε σχέση με παλαιότερα. Ο Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης, διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, πιστεύει πως «η Ελλάδα θα πρέπει να αντιληφθεί ότι επειδή πλέον δε θα αποτελεί οδό διέλευσης ριζοσπαστικών στοιχείων προς την Ευρώπη, θα διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να γίνει πλέον η ίδια στόχος αναλόγων πληγμάτων, διότι θα είναι άχρηστη ως δίοδος. Συνεπώς έχει ζωτικό συμφέρον να μεταφερθούν όλοι οι έλεγχοι στα τουρκικά εδάφη και το ΝΑΤΟ να βοηθήσει πραγματικά για αυτό».
Ο κ. Φίλης τονίζει, επίσης, ότι θα πρέπει να δοθεί πάρα πολύ μεγάλη έμφαση σε ζητήματα ασφαλείας που αφορούν σε αεροδρόμια, μετρό κλπ, ώστε να αποφευχθεί το σενάριο μιας πιθανής επίθεσης. «Αν και δε θεωρώ ότι είναι πολύ πιθανό κάτι τέτοιο, δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε, διότι δεν ξέρουμε αυτή τη στιγμή αν στην Ελλάδα υπάρχουν κάποια στοιχεία που ενδεχομένως να θέλουν να προκαλέσουν αναταραχή και αναστάτωση στο εσωτερικό της χώρας».
Ένα συμπέρασμα που προκύπτει από το χτύπημα στις Βρυξέλλες, αλλά και από τα προηγούμενα, συνεχίζει ο διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, είναι ότι οι τρομοκράτες επιζητούν χτυπήματα ιδιαίτερου συμβολισμού και μεγάλου επικοινωνιακού αντίκτυπου. «Το να χτυπηθεί μια χώρα που είναι σε πολύ δύσκολη και δυσχερή θέση και θεωρητικά είναι πιο εύκολος στόχος, δεν θα έχει τόσο μεγάλο αντίκτυπο και συμβολισμό. Από την άλλη βέβαια όταν μιλάμε για νοσηρούς εγκεφάλους, δεν μπορεί να είσαι εξασφαλισμένος ή διασφαλισμένος απέναντι σε πράξεις για τις οποίες δεν απαιτείται ιδιαίτερη οργάνωση και μπορούν να προκληθούν από λίγα άτομα «μοναχικούς λύκους» και μικρές επιχειρησιακές ομάδες».
Το ζητούμενο, καταλήγει, είναι να δοθεί μεγάλη έμφαση στα κέντρα μακράς παραμονής προσφύγων και μεταναστών. «Ιστορικά ξέρουμε ότι οι προσφυγικοί καταυλισμοί, όπου άνθρωποι συνυπάρχουν και συγχρωτίζονται επί μακρόν, είναι κατεξοχήν χώροι προσηλυτισμού. Μέχρι σήμερα στην Ελλάδα δεν είχαμε τέτοια φαινόμενα επειδή οι περισσότεροι έφευγαν από τη χώρα. Αν τώρα κάποιοι από αυτούς τους χώρους υποδοχής φιλοξενούν ανθρώπους για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε εκεί πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή».