Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να αλλάξει την ατζέντα, μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης, ήταν ιδιαίτερα αναμενόμενη και προβλέψιμη. Ποια κυβέρνηση, άλλωστε, θα μπορούσε να διαχειριστεί τη φθορά της από τα πολύ σκληρά μέτρα του μνημονίου, χωρίς να κάνει κάτι για να αντιδράσει, χωρίς να διαμορφώσει ένα εναλλακτικό αφήγημα; Έτσι και η κυβέρνησή μας, πέρα από τα νομοθετήματα που θα φέρει το καλοκαίρι, μιας και η Βουλή δεν θα κλείσει, επενδύει στην ανάδειξη του ζητήματος της συνταγματικής αναθεώρησης και του εκλογικού νόμου, διαδικασίες που δεν θα ολοκληρωθούν αύριο, πλην όμως θα συντηρηθούν με έναν τρόπο στη δημόσια συζήτηση. Έτσι, η κυβέρνηση θα εμφανιστεί ως κομίστρια μεγάλων θεσμικών αλλαγών σε πολλά επίπεδα.
Έλα, όμως, που αυτό είναι το φαίνεσθαι. Βέβαια, στο εν λόγω άρθρο δεν υπάρχει καμία πρόθεση να μπούμε στην ουσία των κυβερνητικών προτάσεων, οι οποίες βγαίνουν υπό μορφή διαρροών στον Τύπο. Όταν η κυβέρνηση καταλήξει τι θέλει να αναθεωρήσει και πώς θέλει να διαμορφώσει τον εκλογικό νόμο, τότε εδώ θα είμαστε, να το συζητήσουμε.
Πλην όμως, δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε το ολίσθημα της κυβερνητικής εκπροσώπου Όλγας Γεροβασίλη, αναφορικά με τη διενέργεια δημοψηφίσματος για το Σύνταγμα. Σε συγκεκριμένη ερώτηση συναδέλφου, αναφορικά με το αν σχεδιάζεται δημοψήφισμα για την αναθεώρηση και τον εκλογικό νόμο, η κ. Γεροβασίλη ανέφερε μεν πως δεν γνωρίζει κάτι τέτοιο και πως σε κάθε περίπτωση δεν έχει υπάρξει σχετική απόφαση, πλην όμως δεν διέψευσε το θέμα, λέγοντας πως «δεν αποκλείεται». Με άλλα λόγια και με απολυτη ευθύνη της, η κυβερνητική εκπρόσωπος συντήρησε ένα θέμα ανύπαρκτο, το οποίο βασιζόταν στο δημοσίευμα μιας εφημερίδας πριν από αρκετούς μήνες και κατάφερε να τορπιλίσει την προσπάθεια της κυβέρνησης για αλλαγή σελίδας.
Διότι, οι καλές προθέσεις στην πολιτική καλές είναι, πρέπει όμως να συνδυάζονται και με στοιχειώδη γνώση των βασικών. Για παράδειγμα, είναι σαφές πως η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης περιγράφεται πολύ ρητά στο Σύνταγμα και ορίζεται ο τρόπος με τον οποίο αυτή μπορεί να γίνει. Στον τρόπο λοιπόν επ’ ουδενί δεν εντάσσεται το δημοψήφισμα, συνεπώς η κυβερνητική εκπρόσωπος δεν είπε μόνο κάτι που ήταν άστοχο πολιτικά, αλλά και αβάσιμο συνταγματικά. Δίκη προθέσεων δεν θέλω να κάνω, αλλά σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν ορισμένα ζητήματα, για τα οποία ο νομοθέτης έχει μεριμνήσει και για τα οποία η ευθύνη βρίσκεται στο πολιτικό σύστημα, το οποίο δεν μπορεί διαρκώς να κάνει πάσα την καυτή πατάτα στους πολίτες-όπως έκανε πέρυσι τέτοια εποχή ο κ. Τσίπρας με ένα διχαστικό δημοψήφισμα, το οποίο εν τέλει «κατάπιε», έκανε το «όχι» «ναι» και από εκείνο το σημείο και μετά υπογράφει κατά ριπάς.
Πρόκειται για κυβέρνηση case study: εκεί που προσπαθεί να αλλάξει ατζέντα και να διαμορφώσει ένα θετικό γι’ αυτήν αφήγημα, προκειμένου να επιχειρήσει τη φυγή προς τα εμπρός, εν τέλει πυροβολεί και πάλι τα πόδια της και ξεσηκώνει μια ανώφελη γι’ αυτή συζήτηση. Το χειρότερο στην προκειμένη περίπτωση είναι πως δεν πρόκειται για μια τραβηγμένη κατάσταση, όπως με τα όσα έλεγε ο κ. Φίλης, αλλά για φράση της κυβερνητικής εκπροσώπου που ακούσαμε με τ’ αυτιά μας.
Θα περιμένουμε λοιπόν την απάντηση της κυβέρνησης, η οποία ενδεχομένως και αυτή τη φορά θα προσπαθήσει να μας βγάλει τρελούς. Όσο όμως και αν το προσπαθεί, θα πρέπει τα στελέχη της να προσέχουν πολύ τι λένε. Στην πολιτική ακόμα και μια λέξη κάνει τη διαφορά.