Τον Ιούλιο του 1988, κατά την διάρκεια του τελευταίου έτους του ως υπουργός Εξωτερικών, ο Τζορτζ Σουλτς ξεκίνησε μια περιοδεία τριών εβδομάδων σε οκτώ χώρες στην Ασία. Καμία κρίση ή επείγων διπλωματικός στόχος δεν παρακίνησε το ταξίδι -αδιανόητα μακρόχρονο για τα σημερινά πρότυπα. Με την Σοβιετική Ένωση σε παρακμή και την Κίνα να εστιάζει προς το εσωτερικό της, η παγκόσμια θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν ισχυρή. Αλλά ο Σουλτς είχε μια βαθιά δέσμευση σε αυτό που ονόμαζε «φροντίδα στον διπλωματικό κήπο». Ήμουν ένας νέος αξιωματικός της Υπηρεσίας Εξωτερικών που συνόδευε τον Shultz. Η παρακολούθηση του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπιζε τους οικοδεσπότες του σε κάθε πρωτεύουσα ήταν ένα ισχυρό μάθημα αμερικανικής διπλωματίας και γιατί [αυτή] έχει σημασία.
Κατά την άφιξή του στο Τόκιο, ο Σουλτς αύξησε την εμπιστοσύνη των Ιαπώνων –από καιρό ανασφαλείς για την προσοχή που δινόταν αφειδώς στην Κίνα από την επίσκεψη του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον το 1972- διακηρύσσοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν σημαντικότερο σύμμαχο στον κόσμο. Στο Πεκίνο, ο Σουλτς, ο σπάνιος Αμερικανός ηγέτης που άκουγε περισσότερο από όσο μιλούσε, παρέστη σε μακρές συναντήσεις και σε ένα ακόμη πιο μακρόσυρτο τελετουργικό δείπνο στο Θερινό Παλάτι με τους περήφανους αλλά ευερέθιστους οικοδεσπότες του. Από τη Μπανγκόκ και τη Μανίλα μέχρι την Σεούλ, το Χονγκ Κονγκ, την Τζακάρτα και τα Νησιά Μάρσαλ, πέρασε τη μια συνάντηση μετά την άλλη ξεχορταριάζοντας, ποτίζοντας και προσέχοντας τον διπλωματικό κήπο. Η δέσμευσή του να οικοδομεί προσωπικές σχέσεις με τους ξένους ομολόγους του απέδειξε το έντονο ενδιαφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών για την τύχη μιας ταχέως μεταβαλλόμενης και ανερχόμενης περιοχής.
Η μεταφορά του Shultz περί κηπουρικής βασίστηκε σε μια απλή βασική πεποίθηση: ακόμη και μια υπερδύναμη έπρεπε να εμφανίζεται σε μακρινές πρωτεύουσες, να επιδεικνύει ενδιαφέρον και σεβασμό, να γνωρίζει τους ηγέτες, και να οικοδομεί οικειότητα και εμπιστοσύνη, έτσι ώστε όταν έρθουν οι κρίσεις -που σίγουρα θα έρθουν- να έχει ένα δίκτυο φίλων και συμμάχων για να απευθυνθεί για βοήθεια. Το κόστος της παραμέλησης αυτής της γνώσης έχει γίνει πολύ σαφές σε πολλές περιπτώσεις στις δεκαετίες έκτοτε.
ΜΙΑ ΓΝΗΣΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Όταν ο Shultz πέθανε στην Καλιφόρνια σε ηλικία 100 ετών νωρίτερα αυτόν τον μήνα, άφησε ένα ιστορικό δημόσιας υπηρεσίας που λίγοι Αμερικανοί έχουν επιτύχει στην πρόσφατη ιστορία. Για την δική μου γενιά διπλωματών σταδιοδρομίας, ο Shultz εκπροσωπεί μια αμερικανική ηγεσία που άσκησε εξουσία με ένα επίπεδο εμπιστοσύνης, σκοπού, και αποτελεσματικότητας που απουσιάζει αισθητά τα τελευταία χρόνια.
