Του Κώστα Υψηλάντη
Στην αρχή δεν μιλούσε. Μετά άρχισε να κλαίει. Τα δυό του μάτια σε κοίταξαν ανιχνευτικά. Ύστερα ζήτησε λίγο νερό και δεν αρνήθηκε να φάει δυό φέτες ψωμί με βούτυρο και μέλι.
Ο κύριος Πέτρος δεν ήταν πολύ γνωστός στην πολυκατοικία που ζούμε πέντε χρόνια. Δυό φορές τον είχα συναντήσει στο ασανσέρ και τον καλημέρισα, ήταν λίγο ψηλός αλλά πολύ αδύνατος. Τα μαλλιά του ήταν ολόλευκα και ήταν λίγο αξύριστος. Μου φάνηκε παράξενος και δεν χτύπησα ποτέ την πόρτα του διαμερίσματος του που βρισκόταν στον ίδιο όροφο με τον δικό μου, αλλά στην βορεινή πλευρά, σχεδόν απέναντί μου.
Είχα παντρευτεί πρίν δύο χρόνια, αλλά η γυναίκα μου δεν ήθελε πολλές κουβέντες με τους γείτονες και γι αυτό δεν ασχολήθηκα ξανά με τον μοναχικό γέρο. Άλλωστε ποτέ δεν τον ξαναείδα να βγαίνει από το σπίτι, ούτε τον έβλεπα στα καφενεία της περιοχής, αλλά ούτε και στην είσοδο της πολυκατοικίας ή στο ασανσέρ. Σκέφτηκα πόσα ενδιαφέροντα πράγματα θα είχε να κάνει ένας άνθρωπος της ηλικίας των ενενήντα χρόνων για να μην θέλει να βγαίνει ποτέ από το διαμέρισμα αλλά να ασχολείται με κάτι προσωπικό.
Εκείνο το απόγευμα, ο γείτονας άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός του και ήρθε και μου χτύπησε το κουδούνι. Δεν περίμενα την επίσκεψή του και η γυναίκα μου έλειπε για ψώνια. Του είπα να περάσει αλλά δίσταζε και με παρακάλεσε να του δώσω έναν φακό. Κατάλαβα από τον τρόπο που μίλησε, ότι αυτό ήταν δικαιολογία και του είπα να έρθει να καθήσει μέσα μέχρι να ψάξω να βρώ τον φακό. Μετά μπήκε δειλά και κάθισε στην ξύλινη καρέκλα. Του πρότεινα να καθήσει στον καναπέ αλλά αρνήθηκε. Ενώ ήμουν στο διπλανό δωμάτιο κρατώντας τον φακό, άκουσα κάτι σαν αναφιλητό από πνιχτό κλάμα. Κοίταξα κλεφτά από την πόρτα και τον είδα να στέκει σκυφτός κρατώντας το κεφάλι του στα δυό του χέρια. Μπήκα μέσα και τον κοίταξα στα μάτια.
Στην αρχή δεν μιλούσε. Μετά άρχισε να κλαίει. Τα δυό του μάτια σε κοίταξαν ανιχνευτικά. Ύστερα ζήτησε λίγο νερό και δεν αρνήθηκε να φάει δύο φέτες ψωμί με βούτυρο και μέλι.
Δεν ήξερα την να πώ. Ήθελα να του μιλήσω αλλά γρήγορα πρίν έρθει η γυναίκα μου που δεν ήθελε πολλές κουβέντες με τους γείτονες . Του ζήτησα συγγνώμη για την αδιαφορία μου τόσα χρόνια και τότε ήρθε και μου έσφιξε το χέρι και μου συστήθηκε.
– Αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού την εποχή της Ιταλικής επίθεσης. Ετών ενενήντα πέντε. Δύο φορές χήρος χωρίς απογόνους. Πρόεδρος της ορεινής Περδικόβρυσης για δέκα χρόνια και ταχυδρόμος για άλλα τριάντα. Συνταξιούχος…
Μου τα είπε όλα, εκτός από το όνομά του. Η λέξη “συνταξιούχος” δεν βγήκε με την ίδια ευκολία που βγαίνει από τα χείλη ενός εξηνταπεντάρη, όταν τελειώνει μια δύσκολη πορεία σαράντα χρόνων καθημερινού πρωϊνού ξυπνήματος και δύσκολης δουλειάς.
