Στην συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα, ο αξέχαστος Μένης Κουμανταρέας, που βρέθηκε νεκρός το Σάββατο στο διαμέρισμά του, μιλάει για την χουντική λογοκρισία και τα περίφημα 18 κείμενα, την πρώτη συλλογική αντιδραση του πνευματικού κόσμου εναντίον της δικτατορίας.
Οι συνταγματάρχες, εκτός από το κλίμα τρομοκρατίας, είχανε επιβάλλει αυστηρή λογοκρισία. Επρεπε να περάσει κανείς από το γραφείο του λογοκριτή, το οποίο ήταν στην οδό Ζαλοκώστα στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως. Δεν επιτρεπόταν δηλαδή να δημοσιεύσει κανείς οτιδήποτε, χωρίς την άδεια της λογοκρισίας. Και μάλιστα η πρώτη μου επαφή με την μετέπειτα εκδότρια μου, την Νανά την Καλιανέση στις εκδόσεις Κέδρος, ήταν έξω από τα γραφεία της λογοκρισίας. Αποφασίσαν ο Στρατής ο Τσίρκας, ο μεγάλος μας συγγραφέας, η κυρία Καλιανέση και άλλοι του κύκλου του Κέδρου, να βγει ένα περιοδικό το οποίο θα ήταν κατά κάποιο τρόπο μια διαμαρτυρία για την Χούντα, χωρίς να είναι κάτι φωναχτό. Εγώ είχα δώσει ένα παλιό μου διήγημα «Τα καημένα». Και όταν δώσαμε ραντεβού και πήγαμε μαζί στο γραφείο του λογοκριτή, βρεθήκαμε μπροστά σε έναν άνθρωπο σκυμμένο στο γραφείο του. Είχε το κείμενο το δικό μου κοκκινισμένο όλο, δηλαδή δεν υπήρχε αράδα που να μην ήταν κοκκινισμένη.
Τι έλεγε αυτό το κείμενο;
Τίποτα δεν έλεγε, που να αφορούσε την δικτατορία ή την έλλειψη ελευθερίας. Ήταν η ιστορία δύο παιδιών, που καίγονται μια Μεγάλη Τετάρτη στο Λαύριο. Αλλά είχαν κοκκινίσει τα πράγματα τα οποία δεν τους άρεσαν. Οπότε απελπισμένοι, τα παίρνουμε τα σηκώνουμε και φεύγουμε και λέμε ως εδώ ήτανε, δεν μπορούμε πια να γράφουμε τίποτα.
Τους ρωτήσατε εσείς, τι βρίσκανε κατά την γνώμη τους μεμπτό;
Όχι, όχι, διότι δεν άξιζε τον κόπο. Δηλαδή, δεν άνοιγε κανείς διάλογο με αυτούς τους ανθρώπους. Μετά ήρθη ο νόμος για την άμεση λογοκρισία, οπότε μπορούσε κανείς να δημοσιεύει με δική του ευθύνη, αλλά με κίνδυνο να βρεθεί στη φυλακή. Το έπαιζες στα ζάρια, αλλά εμείς τότε δεν χαμπαρίζαμε. Προσέχαμε βέβαια, δεν θέλαμε σώνει και καλά να βρεθούμε πίσω από τα σίδερα, αλλά υπήρχε θάρρος και μια σύμπνοια που δεν υπάρχει σήμερα. Ηταν ενωμένος ο κόσμος, απέναντι σε έναν εχθρό. Τότε βγήκαν τα «Δεκαοχτώ Κείμενα», οπότε πολλούς από μας μας κάλεσαν στην ασφάλεια. Είχαν ενοχληθεί γιατί τα «Δεκαοχτώ Κείμενα» είχαν τεράστια απήχηση στο κόσμο.
Πως αποφασίσατε μαζί με τους υπόλοιπους να προχωρήσετε σε αυτήν την διαμαρτυρία;
Κάναμε διάφορες διαβουλεύσεις, ποιοι μπορούσαν να είναι αυτοί που θα συμμετείχαν, υπήρχε μάλιστα και μια διχογνωμία σε αυτό. Διότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θέλανε άλλους ανθρώπους και εμείς οι νεότεροι θέλαμε και άλλους. Τέλος πάντων, τα συμβιβάσαμε βγήκαν τα «Δεκαοχτώ Κείμενα» και μετά βγήκε το περιοδικό «Η συνέχεια», που ήταν ακριβώς η συνέχεια των δεκαοχτώ κειμένων, πάλι με πολύ μεγάλη απήχηση.
Το δικό σας κείμενο σε αυτά τα 18…
Ηταν ένα απόσπασμα από ένα διήγημα το οποίο λέγεται «Η Αγία Κυριακή στον βράχο». Μια επίθεση σε ένα νησί μιας ομάδας κουρσάρων, οι οποίοι όμως έρχονται στο νησί ντυμένοι ως θεατρίνοι δήθεν να παίξουν μια παράσταση, αλλά αποκαλύπτεται ότι είναι πειρατές. Οπότε η σφαγή που γίνεται μετά είναι ένας παραλληλισμός με την Χούντα που είχε έρθει δήθεν για να σώσει την δημοκρατία, ενώ ήταν στην ουσία στυγνή δικτατορία.
Εμείς δεν πάθαμε σπουδαία πράγματα, η εκδότριά μας όμως, η Νανά η Καλιανέση, όταν ετοιμαζόταν να βγει το τρίτο, αν θυμάμαι καλά, τεύχος της «Συνέχειας», πήγαν ένα μεσημέρι στο γραφείο της και την συλλάβανε και μάλιστα την κρατήσανε αρκετό καιρό μέσα. Αυτό είχε επιπτώσεις πάρα πολύ άσχημες για την υγεία της, με αποτέλεσμα η γυναίκα να χαθεί στο τέλος.
Είχατε και εσεις περιπέτειες…
Νομίζω το ’72 ήτανε. Για το «Η ημέρα του 1638», ένα διήγημα που εξελίσσεται στην Κωνσταντινούπολη τον καιρό του Μουράτ του 4ου, ανάμεσα σε ένα Τουρκάκι και σε ένα Ελληνάκι. Και επειδή το Τουρκάκι βρίζει το Ελληνάκι και βρίζει και τα θεία, θεωρήθηκε βλάσφημο. Οταν ανέβηκε ο εισαγγελέας στην έδρα, ο δικηγόρος μου χρησιμοποίησε ως υπερασπιστική γραμμή ότι και ο Αριστοφάνης ήτανε βωμολόχος και ο εισαγγελέας στην έδρα είπε: «μα και ο Αριστοφάνης καταδικαστέος είναι.». Οπότε, όταν άκουσα εγώ αυτό λέω Κουμανταρέα την έχεις πολύ άσχημα. Eρχόντουσαν φοιτητές στην δίκη, ερχόταν ο Στρατής ο Τσίρκας, η Νανά η Καλιανέση, άλλοι συγγραφείς, ο εκδοτικός οίκος σύσσωμος. Ήτανε μια ηρωική εποχή. Ήταν όμως και μια ταλαιπωρία ψυχική πάρα πολύ μεγάλη. Μου την είχαν στημένη, στην πρώτη δίκη καταδικάστηκα, αλλά έκανα έφεση και μετά έγιναν τρεις δίκες, δύο εφετεία και μία δίκη στον Άρειο Πάγο. Στο τέλος νίκησε η δημοκρατία, που λένε.