Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Παρότι δεν διακρίθηκε για τον όγκο της συγγραφικής της παραγωγής, κατόρθωσε με τις εύτολμες αφηγηματικές της συλλήψεις, την αρχιτεκτονική μαστοριά των έργων της, αλλά και το βαθύτερο άρωμα ανθρωπιάς που αποπνέουν τα μυθιστορήματά της, να κερδίσει περίοπτη θέση στην μεταπολιτευτική μας λογοτεχνία. Είναι η Μάρω Δούκα. Συγγραφέας με αισθητική ταυτότητα, πνευματική αξιοπρέπεια και πάνω από όλα μια έντιμη γραφή που δεν αποζήτησε ποτέ την αναγνώριση του αναγνωστικού κοινού μέσα από τα τερτίπια της λογοτεχνίας του συρμού. Έργα της όπως «Η αρχαία σκουριά», «Οι λεύκες ασάλευτες», «Ένας σκούφος από πορφύρα» αποτελούν πλέον ορόσημα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και εξέθρεψαν ηθικοπνευματικά με την αριστοτεχνική γραφή τους, το ηθικό τους σφρίγος και την πολυεστιακή τους κοινωνικά όραση μια ολόκληρη γενιά.
Τα μυθιστορήματα της Δούκα έχουν την γοητεία των κλασικών έργων. Καταφέρνουν να αντέχουν στον χρόνο, επειδή έχουν την ηθική δύναμη να αναμετρηθούν με τα διαρκώς μεταβαλλόμενα κοινωνικά προτάγματα, αλλά και τις αντιθέσεις που αναδεικνύονται στο πέρασμά του. Σύνδρομη και διαπλαστική άλλωστε σε ότι αφορά την διαχρονικότητα των έργων της Δούκα και της αντοχής τους απέναντι στον φθοροποιό χρόνο, είναι και η κριτική που της είχε κάνει στα «ΝΕΑ» ο Κώστας Σταματίου στις 18-10-1980 γράφοντας «Με καθυστέρηση έρχομαι να καταθέσω τον θαυμασμό μου για την «Αρχαία Σκουριά». Τόσο σημαντικό ελληνικό μυθιστόρημα είχα να διαβάσω από τον καιρό του «Διπλού βιλβίου» του Χατζή και της «Χαμένης άνοιξης» του Τσίρκα, από τον καιρό της «Βιοτεχνίας Υαλικών» του Κουμανταρέα και του «Αντιποίηση Αρχής» του Αλέξανδρου Κοτζιά. (….) Συνδυάζει το φλέγον θέμα, τη μαστορική δόμηση και τη χαρισματική γραφή, του να μεταπλάθει συνειδητά ένα κομμάτι της πραγματικότητας σε αληθινή τέχνη». «Η αρχαία Σκουριά» που όπως επισημάνθηκε αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της μεταπολιτευτικής μας λογοτεχνίας δεν επιχειρεί απλά μια κάτοψη στο κοινωνικοπο-λιτικό τοπίο και τους ανθρώπους της εποχής του. Παράλληλα το ανατέμνει βαθιά και κατορθώνει να αναδείξει όλες τις αθέατες διαστάσεις του.
Αυτός όμως είναι άλλωστε και ο σκοπός της λογοτεχνίας. Όπως σημειώνει και ο Βασίλης Αλεξίου στις «Λογοπραξίες» του «Ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι να διατυπώσει το ανείπωτο, αυτό που κρύβεται πίσω από τις γραμμές της σύγχρονης κοινωνικοπολιτικής ανάλυσης και της ιστορικής ανακατασκευής του παρελθόντος, κάνοντας έτσι δυνατή την κατανόηση της σχέσης της πραγματικής ιστορίας με τους ανθρώπους που τη βιώνουν και με τους ποικίλους και αντιφατικούς τρόπους δια των οποίων δέχονται τις επιδράσεις της και αντεπιδρούν σ΄ αυτήν».
Τα αισθητικά μοτίβα και οι αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιεί η Μάρω Δούκα ποικίλουν. Κατατείνουν όμως συνήθως σε δυο επιλογές. Αφενός στην ρεαλιστική αποτύπωση ενός περιβάλλοντος, αφετέρου στην ψυχολογική υποβολή μιας εσωτερικής κατάστασης. Κατά βάση στα μυθιστορήματά της η Δούκα αντλεί την θεματολογία της από την ταραχώδη πορεία της γενιάς του ’60- μιας σημαδιακής γενιάς που βίωσε όλα τα μείζονα ορόσημα της μεταπολεμικής μας ιστορίας, συνταιριασμένα όμως και με κλασικά προβλήματα που αφορούν την ανθρώπινη περιπέτεια.
Διακρίνουμε έτσι στις μυθιστορηματικές της επιλογές το κοινωνικό και ιδεολογικό χάσμα μεταξύ των γενεών, την οργανική σχέση ανάμεσα στο ατομικό και στο συλλογικό πεδίο, την μακρά πορεία της γυναίκας προς την ωριμότητα που συμβαδίζει με την κοινωνική και την ιδεολογική της αποκρυστάλλωση κ.α.
Εμφατικά όμως πρέπει να τονίσουμε σ΄ αυτές τις επιλογές πάνω στις οποίες με μαστοριά η Δούκα οικοδομεί τα αριστουργήματά της, την ανάδειξη της κοινωνικοπολιτικής διάστασης της γενιάς της, της γενιάς του ‘60. Μιας γενιάς που όπως σημειώνει ο Κώστας Σταματίου «ξεκίνησε με την έξαρση του Ανένδοτου και το σφρίγος των «Λαμπράκηδων» για να πέσει απροετοίμαστη στη φάκα της «εθνοσωτηρίου» και να περάσει το λούκι που έβγαλε στην αστραπή του Πολυτεχνείου, που τελικά ταχυδακτυλουργικά οικειοποιήθηκαν και εκμεταλλεύονται ακόμα οι πάντες-πρόπαντός οι «απέξω». Μέσα από αυτήν την θεματική της επιλογή η Δούκα είχε ζωτική συμβολή στην απομυθοποίηση όλων των στερεοτύπων της μεταπολιτευτικής μας αριστεράς, δοθέντος ότι μετάγγιζαν στην λογοτεχνική μας πραγματικότητα το παθογενές φαινόμενο του πολιτικού λαϊκισμού, με όσες πολιτικές δυνάμεις μεταπολιτευτικά το εξέφρασαν.
Σ΄ αυτό το πλαίσιο η Δούκα κινείται αντίστοιχα προς τις θεματικές επιλογές των σπουδαίων μας επίσης πεζογράφων Άρη Αλεξάνδρου και Αντρέα Φραγκιά, που με τα αντίστοιχα έργα τους «Το κιβώτιο» και «Το πλήθος» επιχείρησαν στη λογοτεχνία της εποχής αποδόμηση και ανασύνθεση του κοινωνικοπολιτικού χώρου.
Σημειώνουμε ακόμα σε ότι αφορά τα πρόσωπα και τους ήρωες που χρησιμοποιεί η Δούκα για να τεχνουργήσει τα μυθιστορήματά της παρότι δεν επιλέγει αυτοβιογραφικά στοιχεία, ωστόσο συνειδητά προσδίδει στους ήρωες και τις ηρωίδες της περίπου την ίδια ηλικία μ΄ αυτήν. Επιτυγχάνει έτσι μ΄ αυτόν τον τρόπο να δώσει μια πολυεδρική και συλλογική εικόνα της γενιάς της. Ακόλουθο άλλωστε αυτής της επιλογής είναι το γεγονός ότι η συγγραφέας εμμένει σε ορισμένα κεντρικά θέματα της που σημάδεψαν ανεξίτηλα τους κοινωνικούς προσανατολισμούς, τους στόχους, τις διαψεύσεις, τα οράματα και τις ιδεολογικές κατευθύνσεις των νέων που εξήλθαν από την εφηβεία κατά την διάρκεια της δικτατορίας του ’67.
Ένα ακόμα έκδηλο στοιχείο στην τεχνοτροπία της Μάρως Δούκα είναι η διαρκής εμφάνιση της αντίστιξης μεταξύ νέου και παλιού, μεταξύ του βέβαιου και δοκιμασμένου και του άγνωστου και αδιαμόρφωτου, της γνώσης με την μαθητεία, όπως εύστοχα επισημαίνει ο κριτικός μας Αλέξης Ζήρας. Όμως πέρα και πάνω από τις επιλογές και τις τεχνικές στην αισθητική τεχνοτροπία ένα στοιχείο υπερίπταται και κυριαρχεί στο έργο της. Είναι η διάσταση του ηθικοπλαστικού του χαρακτήρα. Τα έργα της Δούκα διδάσκουν και ποιούν ήθος όσο και εάν δεν είναι συμβατή εδώ η λέξη διδαχή, με τον χαρακτήρα της λογοτεχνικής δημιουργίας. Χωρίς να είναι συνειδητή επιλογή αυτή στη συγγραφέα οι ήρωές της – και ενώ στην πλειονότητά τους αποποιούνται με τη συμπεριφορά τους το φωτοστέφανο του ήρωα – παράγουν ήθος. Δίνουν ηθικό έρμα και προσανατολισμό μέσα στον τραχύ και κυνικό χαρακτήρα της εποχής μας Είναι και αυτή μια σπουδαία αρετή συνταιριασμένη αρμονικά με τις άλλες της συγγραφικής μαστοριάς της Δούκα. Και αυτή την αρετή με χαρακτηριστικό τρόπο σαρκώνει η πρωταγωνίστρια Μυρσίνη στην «Αρχαία σκουριά». Ένα πρότυπο κοινωνικής αξιοπρέπειας που για να διαφυλάξει την ηθική της αρετή και ακεραιότητα, έρχεται σε ρήξη με όλες τις συμβάσεις που υπαγορεύει ο κώδικας του μικροαστισμού.
Αρνείται σθεναρά την ασφάλεια, το κοινωνικό κύρος και την θαλπωρή του οικογενειακού περιβάλλοντος και επιλέγει τον προσωπικό της δύσβατο δρόμο. Αρνείται να γίνει η «κυρία του κυρίου», μαζί με όλες τις ανέσεις μιας μικροαστικής εκδοχής της ζωής. Και πολύ περισσότερο αρνείται στην μεταπολίτευση μετ΄ επιτάσεως να ενσωματωθεί οργανικά στις κλίκες της αριστερής διανόησης που «εξοφλούν» τις επιταγές της συμβολής τους στον αγώνα του Πολυτεχνείου, με τα τιμάρια εξουσίας των κοινωνικών και πολιτικών μας ελίτ.
Με αυτή την έννοια η Δούκα είναι και ένας μεγάλος κοινωνικός ανατόμος που αποτόλμησε μέσα από την χαμηλότονη, αλλά τόσο μεστή και ουσιαστική γραφίδα της, να απομυθοποιήσει τις συμπεριφορές και την παρουσία, ενός τμήματος της γενιάς του Πολυτεχνείου, που ξεπούλησε τα οράματα για εκδημοκρατισμό και κοινωνική δικαιοσύνη. Ανιχνεύοντας ακόμα τεχνικά την τεχνοτροπία γραφής της Δούκα, θα διαπιστώσουμε ότι χρησιμοποιεί ορισμένα στοιχεία μοντερνισμού. Κάνει χρήση έτσι του «εσωτερικού μονολόγου» καθώς και της παράθεσης πολλών αφηγηματικών φωνών, κάτι που από την κριτική αποκαλείται πολυπρισματική αφήγηση.
Αυτές οι τεχνικές είναι εντονότερες στα έργα της «Οι λεύκες ασάλευτες», «Εις τον πάτο της εικόνας» και λιγότερο αισθητές σε έργα όπως το «Αθώοι και φταίχτες». Πάραυτα η υιοθέτηση αυτών των στοιχείων του μοντερνισμού σταδιακά θα υποχωρήσουν. Και τούτο διότι η Δούκα αντιδιαστέλλεται σε διάφορα κυρίαρχα στοιχεία των μοντερνιστών, όπως η λεξιλαγνεία τους. Η συγγραφέας δεν επιδεικνύει ζήλο για τις λέξεις και τις φράσεις της, ενώ πολλές φορές τις χρησιμοποιεί ακόμα και αδιάφορα.
Οι λέξεις της εγγίζουν την επιφάνεια των πραγμάτων, συναντώνται με τα συναισθήματα που είναι διάχυτα στα μυθιστορήματά της, ποτέ όμως δεν μπαίνουν μπροστά στα έργα για να εντυπωσιάσουν με την κομψοέπεια και την ομορφιά τους. Παράλληλα ακόμα προς την αποστροφή της για την λεξηλαγνεία η συγγραφέας επιδεικνύει μέριμνα για τους χαρακτήρες των ηρώων της . Δείχνει δηλαδή έφεση προς έναν τύπο ρεαλισμού στον οποίον οι ιδέες κατά τον νομπελίστα Τζ. Μ. Κουτσί «δεν έχουν αυτόνομη ύπαρξη, ενώ υπάρχουν αποκλειστικά στα πράγματα» Σημειώνει δηλαδή ο νομπελίστας Κουτσί, ότι στον ρεαλισμό οι ιδέες δεν κυκλοφορούν αυθύπαρκτες, αλλά ενσαρκώνονται και μετουσιώνονται στα πρόσωπα τους χαρακτήρες.
Κλείνοντας τέλος την διερεύνηση της αισθητικής τεχνοτροπίας της Δούκα θα επισημάνουμε ότι από άκρη σ΄ άκρη σε όλο της το έργο κυριαρχεί η ηθική ιδέα της δικαιοσύνης. Μια ηθική αρετή που προτάσσεται από τη συγγραφέα μέσω των ηρώων και των ηρωίδων της, έναντι της προόδου, της ελευθερίας και της επίτευξης οιουδήποτε άλλου στόχου στη ζωή.
Η Μάρω Δούκα αναντίλεκτα με το πολυεδρικό αισθητικά και πνευματικά αξιοπρεπές έργο της είναι μια μεγάλη φυσιογνωμία της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας. Γεννήθηκε το 1947 στα Χανιά και ακολούθησε σπουδές αρχαιολογίας στο Εθνικο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο το 1974 και αρκετά μυθιστορήματά της έδρεψαν και την διεθνή αναγνώριση μεταφρασμένα στο εξωτερικό, με κυριότερο την «Αρχαία σκουριά». Το παρόν κείμενο, έχει δημοσιευθεί σε εφημερίδες της Ηλείας και σε περιοδικά κοινωνικού προβληματισμού.