Ο κύριος Πέτρος γνώρισε τον πόλεμο και την Κατοχή. Έχασε νωρίς τους γονείς του σε κάποιο μπλόκο όταν συνελήφθηκαν και τουφεκίσθηκε ο πατέρας και η μητέρα του. Μετά βγήκε για λίγο στην αντίσταση καθώς σε λίγους μήνες ήρθε η γερμανική αποχώρηση και η συνθηκολόγηση… Στον Εμφύλιο δεν αναμίχθηκε ενεργά γιατί ήταν στο νοσοκομείο άρρωστος τα χρόνια της επιστράτευσης και πήρε αναβολή και αναρρωτική άδεια. Μετά παντρεύτηκε και διορίσθηκε ταχυδρόμος σε ορεινό χωριό. Η Περδικόβρυση ήταν το κεφαλοχώρι από τα δεκαπέντε χωριά που μοίραζε δέματα και γράμματα. Ο δρόμος στα χωριά δεν είχε φτιάξει από τα χρόνια της Κατοχής και το μουλάρι ήταν το μοναδικό μεταφορικό μέσο. Έβαλε υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Κοινότητας και εκλέχθηκε τρείς φορές. Πρίν τελειώσει η τρίτη τετραετία, πέθανε η γυναίκα του από καλπάζοντα καρκίνο και παραιτήθηκε. Έφυγε από το χωριό για να ξεχάσει. Γύρισε στην πρωτεύουσα, στο πατρικό του σπίτι που ζήσαν οι γονείς του πριν το μπλόκο και ήταν κλειστό για δέκα χρόνια. Μετά τρία χρόνια ξαναπαντρεύτηκε αλλά η δεύτερη γυναίκα του δεν έμεινε πολύ καιρό μαζί του.
Χωρίς να συζητήσει ποτέ μαζί του, έφυγε μια μέρα από το σπίτι χωρίς να του πεί κουβέντα. Οι γείτονες κουτσομπόλευαν και για τους δυό τους και γι αυτό ζήτησε να μετατεθεί. Στα χρόνια που ήρθαν έζησε με τις αναμνήσεις χωρίς να μπορεί να δώσει πολλές εξηγήσεις για τον δρόμο της ζωής. Τις Κυριακές, μετά την Λειτουργία, πήγαινε βόλτα στην Πλάκα και γύριζε μέσα από τα Αναφιώτικα και το Θησείο. Ανέβαινε την Αποστόλου Παύλου και πήγαινε στο σπίτι του ζωγράφου Παρθένη και στον άγιο Δημήτρη τον Λουμπαρδιάρη. Κοίταγε τα αρχαία και τις παλιές εκκλησίες και έκλαιγε. Σκεφτόταν το πλήθος των ανθρώπων που είχαν πατήσει αυτά τα χώματα και σκεφτόταν τους νεκρούς της Αλβανίας, τους νεκρούς της Κατοχής, τους νεκρούς γονείς του, την νεκρή πρώτη του γυναίκα… Πολέμησε τρείς μήνες με τις σφαίρες να περνούν από δίπλα του αλλά και με τα κρυοπαγήματα… Ήταν αξιωματικός και έπρεπε να δίνει το παράδειγμα του θαρραλέου, ενώ πολλές φορές λιγοψυχούσε. Έπρεπε να ξέρει να συμπαρίσταται στον πονεμένο ακρωτηριασμένο στρατιώτη, αλλά και να μην σκέπτεται την καταστροφή. Ήταν μονοχοπαίδι και μοναχογυιός. Στην εισβολή των Γερμανών, ήταν κοντά στην διάσπαση της γραμμής και στην συνθηκολόγηση. Η συμφωνία με τον εχθρό δεν προέβλεπε αιχμαλώτους στρατιωτικούς και γύρισε στο πατρικό σπίτι. Δεν γνώριζε τις κινήσεις του πατέρα του και δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί ο κουκουλοφόρος τον έδειξε στους Γερμανούς μετά το μπλόκο. Η μάνα του χάθηκε για πέντε μήνες από το σπίτι και μετά μάθανε ότι βρέθηκε σκοτωμένη. Την αναζήτησε αλλά δεν την βρήκε.
Ο κύριος Πέτρος μου τα διηγούνταν όλα αυτά και έκλαιγε. Στο τέλος σηκώθηκε και μου έσφιξε πάλι το χέρι, πήρε τον φακό και με χαιρέτισε ευγενικά . Μια ανακούφιση βγήκε από τα χείλη του και είδα κάποιο πνιχτό του χαμόγελο. Έμεινα για αρκετή ώρα συλλογισμένος, ώσπου με διέκοψε το ξεκλείδωμα της πόρτας και η εμφάνιση της φουριόζας γυναίκας μου. Κρατούσε δυό τσάντες με ρούχα στα χέρια της και ήταν όλο παράπονα για τον συνωστισμό στα λεωφορεία. Δεν είχα αγοράσει αυτοκίνητο και είχα κάποια μικρή οικονομική δυσκολία.
