Από κάλπη σε κάλπη πηγαίνει ο Εμανουέλ Μακρόν, καθώς αμέσως μετά την εκλογή του πρέπει να προετοιμάσει το κόμμα του για βουλευτικές εκλογές σε λιγότερο από 5 εβδομάδες. Το στοίχημα του Μακρόν είναι να καταφέρει να κερδίσει την πρώτη θέση και στις κοινοβουλευτικές εκλογές προκειμένου να μπορεί να επηρεάζει και το κυβερνητικό έργο πέρα από την εξωτερική πολιτική.
Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Μάχη με το χρόνο δίνει ο νέος Πρόεδρος, καθώς πρέπει να μετατρέψει ένα προσωποπαγές κίνημα σε ένα κόμμα ικανό να σταθεί απέναντι από τα παραδοσιακά κοινοβουλευτικά κόμματα που ακόμα δεν έχουν χάσει την ισχύ τους στους Γάλλους πολίτες.
Παρόλα αυτά ο Εμανουέλ Μακρόν διαθέτει ένα μοναδικό «πλεονέκτημα». Είναι συμβατός με ένα μέρος της αριστεράς και ένα μέρος της δεξιάς, με αποτέλεσμα να μπορεί να πάρει ψηφοφόρους και από τους ρεπουμπλικάνους, αλλά και από τους σοσιαλιστές. Αυτό όμως ενδέχεται να δημιουργεί έναν κίνδυνο ανυπέρβλητων αντιφάσεων.
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις που διενεργήθησαν αμέσως μετά την σαρωτική επικράτηση του, το κίνημα του Μακρόν “Republique en Marche” θα συγκέντρωνε το 24 με 26% των ψήφων στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών, μπροστά από τους Ρεπουμπλικάνους (22%), το Εθνικό Μέτωπο (21-22%), τη ριζοσπαστική αριστερά (13-15%) και το Σοσιαλιστικό Κόμμα (8-9%).
«Φθαρμένα πρόσωπα» οι αντίπαλοι…
Οι υποψήφιοι των Σοσιαλιστών και των Ρεπουμπλικάνων που κόπηκαν από τον πρώτο γύρο των εκλογών, αλλά και η Μαρίν Λεπέν έχουν ήδη εξαγγείλει διαρθρωτικές αλλαγές στα κόμματα τους, με αποτέλεσμα να δίνεται το πλεονέκτημα στον Μακρόν να αποσπάσει μία δύσκολη νίκη.
Παρόλα αυτά, η πανωλεθρία της δεξιάς και των Σοσιαλιστών, δεν σημαίνει απαραίτητα ήττα των βουλευτών τους, καθώς οι βουλευτές των κομμάτων διαθέτουν ακόμη την ισχύ τους και σίγουρα είναι ο ανασταλτικός παράγοντας για τον νέο Πρόεδρο.
Κυρίως σε ότι αφορά τη δεξιά, ο Φιλίπ Μπρο εκτιμά ότι η ήττα στις προεδρικές εκλογές ήταν «προσωπική αποτυχία» του Φρανσουά Φιγιόν. Οι Ρεπουμπλικάνοι ελπίζουν να κερδίσουν την πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές, να επιβάλουν τη συγκατοίκηση και να αναγκάσουν τον πρόεδρο να διορίσει πρωθυπουργό από το κόμμα τους.
Όμως σε περίπτωση ενός χαμηλού ποσοστού, ο διχασμός μεταξύ αυτών που δηλώνουν έτοιμοι να υποστηρίξουν έναν συνασπισμό με το κίνημα του Μακρόν και αυτών που είναι αντίθετοι κινδυνεύει να δημιουργήσει ένα ανυπέρβλητο χάσμα στο εσωτερικό του κόμματος.
Από την πλευρά της, η άκρα δεξιά ελπίζει να εδραιωθεί στο πολιτικό σκηνικό μέσω της δυναμικής που επέτρεψε στη Μαρίν Λε Πεν να λάβει 10,6 εκατ. ψήφους στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, το καλύτερο ποσοστό που έχει καταγράψει ποτέ.
Με τη δύναμη των επτά εκατομμυρίων ψήφων που συγκέντρωσε στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, ο Ζαν-Λικ Μελανσόν επιθυμεί επίσης να μεταμορφώσει το πολιτικό πεδίο, όμως η δυσκολία του να συνάψει συμμαχία με τους κομμουνιστές ή τους οικολόγους ενδέχεται να του κοστίσει έδρες.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα παραμένει διχασμένο: Ο Μπενουά Αμόν επιθυμεί να παρουσιάσει υποψήφιους μαζί με τη ριζοσπαστική αριστερά, ενώ ο πρώην πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς ήδη έχει ανακοινώσει ότι θέλει να είναι υποψήφιος της προεδρικής πλειοψηφίας, κάτι που απορρίφθηκε την Τετάρτη από τον Εμανουέλ Μακρόν.
