Την πρόωρη αποπληρωμή δημοσίου χρέους συνολικού ύψους τουλάχιστον 7 δισ. ευρώ ακόμη και μέσα στο 2021, εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες, προγραμματίζει η κυβέρνηση και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους.
Πρόκειται για κεντρική πολιτική της κυβέρνησης -η οποία θα «χρηματοδοτηθεί» με τα πολύ υψηλά ταμειακά διαθέσιμα της χώρας- που αποσκοπεί στην ενίσχυση του διεθνούς προφίλ της χώρας αλλά και στην άμεση αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας.
Οι οίκοι αξιολόγησης εμφανίζονται διατεθειμένοι να ανεβάσουν την ελληνική οικονομία κατά ένα «σκαλί» στις αρχές του 2022 αν υπάρξει αποκλιμάκωση του χρέους αλλά και ταχεία διευθέτηση των κόκκινων δανείων.
Οι πρόωρες αποπληρωμές, οι οποίες θα αφαιρέσουν από το χρέος 4 εκατοστιαίες μονάδες, θα αφορούν το συνολικό ποσό που εξακολουθούμε να χρωστάμε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο -περίπου 1,693 δισ. ευρώ- αλλά και δύο ετήσιες δόσεις των διμερών δανείων που έχουμε λάβει από τις ευρωπαϊκές χώρες (τα λεγόμενα GLF που δόθηκαν στο πλαίσιο του 1ου μνημονίου) συνολικού ύψους 5,3 δισ. ευρώ. Πρόκειται για δόσεις οι οποίες θα αποπληρώνονταν κανονικά μέσα στο 2022 αλλά και μέσα στο 2023. Μάλιστα, πληροφορίες αναφέρουν ότι η στρατηγική πρόωρης αποπληρωμής οφειλών μπορεί να περιλαμβάνει και άλλες «εκπλήξεις».
Η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ
Το ζητούμενο είναι να πέσει από φέτος η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ κάτω από το 200% του ΑΕΠ και να κινηθεί χαμηλότερα και από το 190% στο τέλος του 2022. Εκτός από την αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ, θα μειωθεί βέβαια και το υπόλοιπο των ταμειακών διαθεσίμων της χώρας.
Αν προχωρήσουν οι διαδικασίες -απαιτούνται διαβουλεύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέχρι να φτάσουμε στις εκταμιεύσεις για τις πρόωρες αποπληρωμές-, η χρονιά θα κλείσει με το υπόλοιπο στον τραπεζικό λογαριασμό του Δημοσίου να περιορίζεται στα 33-34 δισ. ευρώ (ενδεχομένως και χαμηλότερα) από 40 δισ. ευρώ που είναι σήμερα. Με την πλήρη αποπληρωμή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η σχέση της Ελλάδας με το Ταμείο αλλάζει πλέον ριζικά.
Ενώ η χώρα θα πάψει να είναι οφειλέτης του Ταμείου, νομοσχέδιο που κατατέθηκε χθες στη Βουλή ανοίγει τον δρόμο ώστε η Ελλάδα να γίνει… δανειστής του ΔΝΤ.
Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι η χώρα θα μετέχει σε ειδικό χρηματοδοτικό εργαλείο του Ταμείου για την αντιμετώπιση οικονομικών κρίσεων με το ποσό περίπου 1,8 δισ. ευρώ, για το οποίο θα εισπράττει τόκους.
Ενίσχυση του διεθνούς προφίλ
Οι κινήσεις πρόωρης αποπληρωμής χρέους αποσκοπούν στο να ενισχύσουν το διεθνές προφίλ της χώρας και να επιταχύνουν τη διαδικασία ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους αξιολόγησης. Αρμόδια κυβερνητική πηγή εκτιμά ότι οι οίκοι αξιολόγησης θα λάβουν σοβαρά υπόψη τους τον συνδυασμό παραμέτρων που αναμένεται να καταγραφούν στο τέλος του χρόνου: ταχύτερη του αναμενομένου ανάπτυξη, έναρξη της διαδικασίας επιστροφής στα πρωτογενή πλεονάσματα με στόχο αυτό να επιτευχθεί μέσα στο 2023, αλλά και ταχεία αποπληρωμή του χρέους, ώστε η «παρένθεση» της πανδημίας να κλείσει σε όλα τα επίπεδα: και σε επίπεδο ΑΕΠ, αλλά και σε επίπεδο δημοσίου χρέους. Με αυτές τις κινήσεις εκτιμάται ότι το ένα από τα δύο «σκαλιά» που πρέπει να ανέβει η Ελλάδα για να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα μπορεί να κατακτηθεί στις αρχές του 2022.