Αλλά το μυαλό μου δεν ήταν στο περιεχόμενο των δύο τσαντών αλλά στον κύριο Πέτρο που είχε κλείσει πριν λίγο την πόρτα του σπιτιού μου αλλά είχε αφήσει ανοικτή την πόρτα του μυαλού μου. Η γυναίκα μου δεν δικαιολογούσε την αδιαφορία μου για τα καινούργια ρούχα της, για τα οποία έπρεπε να συμμετέχω θετικά και ολόψυχα. Πήγε στην κουζίνα για να ετοιμάσει το φαγητό και άρχισε να μουρμουράει σαν τον κύριο Πέτρο. Όμως δεν έκλαιγε αλλά σιγοτραγουδούσε, όπως κατάλαβα. Δεν της μίλησα για την επίσκεψη αφού δεν ήθελε να μιλάμε στους ξένους και δεν ήθελα εκείνη την ώρα, συμβουλές και γκρίνιες. Όμως αυτή η επίσκεψη με είχε κάνει να αισθάνομαι πιο ώριμος και πιο ευαίσθητος.
Σε λίγο ερχόταν η εορτή της 28ης Οκτωβρίου και έπρεπε κάποιος από το Σχολείο στο οποίο ήμουν καθηγητής Φυσικής και Χημείας, να βγάλει κάποιο λόγο για τα χρόνια εκείνα. Σκέφτηκα να προτείνω στον Σύλλογο των καθηγητών τον γείτονά μου, τον κύριο Πέτρο αλλά έπρεπε πρώτα να ζητήσω την άδεια του, πριν κάνω την πρόταση. Τους το πρότεινα με την επιφύλαξη αυτή και δεν μου αρνήθηκαν.
Την άλλη μέρα, το απόγευμα χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού του. Μου άνοιξε με μια μικρή καθυστέρηση. Όταν με είδε, έλαμψε από χαρά το πρόσωπό του. Δεν είχα ακόμα φανταστεί ότι αυτήν την πόρτα, είχε να την χτυπήσει άνθρωπος εδώ και πέντε χρόνια. Με οδήγησε στην μικρή σαλονοτραπεζαρία και μου πρότεινε την πολυθρόνα του. Εγώ περιεργαζόμουνα τα κειμήλια του πολέμου που είχε πάρει και δεν καθόμουνα, προσπαθώντας να ανοίξω αφορμή για την συζήτηση και την πρότασή μου στους καθηγητές.
Έδειξα στον κύριο Πέτρο μια ασπρόμαυρη φωτογραφία με φαντάρους και τότε άρχισε πάλι να κλαίει.
– Αυτός ήταν ο Μιχάλης που έμεινε με ένα πόδι από κρυοπάγημα αλλά μετά έμαθα ότι πέθανε στην Κατοχή από πείνα. Αυτός είναι ο Θανάσης που πέθανε από χειροβομβίδα. Αυτός ο Κώστας στην επίθεση στο Καλπάκι και ο Διονύσης στην Πρεμετή.
Τότε του μίλησα για την πρόταση των καθηγητών για την εορτή της 28ης Οκτωβρίου και τον είδα πολύ συλλογισμένο. Κάποτε ήταν Πρόεδρος Κοινότητας και μιλούσε σε κόσμο αναπτύσσοντας τα επιχειρήματά του. Τώρα δυσκολεύεται να πιστέψει ότι μπορεί να μιλήσει, έστω και για λίγο. Κάποτε μοίραζε τις χαρές και τις λύπες μέσα από τα γράμματα που μοίραζε στα χωριά και την πρωτεύουσα. Τώρα, πιστεύει, ότι κανέναν δεν ενδιαφέρει η ιστορία των χρόνων εκείνων αλλά όλοι πασχίζουν να βγάλουν όσα πιο πολλά χρήματα ή ακίνητα μπορούν.
– Ζούμε έναν καινούργιο Εμφύλιο, αφού δώσαμε αξία στα χαρτιά και στα ντουβάρια.
Δεν μπορώ να του φέρω αντίρρηση, αφού αυτόν τον πόλεμο τον φέραμε και μέσα στο σπίτι μας. Ο άνδρας με την γυναίκα, οι γονείς με τα παιδιά. Τα παιδιά σκέπτονται την κληρονομιά και οι γονείς τον πλουτισμό των παιδιών τους. Λίγοι δίνουν σημασία στην ιστορία των ενδόξων προγόνων, ενώ οι περισσότεροι ασχολούνται με τους «ήρωες» των γηπέδων. Λίγες γυναίκες ξέρουν την ιστορία της αγωνίστριας μάρτυρας της κατοχικής αντίστασης, Λέλας Καραγιάννη που την μπερδεύουν με την Μάρθα Καραγιάννη την ηθοποιό, ενώ γνωρίζουν όλα τα κουτσομπολιά για τις χολυγουντιανές στάρ.