Το τεράστιο εύρος και το βάθος της μακράς υπηρεσίας του Shultz στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν εξαιρετικό από κάθε άποψη. Ένας μάχιμος βετεράνος των πεζοναυτών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Shultz επέστρεψε στο σπίτι του από τον Ειρηνικό για να αποκτήσει διδακτορικό στα οικονομικά στο MIT και πήγε ως μέλος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του προέδρου Dwight Eisenhower πριν μετακομίσει στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, όπου ήταν καθηγητής και τελικά κοσμήτορας της σχολής επιχειρήσεων. Επανερχόμενος στην Ουάσινγκτον από τον πρόεδρο Νίξον, στην συνέχεια, ο Σουλτς έγινε ένα από τα δύο άτομα στην ιστορία των ΗΠΑ που θα υπηρετούσε σε τέσσερις θέσεις υπουργικού συμβουλίου (ο άλλος ήταν ο σύγχρονός του, Elliot Richardson).
Ως Υπουργός Εργασίας, ο Shultz προσπάθησε να δημιουργήσει μεγαλύτερες ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις των μαύρων στον κατασκευαστικό κλάδο. Ως ο πρώτος διευθυντής του Γραφείου Διαχείρισης και Προϋπολογισμού (Office of Management and Budget, OMB), έφερε μια διανοητική αυστηρότητα και πρακτική ευαισθησία σε μια από τις λιγότερο γνωστές αλλά πιο σημαντικές θέσεις εργασίας στον εκτελεστικό κλάδο. Διαδεχόμενος τον John Connally ως Υπουργός Οικονομικών, εφάρμοσε την ιστορική μετακίνηση του Νίξον έξω από τον «κανόνα του χρυσού», προτού αποχωρήσει το 1974 από την κυβέρνηση για να διευθύνει την Bechtel [στμ: τεράστια κατασκευαστική εταιρεία]. Ακόμα κι αν δεν επέστρεφε ποτέ πια στην Ουάσινγκτον, ο Σουλτς θα είχε μια θρυλική κυβερνητική καριέρα.
Αλλά ήταν η θητεία του για πάνω από εξάμισι χρόνια ως Υπουργός Εξωτερικών του προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν, που ήταν το κορυφαίο επίτευγμά του στην δημόσια ζωή. Αναλαμβάνοντας το αξίωμά του το 1982, σε μια εποχή βαθιάς έντασης και διχοτόμησης στον Ψυχρό Πόλεμο, ο Σουλτς ήταν πρωταρχικός αρχιτέκτονας της αντιπαραθετικής στάσης του Ρέιγκαν προς τη Μόσχα και της σημαντικής αμυντικής οικοδόμησης των ΗΠΑ που τελικά δεν μπορούσαν να φτάσουν οι Σοβιετικοί. Ωστόσο, μετά τον διορισμό του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ως γενικού γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1985 και την έναρξη των μεταρρυθμιστικών πολιτικών της glasnost και της περεστρόικα, ο Σουλτς διαπίστωσε νωρίτερα από τον Ρέιγκαν και τους περισσότερους άλλους στην Ουάσιγκτον ότι αυτή ήταν μια πραγματική ευκαιρία για τη μεταμόρφωση της μακράς και φιλέριδος σχέσης με το Κρεμλίνο.
Πάντα διπλωματικός κηπουρός, ο Shultz εργάστηκε σκληρά για να αναπτύξει μια στενή και τελικά εμπιστευτική σχέση με έναν άλλο σοβιετικό μεταρρυθμιστή, τον υπουργό Εξωτερικών, Eduard Shevardnadze. Στην Σύνοδο Κορυφής του Ρέικιαβικ το 1986, ο Σουλτς και ο Ρέιγκαν μέχρι που έφτασαν κοντά στο να συμφωνήσουν με τον Γκορμπατσόφ για την κατάργηση των αντίστοιχων πυρηνικών όπλων τους. Ενώ αυτό το σύντομο και εκπληκτικό όραμα εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα όσο δημιουργήθηκε, οι Shultz και Shevardnadze κατάφεραν να διαπραγματευτούν την εξάλειψη χιλιάδων πυρηνικών όπλων ενδιάμεσης εμβέλειας στην Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Ενδιάμεσης Εμβέλειας το 1987 (1987 Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty), η οποία έφερε την απειλή σύγκρουσης αναμφισβήτητα στο χαμηλότερο επίπεδο στην πυρηνική εποχή.