Αλλάζει η σχέση μεταξύ Ελλάδας – Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου
Η Ελλάδα οφείλει αυτή τη στιγμή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ποσό ύψους 1,693 δισ. ευρώ. Τα 132 εκατ. ευρώ πρέπει να πληρωθούν στο τέλος του 2022, το 1,303 δισ. ευρώ μέσα στο 2023 και τα τελευταία 278 εκατ. ευρώ μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2024. Η πρόθεση της κυβέρνησης να αποπληρώσει πλήρως το χρέος θα περάσει και από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, καθώς απαιτούνται σχετικές εγκρίσεις και από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ο οποίος ως μεγαλύτερος δανειστής της χώρας έχει δικαίωμα να «μπλοκάρει» τη διαδικασία. Τέτοιο ενδεχόμενο βέβαια δεν υπάρχει, καθώς οι διαβουλεύσεις για να προχωρήσει η ολική αποπληρωμή του ΔΝΤ έχουν ξεκινήσει εδώ και αρκετό καιρό.
Με την ολική αποπληρωμή, η σχέση της Ελλάδας με το ΔΝΤ θα αλλάξει ριζικά. Η Ελλάδα θα πάψει να είναι οφειλέτης του Ταμείου και ταυτόχρονα θα γίνει «εταίρος», συμμετέχοντας στο νέο χρηματοδοτικό εργαλείο που δημιουργεί το ΔΝΤ προκειμένου να ενεργοποιηθεί σε περίπτωση ακραίων συνθηκών στην παγκόσμια οικονομία.
Χθες, το υπουργείο Οικονομικών κατέθεσε στη Βουλή το νομοσχέδιο που θα ενισχύσει αυτή την καινούργια σχέση της Ελλάδας με το ΔΝΤ. Το νομοσχέδιο ανοίγει τον δρόμο προσχώρησης της Ελλάδας στην απόφαση του ΔΝΤ για τις «νέες διευθετήσεις δανεισμού».
Ουσιαστικά, η Ελλάδα θα συνδράμει στη δημιουργία ενός νέου «κουμπαρά» εισφέροντας ποσό ύψους 1,681 δισ. ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων (είναι το «νόμισμα» με το οποίο συναλλάσσεται το ΔΝΤ και αντιστοιχεί σε περίπου 1,8 δισ. ευρώ). Τους πόρους που θα χορηγήσει η Ελλάδα στο ΔΝΤ θα τους δανειστεί από δάνειο που θα συνάψει η Τράπεζα της Ελλάδος ΕΛΛ-0,24% με το ελληνικό Δημόσιο. Αυτός ο «κουμπαράς», του οποίου «εταίρος» θα γίνει και η Ελλάδα, περιέχει ήδη περισσότερα από 360 δισεκατομμύρια CDRs, με τις ΗΠΑ να έχουν εισφέρει 56,4 δισεκατομμύρια, το Ηνωμένο Βασίλειο 19 δισεκατομμύρια και την Ιαπωνία 67 δισεκατομμύρια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα θα εισπράττει τόκους για το ποσό που θα εκχωρήσει στο ΔΝΤ. Όπως αναφέρει και το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή: «Το Ταμείο καταβάλλει τόκους για το χρέος του βάσει της παρούσας απόφασης με επιτόκιο ίσο με το συνδυασμένο επιτόκιο αγοράς που υπολογίζεται από το Ταμείο κατά καιρούς με σκοπό τον προσδιορισμό του επιτοκίου με το οποίο καταβάλλονται τόκοι στις τοποθετήσεις ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων ή οποιοδήποτε υψηλότερο επιτόκιο που δύναται να συμφωνηθεί μεταξύ του Ταμείου και των συμμετεχόντων που αντιπροσωπεύουν το 85% του συνόλου των πιστωτικών διευθετήσεων». Βάσει αυτής της αναφοράς, και η έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αναφέρεται σε πιθανά πρόσθετα έσοδα για τον προϋπολογισμό: «Από τις προτεινόμενες διατάξεις επέρχεται επί του κρατικού προϋπολογισμού ενδεχόμενη αύξηση εσόδων λόγω καταβολής από το ΔΝΤ των προβλεπόμενων τόκων επί του χορηγούμενου δανείου, σε περίπτωση που το ύψος αυτών που λαμβάνει το Ελληνικό Δημόσιο είναι υψηλότερο από αυτούς που θα αποδίδει στην ΤτΕ».
Το κείμενο είναι του κ. Θάνου Τσίρου και δημοσιεύτηκε στη Ναυτεμπορική
Πηγή:Naftemporiki.gr