Δεν δίστασα να του δηλώσω την άρνησή μου στην απογοήτευσή του.
– Όλοι αυτοί που δείχνουν ότι δεν ενδιαφέρονται, ίσως έχουν μια μοναδική ετήσια ευκαιρία να προβληματιστούν, αφού γνωρίσουν. Και ποιος θα ήταν ο καλύτερος δάσκαλός τους, παρά μόνο αυτός που έζησε από κοντά τα γεγονότα. Και σαν τέτοιο, σας ζητούμε να μας διδάξετε.
Ο πρώην αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, έλαμψε από μια χαρά μεγαλύτερη κι από την πιο μεγάλη νίκη που ένοιωσε στα νιάτα του. Μου έσφιξε το χέρι ξανά και ξανά και δεν με άφησε να καθήσω αλλά άρχισε να μού δείχνει όλες τις κρεμασμένες εικόνες των χρόνων του πολέμου, τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες των σκοτωμένων γονέων του, την εικόνα της πρώτης του γυναίκας, αλλά και αυτήν, της δεύτερης που έφυγε και δεν ξανάρθε, εικόνες από την πλατεία της Περδικόβρυσης, εικόνες με την στολή του ταχυδρόμου αλλά και του αξιωματικού, και άλλες πολλές…Στο τέλος έφερε τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες και δεν σταμάταγε να μιλάει, να γελάει και να κλαίει.
– Άρα, θα πω στους καθηγητές ότι δέχεσαι, του είπα με κάποιο αφελές ύφος.
– Ναι, δέχομαι, είναι τιμή μου και σε ευχαριστώ για την πρόσκληση.
– Και δική μου τιμή που σε υπέδειξα, αφού μαζί με εσένα, θα ευχαριστήσουν και εμένα, του είπα , πιστεύοντας ότι αυτός ήταν ο πιο κατάλληλος και ο πιο χρήσιμος.
Μετά την Δοξολογία στην Εκκλησία των Αγίων Σαράντα μαρτύρων, όλοι οι «επίσημοι» είχαν έρθει για να δουν την παρέλαση και να ακούσουν την ομιλία που είχε ετοιμάσει ο Δήμος σε συνεργασία με το Γυμνάσιο, την ομιλία που θα έλεγε ένας κανονικός επίσημος , αφού αυτός είχε ζήσει τις πιο σκληρές μέρες του πολέμου και της Κατοχής, ο κύριος Πέτρος.
Ο γείτονάς μου, ήρθε φρεσκοξυρισμένος στην ώρα του, φορώντας ρούχα απλά και καθαρά, παπούτσια καλογυαλισμένα. Στο χέρι κρατούσε ένα φύλλο χαρτί, τον λόγο που θα έλεγε. Τα μάτια του ήταν γεμάτα αγωνία για την αποδοχή ή την άρνηση του λόγου του, γι αυτό μου ζήτησε να τον διαβάσω και να του πω την γνώμη μου. Εγώ του εκδήλωσα την εμπιστοσύνη μου και του είπα ότι περισσότερο από κάθε λόγο μετράει το αίσθημα που φανερώνει η μορφή και η ψυχή του ομιλητή κι όχι τα φιλολογικά στοιχεία.
Η μορφή του ομιλητή είναι μορφή παρμένη από τις ζωγραφιές του Έλ Γκρέκο, το πρόσωπο ισχνό και ιλαρό, γεμάτο αγαθότητα και συναίσθημα, η ψυχή αγνή και καθαρή, σαν διαμάντι που λάμπει στο φως του ήλιου. Γιατί, άραγε, πρέπει τέτοιες ψυχές να κτυπούν την δική μας πόρτα, μετά πέντε χρόνια μοναξιάς, και να μην μπορούμε εμείς να κτυπάμε την δική τους πόρτα;
Η ομιλία έβγαζε την λάσπη και αποκάλυψε το παλιό σεντούκι που έκρυβε τον θησαυρό. Η ομιλία τάραξε συνειδήσεις και άνοιξε την πόρτα της ευγνωμοσύνης στο έργο των πατέρων και των παππούδων. Λίγοι ήταν οι ακροατές που ήταν συνομήλικοι του κύριου Πέτρου, και αυτοί ήρθαν μετά δακρυσμένοι και τον αγκάλιασαν. Οι καθηγητές με συνεχάρηκαν για την εκλογή μου, και εγώ μίλησα στην γυναίκα μου για τον γείτονά μας που τώρα πρέπει να είμαστε εμείς περήφανοι που του μιλάμε, γιατί «ο πολιτισμός της ψυχής είναι η ψυχή του πολιτισμού», όπως είχα διαβάσει κάπου, αλλά τώρα έμαθα, να το καταλαβαίνω.