Σαρωτικές αλλαγές Μακρόν στο «En Marche»
Ένα πρώτο δείγμα της ετοιμότητας που βρίσκεται ο Μακρόν είναι ότι την επομένη της εκλογής του έβαλε ξεκίνησε τις σαρωτικές αλλαγές, ενώ έθεσε ως κανόνα για την θέση υποψηφιότητας στο κόμμα όλοι οι υποψήφιοι να δίνουν αντίγραφα ποινικού μητρώου.
Συγκεκριμένα, ο νέος Πρόεδρος παραιτήθηκε από την ηγεσία, ενώ λίγες ώρες αργότερα ο γενικός γραμματέας ανακοίνωσε την μετονομασία του κινήματος σε «La République en marche» (Η Δημοκρατία προχωρά μπροστά). Όλα αυτά έγιναν 5 εβδομάδες πριν από τις κρίσιμες βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου. (11 και 18 Ιουνίου)
Ο γραμματέας του κινήματος συνέχισε λέγοντας ότι ο νέος πρωθυπουργός της χώρας, η ανακοίνωση του ονόματός του οποίου αναμένεται να γίνει από την επομένη της επίσημης ανάληψης της εξουσίας του Μακρόν, θα αναλάβει να διεξαγάγει την προεκλογική εκστρατεία με στόχο να συγκεντρώσει την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση.
Ακόμη, δείγμα των προσώπων που θέλει να προωθήσει ο Μακρόν είναι η προσωρινή πρόεδρος του κινήματος του, η οποία είναι η Κατρίν Μπαρμπαρού, μια συνταξιούχος με μεγάλη καριέρα στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, η οποία διορίστηκε προσωρινή πρόεδρος.
Το ενδεχόμενο της «συγκατοίκησης» [ράστερ]
Ο Μακρόν κάνει μία δυναμική αρχή προκειμένου να μπορέσει να προωθήσει το κόμμα του και να κατακτήσει την πρώτη θέση στις κοινοβουλευτικές εκλογές, καθώς αν δεν το καταφέρει αυτό τότε οι αρμοδιότητες που διαθέτει ως Πρόεδρος περιορίζονται στην διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής.
Γιατί γίνεται αυτό; Βάσει του Γαλλικού Συντάγματος το σύστημα της εκτελεστικής εξουσίας είναι ημιπροεδρικό με αποτέλεσμα οι εξουσίες του Προέδρου να περιορίζονται ή να αυξάνονται, πάντοτε εντός των καταστατικών ορίων, ανάλογα με το κόμμα που έχει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.
Πιο συγκεκριμένα, σε περίπτωση που το κόμμα ή το συμμαχικό πολιτικό μπλοκ από το οποίο προέρχεται ο πρόεδρος έχει και την πλειοψηφία της Εθνοσυνέλευσης, τότε πρακτικά ο αρχηγός του κράτους ηγείται του κυβερνητικού έργου, αν και κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται ρητά από το σύνταγμα (π.χ. προεδρία Νικολά Σαρκοζί με πρωθυπουργό τον Φρανσουά Φιγιόν την περίοδο 2007 – 2012, προεδρία Φρανσουά Ολάντ με πρωθυπουργούς τους Ζαν-Μαρκ Ερό, Μανουέλ Βαλς, Μπερνάρ Καζνέβ την περίοδο 2012- 2017).
Σε περίπτωση όμως που συμβαίνει το αντίθετο, είναι υποχρεωμένος να διορίσει πρωθυπουργό που να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Εθνοσυνέλευσης, οπότε ο πρόεδρος περιορίζεται αυστηρά στα συνταγματικά καθήκοντα του αρχηγού του κράτους και ο πρωθυπουργός καθορίζει την πορεία του κυβερνητικού έργου, πλην της εξωτερικής πολιτικής, η οποία θα πρέπει να διαμορφώνεται σε συνεννόηση με τον πρόεδρο. Πρόκειται για το ενδεχόμενο της «Συγκατοίκησης» (π.χ. προεδρία του κεντροδεξιού Ζακ Σιράκ την πενταετία 1997-2002 με πρωθυπουργό τον σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν).