«Τα γηρατειά είναι άσχημο πράγμα» συνήθιζε να λέει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Κανένας δε θα τον θυμάται γέρο. Ακόμα και στα 74 του χρόνια, είχε τον ενθουσιασμό του ανθρώπου που ετοιμάζει την πρώτη ταινία. Ή μια από τις πρώτες. Άλλωστε το σινεμά ήταν ένα μέρος της καθημερινότητάς του. Και η φιλοδοξία του πάντα, να κάνει ταινίες με το τίποτα, για το τίποτα.
Πιστός στο προσωπικό του όραμα, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, έκανε 17 ταινίες. Η τελευταία, η «Κόρη του Ρέμπραντ» βγήκε στις αίθουσες στις 10 Δεκεμβρίου. Από τα Χρώματα της Ίριδας, την πρώτη του ταινία το 1974, ο Παναγιωτόπουλος μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το καυστικό του σχόλιο σε συνδυασμό με τη σκηνοθετική του μαεστρία.
Άνθρωπος πνευματώδης και απρόβλεπτος, με σαρδόνιο χιούμορ, δε δίστασε ποτέ να εκθέσει την τολμηρή ματιά του. Στο σύμπαν του Παναγιωτόπουλου, ακόμα και η πιο μικρή εικόνα, η πιο μικρή ψηφίδα είχε σημασία. Μέχρι την τελευταία του ταινία, ο θεατής μπορούσε να διακρίνει την αθωότητα, την αθωότητα με την οποία είχε περάσει ως παιδί μυθικές όπως έλεγε ο ίδιος βραδιές στα θερινά σινεμά, αυτές που καθόρισαν την κλίση του στον κινηματογράφο. Και την μικρή ξενοιασιά των ηρώων ακόμα και στις πιο δραματικές συνθήκες. Την ξενοιασιά που ο ίδιος θεωρούσε αγαθό. Ήταν αυτό που τον έκανε να ζηλεύει μια γάτα που λιαζόταν ξαπλωμένη στον ήλιο.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν ένας σκηνοθέτης «της πόλης». Τον έβλεπες να κυκλοφορεί στην Αθήνα και την λάτρευε. Δεν την έβρισκε κακάσχημη. Έλεγε ότι σε κάθε γωνιά του δρόμου παραμονεύουν αναμνήσεις. Η Αθήνα του Παναγιωτόπουλου ήταν η πόλη με τα νεοκλασικά και τα συνεργεία, μια πόλη ασεβής στην οποία δε χρειάζεται κανένας να κυκλοφορεί μα τα καλά του.
Για τον κινηματογράφο είχε μια θεωρία για την «ενάρετη στάση» ενός δημιουργού. Το ταλέντο για τον Παναγιωτόπουλο, δεν ήταν αρκετό. Χρειαζόταν και το ήθος. Ήταν ο τρόπος του να κάνει σινεμά. Και θεωρούσε ότι η τέχνη που αγάπησε με πάθος στην Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει δυο εχθρούς: το χρήμα και την προπαγάνδα. Εκείνος ήθελε να κάνει πάντα του κεφαλιού του. Τα κατάφερνε. Οι ταινίες του προκαλούσαν πάντα στους θεατές αισθήματα λατρείας, σε άλλους αισθήματα απέχθειας. Αλλά ήταν πάντα ένα θέμα συζήτησης.
Ο Παναγιωτόπουλος είχε αφοριστικό χιούμορ, κυνική σοφία, τρυφερότητα. Κατάφερε μέσα στον ελληνικό κινηματογράφο και δημιούργησε το δικό του σύμπαν για τέσσερις δεκαετίες. Ένα σύμπαν αυθαίρετο, προκλητικό, πολλές φορές σαρκαστικό αλλά και οικείο μέσα στο οποίο βυθίστηκαν οι Έλληνας θεατές. Ο Παναγιωτόπουλος είχε ένα τρόπο να ξεβολεύει τους γύρω του, να ξεβολεύει τον εαυτό του, να κάνει ταινίες που δεν χαϊδεύουν τον θεατή με ένα τρόπο που πολεμούσε τον ρεαλισμό.
Ο Παναγιωτόπουλος ευτύχησε να είναι ένας παραγωγικός σκηνοθέτης. Με την σύντροφο και συνοδοιπόρο του στην τέχνη και τη ζωή, Μαριάννα Σπανουδάκη, μοιράστηκαν την εμπειρία του πώς στήθηκε αυτό που σήμερα ονομάζουμε ελληνικός κινηματογράφος. Ήταν πολύ τυχερός γιατί κατάφερε να κάνει αυτά που ήθελε. Ήταν πολύ ευτυχής γιατί έζησε σε μια κοινότητα με σεβασμό και αγάπη, από τους ομότεχνούς του, κατάφερε να μιλήσει για αυτά που τον απασχόλησαν, ελεύθερα και χωρίς περιορισμό. Και για κάποιο λόγο, έφυγε, αιφνίδια, χωρίς βάσανο, χωρίς να τον έχει καταβάλει το γήρας που απεχθανόταν. Ο θάνατός του μοιάζει με απρόβλεπτα εξαφάνιση σε κάποια ταινία του.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ετοίμαζε την δέκατη όγδοη ταινία του, «Amor Fati» γυρισμένη στο κέντρο της Αθήνας. Την ιστορία ενός άστεγου από μια νουβέλα του Αυστριακού συγγραφέα Γιόζεφ Ροτ.
The TOC