Τέτοιες προσπάθειες έφεραν μια εμφανή απόψυξη στον κάποτε παγωμένο ανταγωνισμό υπερδυνάμεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, ο Shultz έκανε προσωπική αποστολή του το να πείσει το Κρεμλίνο να επιτρέψει στους Σοβιετικούς Εβραίους να μεταναστεύσουν στην Δύση, παραμένοντας περήφανος για αυτό το μοναδικό επίτευγμα καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του. Και ως υπέρμαχος των ελεύθερων αγορών, της ελεύθερης εργασίας, και των ιδεών, ενθάρρυνε αυτούς τους ηγέτες σε όλη την Ανατολική Ευρώπη να αμφισβητούν τις αποτυγχάνουσες κομμουνιστικές κυβερνήσεις στην Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, και πέρα από αυτές σε ένα ταχέως εξασθενούμενο Σύμφωνο της Βαρσοβίας.
Ο Σουλτς είχε παραδώσει τα σκήπτρα της ηγεσίας στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ στον διάδοχό του, Τζέιμς Α. Μπέικερ Γ΄, το 1989 και ήταν εκτός εξουσίας στα εκπληκτικά γεγονότα που ακολούθησαν -την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, την ενοποίηση μιας από μακρού χρόνου διχοτομημένης Γερμανίας, και την εκπληκτική κατάρρευση και αποσύνθεση της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης στις 25 Δεκεμβρίου 1991. Ο επακόλουθος ρόλος του στην καθοδήγηση του Ψυχρού Πολέμου σε ένα ειρηνικό τέλος είναι ασφαλής, ωστόσο, στα βιβλία της ιστορίας. Και στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν την αποχώρησή του από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Shultz απολάμβανε μια εντυπωσιακά παραγωγική ζωή ως ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών. Από την έδρα του στο Hoover Institution στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, έφτανε κάθε μέρα στο γραφείο του μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90, πραγματοποιώντας ένα κυλιόμενο σεμινάριο (καθώς και συγγράφοντας εκθέσεις και βιβλία) για τα πάντα, από τα παγκόσμια οικονομικά έως τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας και διεξάγοντας μια κοινή εκστρατεία, μαζί με τους συγχρόνους του, Henry Kissinger, Sam Nunn και William Perry, για να φανταστούν έναν κόσμο χωρίς πυρηνικά όπλα.
ΠΡΩΤΑ Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ
Ο Shultz επέστρεφε συχνά σε μερικά κεντρικά θέματα σχετικά με την αμερικανική ισχύ στον κόσμο -θέματα που είναι ιδιαίτερα σχετικά σήμερα, όταν πολλοί αμφισβητούν την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να διατηρήσουν το ρόλο τους ως η πιο ισχυρή χώρα του κόσμου. Ήταν επίμονος συνήγορος της αμερικανικής οικονομικής ισχύος στον κόσμο και, δεδομένης της προηγούμενης εμπειρίας του στο Υπουργείο Οικονομικών και στο OMB και ως εταιρικός διευθυντής και καθηγητής Οικονομικών, έκανε μια ιδιαίτερα ισχυρή και πειστική υπόθεση για τα οικονομικά ως το ζωτικό θεμέλιο της παγκόσμιας επιρροής των ΗΠΑ. (Όταν οι συνάδελφοί μου Bob Mnookin και Jim Sebenius και εγώ πήραμε συνέντευξη από τον Shultz πριν από λίγα χρόνια για ένα ερευνητικό έργο, επέστρεφε συχνά στην πεποίθησή του ότι η αναβίωση της οικονομικής ισχύος των ΗΠΑ από τον Reagan ήταν βασικός παράγοντας για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου). Ο Shultz αναγνώρισε επίσης από νωρίς την σημασία της εποχής της πληροφορίας και της σχέσης της τεχνολογικής καινοτομίας με την ισχύ των ΗΠΑ.
