Γράφει ο Δημήτρης Κατσαρός
Δεν θα αφιερώσω ιδιαίτερα μεγάλο μέρος του άρθρου στην ίδια την είδηση γιατί ήδη την έχουμε διαβάσει και ακούσει πολλάκις από τη στιγμή των επίσημων ανακοινώσεων. Άντζελα Γκερέκου και Βασίλης Οικονόμου κατεβαίνουν στο ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας.
Η λαοπρόβλητη πολιτικός, η «Άντζελά μας», όπως την λένε οι κερκυραίοι, που σε αντίθεση με πολλούς πρώην συναδέλφους της ηθοποιούς, ήρθε κάποτε στην πολιτική για να μείνει, συνέδεσε όλη της την πορεία με το ΠΑΣΟΚ από την πρώτη μέρα και δεν απέτυχε να εκλεγεί ούτε και όταν τα ποσοστά του κινήματος έπεσαν σε ιστορικά χαμηλά.
«Αποφάσισα να ανταποκριθώ στην πρόσκληση του Αντώνη Σαμαρά για συστράτευση σε έναν κοινό αγώνα, συμμετέχοντας στο ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας στην Κέρκυρα» είπε μεταξύ άλλων η ίδια αναφερόμενη στην απόφασή της. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος σε επιστολή του προς το Σαμαρά ήταν λακωνικός και ξεκάθαρος. «Αγαπητέ Αντώνη, δεν περίμενα ότι η Νέα Δημοκρατία θα συνέπραττε σε μία τόσο ανήθικη και αντιαισθητική πολιτική πράξη όπως αυτή της κας Γκερέκου στην Κέρκυρα. Σ΄ ένα νησί του πολιτισμού και της ευπρέπειας. Κρίμα. Ευάγγελος Βενιζέλος»
Ο δε Βασίλης Οικονόμου κατέχει μάλλον την πρώτη θέση στη λίστα με τους βουλευτές με πολύ γρήγορες μεταβάσεις σε νέο κόμμα. Και αυτός παλαιό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και διαγραφής επί Γιώργου Παπανδρέου, μετά από μικρό πέρασμα στην ΔΗΜΑΡ κατεβαίνει και εκείνος στο πλευρό του Αντώνη Σαμαρά.
Εκεί που κατά τη γνώμη μου είναι η ουσία των ειδήσεων αυτών δεν είναι η πλευρά των βουλευτών που κατά κοινή ομολογία κάνουν τις κινήσεις αυτές και ως προσπάθειες πολιτικής και επαγγελματικής επιβίωσης σε έναν χώρο που τελευταία βιώνει πολλές ανακατατάξεις. Η ουσία βρίσκεται στην πρόσκληση του Αντώνη Σαμαρά προς τα στελέχη αυτά. Άλλωστε και οι δύο τον ευχαριστούν προσωπικά και όχι το κόμμα για την τιμή της πρότασης συμπερίληψης στα γαλάζια ψηφοδέλτια.
Είχα σημειώσει και σε προηγούμενο άρθρο μου, ότι τι διεύρυνση της φιλελεύθερης παράταξης είναι αυτή αν δεν μπορεί να χωρέσει μέσα της και εκσυγχρονιστές. Ανθρώπους δηλαδή που συνδέθηκαν με την ύστερη φάση του ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη. Όμως για να μην υποπέσουμε σε ανακρίβειες δεν μπορούμε να μην υπενθυμίσουμε ότι η διεύρυνση της γαλάζιας παράταξης προς το κέντρο ήταν ένα πάγιο αίτημα της Ντόρας Μπακογιάννη. Η κα Μπακογιάννη ουσιαστικά εξέφραζε αυτή τη γραμμή και όταν ήταν υποψήφια για τν αρχηγεία του κόμματος της ΝΔ, με τον αντίπαλο υποψήφιο Αντώνη Σαμαρά να κάνει ανοίγματα περισσότερο προς τα δεξιά του, εκπροσωπώντας περισσότερο τις συντηρητικές πτυχές της παράταξης.
Η απάντηση στο ερώτημα τι άλλαξε από τότε και βλέπουμε τώρα μια αντιστροφή της στάσης του αρχηγού της ΝΔ έγκειται στο ότι δεν υφίσταται πλέον δίλλημα για την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να διευρυνθεί το κόμμα. Δεν υπάρχει δίλλημα γιατί η κατεύθυνση είναι μία. Αυτό που σήμερα λέγεται μεταρρυθμιστικό κέντρο, που λίγο πολύ περικλείει και τους εκσυγχρονιστές της δεκαετίας του 90 είναι ο πολιτικός χώρος που δημιουργήθηκε αφενός από τον πρωταγωνιστικό ρόλο που ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ, και αφετέρου από την νομοτελειακή κρίση που μαστίζει τη σοσιαλδημοκρατία σε διεθνές επίπεδο.
Και ενώ κοιτάζοντας το δέντρο βλέπουμε προεκλογικές μεταγραφές, κοιτάζοντας το δάσος θα παρατηρήσουμε ότι τα πολιτικά κόμματα προσαρμόζονται στη σημερινή ιστορική φάση του καπιταλισμού, και μάλιστα γρηγορότερα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες δημιουργώντας δύο μέτωπα. Εκείνο που θεωρεί το κράτος εγγυητή της κοινωνικής ευημερίας ενάντια στα market failures (αποτυχίες της αγοράς) και τις μη- βιώσιμες σχέσεις κεφαλαίου-κράτους (αυτό που στην Ελλάδα ονομάστηκε χαριτωμένα κρατικοδίαιτος καπιταλισμός) εκπροσωπείται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το άλλο μέτωπο θέλει να αφήσει τις αγορές περισσότερο ελεύθερες να διορθώσουν τα κακώς κείμενα και το κράτος να συμβάλλει στη σταθερότητα του παιχνιδιού μεταξύ των παιχτών, ακόμη και με χρήματα φορολογούμενων περιμένοντας ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη και την αύξηση του πλούτου και εκπροσωπείται από την νέα – Νέα Δημοκρατία αλλά και τα ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι.
Έτσι από την Γκερέκου μέχρι το Βουδούρη και από τον Σαμαρά μέχρι τον Τσίπρα, οι πολιτικοί κινούνται όχι μόνο με βάση στρατηγικές και ιδεολογίες αλλά και με βάση ένα εξελικτικό μοντέλο επιβίωσης σε μια κοινωνία που αλλάζει, είτε το θέλουν, είτε όχι.