Δολοφονία στην Κυψέλη: Προφυλακίστηκαν η 29χρονη μητέρα και ο Πολωνός σύντροφός της που σκότωσαν τον 7χρονο Ανδρέα και έκρυβαν επί χρόνια το πτώμα του στην Κυψέλη.
Ανακριτής και εισαγγελέας μετά τις απολογίες των κατηγορουμένων, ομόφωνα, τους έκριναν προφυλακιστέους.
Δολοφονία στην Κυψέλη: Κατάθλιψη επικαλείται η μάνα για το έγκλημα – Ανατριχιαστικές οι καταθέσεις
Προκαλούν ανατριχίλα τα όσα κατέθεσαν στους αστυνομικούς η μητέρα και ο σύντροφός της, οι οποίοι δολοφόνησαν με τον πιο βάρβαρο και απάνθρωπο τρόπο το μικρό παιδί.
Η 29χρονη σύγχρονη «Μήδεια» φαίνεται μάλιστα πως γνώριζε και για τον αυτοσχέδιο τάφο που είχε κατασκευάσει ο 33χρονος για να κρύψει το πτώμα του γιου της, αλλά και για το ότι εκείνος στη συνεχεία τοποθέτησε τα οστά του μέσα στην εργαλειοθήκη.
Παράλληλα, η μητέρα, σύμφωνα με το OPEN, υποστήριξε ότι δεν επιθυμούσε να μάθει άλλες λεπτομέρειες καθώς έπασχε από κατάθλιψη και δεν ήθελε να επιβαρυνθεί περαιτέρω.
Δολοφονία στη Κυψέλη: Σοκάρουν οι απολογίες
«Απολογίες» σαν να μην έχουν σκοτώσει τον 7χρονο Ανδρέα. Μιλούσαν μόνο για τους εαυτούς τους και τις… συνέπειες που είχε η δολοφονία του στους ίδιους, χωρίς κανένα ίχνος αυτοκριτικής.
Η 29χρονη δήλωνε… καταθλιπτική, που ήθελε να αυτοκτονήσει και δεν ρωτούσε τον 33χρονο δολοφόνο του παιδιού της για να μη «γίνει χειρότερα». Ο 33χρονος έλεγε ότι δεν είναι «κακός άνθρωπος», ότι ήθελε να μάθει τρόπους «συμπεριφοράς» στον Ανδρέα, ότι έκανε ό,τι «μπορούσε» για να σώσει το παιδί, ενώ δεν μπορούσε να… αποχωριστεί τη σορό του ακόμη και ως άστεγος.
Η 29χρονη, που «έπαιζε» στον υπολογιστή όταν ο 33χρονος σύντροφός της από την Πολωνία έπνιγε το παιδί της, «απολογείται» για το τι έπαθε εκείνη από την αφαίρεση της ζωής του άτυχου Ανδρέα: «Μετά από όλο αυτό που έζησα, ήμουν σε απόγνωση. Είχα κατάθλιψη και ήθελα να δώσω τέλος στη ζωή μου. Δεν ρώτησα ποτέ τίποτα τον Μάριο για τον Ανδρέα. Δεν ήθελα να ξέρω, θα γινόμουν χειρότερα. Αφού πέρασε λίγο ο καιρός, πήγα στο σχολείο του και δήλωσα ότι το παιδί έφυγε στην Πολωνία με τον πατέρα του, γι’ αυτό και σταμάτησε να πηγαίνει. Μετά από περίπου δύο χρόνια, αλλάξαμε σπίτι. Ο Μάριος μου είπε ότι θα έβγαζε τον Ανδρέα από τον τάφο που είχε φτιάξει. Εγώ αυτό το πράγμα δεν το είχα δει ποτέ. Ούτε την κατασκευή ούτε πώς και πότε τον έβγαλε από εκεί. Αυτό που μου είπε ήταν ότι μετά θα έβαζε τον Ανδρέα μέσα σε μία εργαλειοθήκη. Την εργαλειοθήκη αυτή την είδα όταν είχαμε μαζέψει όλα τα πράγματα από το σπίτι και φεύγαμε. Μετά, όμως, δεν την ξαναείδα. Δεν ξέρω πού την είχε βάλει».