Αλλά γενικά, ο Σουλτς πίεσε να δοθεί στην διπλωματία πρωταγωνιστικός ρόλος στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ως υπουργός Εξωτερικών, ήταν ένας δυναμικός υπέρμαχος των στελεχών σταδιοδρομίας της Εξωτερικής Υπηρεσίας και της δημόσιας διοίκησης και, σε αντίθεση με τους διαδόχους του στην διοίκηση του Τραμπ, άκουγε συμβουλές από αξιωματούχους σταδιοδρομίας και διόρισε πολλούς σε ανώτερες θέσεις. Δημιούργησε επίσης το Foreign Service Institute στη Βιρτζίνια, το οποίο εκπαιδεύει διπλωμάτες σε γλώσσες, στην παγκόσμια πολιτική, σε περιφερειακές σπουδές, στην διαχείριση, και στην ηγεσία.
Ο Σουλτς μπορεί να μείνει στη μνήμη καλύτερα για το ότι αψήφησε το διάταγμα της διοίκησης Ρέιγκαν το 1983, ότι οι αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα υποβληθούν σε ανιχνευτή ψεύδους, όπως οι συνάδελφοί τους στην κοινότητα πληροφοριών. Μίλησε δημόσια, για όλους τους αξιωματούχους του Υπουργείου Εξωτερικών και για τον εαυτό του: «Η στιγμή σε αυτήν την κυβέρνηση που θα μου πουν ότι δεν μου έχουν εμπιστοσύνη θα είναι η μέρα που θα φύγω». Κέρδισε. Οι Αμερικανοί διπλωμάτες δεν πέρασαν από ανιχνευτή ψεύδους και ο Σουλτς κράτησε την δουλειά του για έξι ακόμη χρόνια.
Για τον Shultz, η διπλωματία ήταν κάτι παραπάνω από τους στόχους: τις συνόδους κορυφής, τις συμφωνίες ελέγχου των όπλων, τις εμπορικές συμφωνίες. Σε συνομιλίες τα τελευταία χρόνια, επέστρεφε ξανά και ξανά στις προσωπικές πτυχές του τι σημαίνει να είσαι αποτελεσματικός διπλωμάτης: η υποτιμημένη αξία του να ακούς, των προσωπικών σχέσεων μεταξύ ηγετών, ειδικά ανταγωνιστών, και αυτού που ονόμασε «το νόμισμα του βασιλείου» [«coin of the realm»], την εμπιστοσύνη.
Μία από τις ιστορίες που αναφέρουν οι διπλωμάτες σταδιοδρομίας συχνότερα για τον Σουλτς ήταν σχετικά με νέους πρεσβευτές που θα τον έβλεπαν πριν φύγουν για πόστα στο εξωτερικό. Στο επιβλητικό γραφείο του Shultz στον έβδομο όροφο του Υπουργείου Εξωτερικών ήταν μια πολύ μεγάλη υδρόγειος σφαίρα. Αφού έφερνε τον πρέσβη να σταθεί δίπλα του, ζητούσε από τον καθένα να δείξει την χώρα του [στμ: εννοώντας την χώρα που θα πήγαιναν]. Όταν, κατά κανόνα, οι πρεσβευτές θα έδειχναν το Περού ή το Μάλι ή την Σιγκαπούρη ή οπουδήποτε αλλού είχαν διοριστεί, ο Σουλτς θα έδειχνε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να τους υπενθυμίσει ότι αυτή ήταν «η χώρα τους».
Με τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν μείνει χωρίς άγκυρα από την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ και συγκλονισμένες από την πανδημία COVID-19, την ύφεση, την φυλετική αδικία, και την εξέγερση, θα κάνουμε καλά να υιοθετήσουμε τόσο την θεμελιώδη αισιοδοξία του Σουλτς όσο και την αίσθηση της αμερικανικής ρώμης και του σκοπού. Αλλά θα χρειαστεί επίσης μια ανανεωμένη επένδυση στο μοντέλο διπλωματίας του Shultz για να πεισθεί ένας κόσμος που αμφισβητεί την δέσμευση των ΗΠΑ στην παγκόσμια ηγεσία ότι η Αμερική μπορεί να εγερθεί ξανά.
Πηγή: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-02-19/diplomat-gardener?fbclid=IwAR2jX2k_v7tT_NNBrlz7UWIgQd46ygtQpXrJ5MtzQTlsfFTlO4_cr522VE4