«…Τον έπαιρνα μαζί μου»
Ο 33χρονος, που έκλεισε με ταινία το στόμα του παιδιού, ενώ φαίνεται να το ακινητοποίησε και να του έκλεισε και τη μύτη για να προκαλέσει την ασφυξία, εμφανίζεται «θλιμμένος» και… καλός άνθρωπος.
«Δύο χρόνια μετά θα αφήναμε εκείνο το σπίτι στην οδό Σκιάθου. Εγώ ήθελα ο Ανδρέας να συνεχίσει να βρίσκεται κοντά μου, γι’ αυτό και αποφάσισα να τον βγάλω από τον τάφο που του είχα φτιάξει. Εσπασα τον τάφο με ένα κομπρεσέρ και στη συνέχεια τον έβαλα σε μία εργαλειοθήκη. Δεν μπόρεσα να δω σε τι κατάσταση ήταν ο Ανδρέας, γιατί το σώμα του το είχα τυλίξει σε υφάσματα. Την εργαλειοθήκη αυτή την είχα κλειδωμένη με μία κλειδαριά και τον έπαιρνα μαζί μου όπου και αν πήγαινα. Οσο ήμουν άστεγος, πάλι τον είχα μαζί μου. Οταν νοίκιασα το καινούργιο σπίτι στην οδό Αστυπάλαιας, εκεί τον έβαλα μέσα σε έναν καναπέ στο μπαλκόνι», φέρεται να περιγράφει στην απολογία του.
Το «θέατρο», η αναισθησία, ίσως και η απάθεια για τη δολοφονία ενός 7χρονου παιδιού, που έχει διαπράξει ο ίδιος, εμφανίζεται σε άλλο σημείο της απολογίας του:
«Δεν είμαι κακός άνθρωπος, όπως θα σκεφθούν όλοι. Θα έδινα τα πάντα για να αλλάξω όσα έγιναν. Ακόμη και τη ζωή μου. Η αδελφή τού Ανδρέα έλειπε από το σπίτι και ήμασταν οι τρεις μας. Εγώ, η Χριστίνα και ο Ανδρέας. Η Χριστίνα έπαιζε στον υπολογιστή, κάτι που συνήθιζε, και εγώ καθόμουν σε μια καρέκλα χωρίς να κάνω τίποτα. Ξαφνικά, ο Ανδρέας άρχισε να φωνάζει και να λέει πως δεν μας αγαπάει. Επειδή εγώ ήθελα να είναι καλός άνθρωπος και να του μάθω να είναι σωστός, προσπαθούσα να του πω πως αυτά που λέει είναι πολύ άσχημα λόγια. Αυτός συνέχισε και με κορόιδευε. Τότε εγώ, επειδή ήθελα να τον τιμωρήσω, για να καταλάβει πως δεν πρέπει να συμπεριφέρεται έτσι, του έκλεισα το στόμα με μία μονωτική ταινία. Μονωτική ταινία χρησιμοποιώ στη δουλειά μου, γι’ αυτό και είχα στα εργαλεία μου. Του εξήγησα, μάλιστα, ότι όταν ηρεμήσει, τότε θα τη βγάλω. Αμέσως μετά πήγα στον δεύτερο υπολογιστή που έχουμε για να εκτυπώσω κάτι εργασίες της αδελφής του, ενώ είδα που ο Ανδρέας κάθισε στο πάτωμα. Δεν θεώρησα ότι έπαθε κάτι και συνέχισα να μη δίνω σημασία. Λίγο αργότερα, που συνειδητοποίησα ότι ο μικρός είχε ώρα να κουνηθεί, γύρισα να δω αν είναι καλά. Τότε κατάλαβα ότι δεν αναπνέει και αμέσως έτρεξα να του βγάλω την ταινία. Τον πίεζα στο στήθος για να μπορέσω να τον επαναφέρω, αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερα. Έκανα ό,τι μπορούσα»…