Γράφει ο Ceteris Paribus
Τα πολιτικά στόρι έχουν την πολυτέλεια να είναι ευφάνταστα, να εκφράζουν τις επιθυμίες του «αφηγητή» και να παραγνωρίζουν τα θεμελιώδη δεδομένα. Ένα τέτοιο πολιτικό στόρι είναι και αυτό που τιτλοφορείται «Καν’ το όπως η Πορτογαλία».
Έτσι κι αλλιώς, η ιστορία της επιλογής προτύπων από άλλες χώρες έχει παρελθόν. Λίγο πριν το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, υπήρχε ακόμη χρόνος για μια ανέμελη σύγκρουση «μοντέλων»: του σουηδικού (που προέβαλλε το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου) σε αντιπαράθεση με το βουλγαρικό (που προέβαλλε ή υποτίθεται ότι προέβαλλε η Ν.Δ.). Τώρα, βεβαίως, σε αντίθεση με τότε, αναζητείται το μοντέλο επιτυχημένης εξόδου από τα μνημόνια. Και η κυβέρνηση έχει επιλέξει το δικό της: είναι το πορτογαλικό…
Η επιλογή αυτή κολακεύει τη γενικότερη κυβερνητική αφήγηση, αφού παραπέμπει στη δυνατότητα άσκησης μιας άλλης πολιτικής: μιας πολιτικής ήπιου νεοφιλελευθερισμού, όπως αυτή που ασκεί η πορτογαλική κυβέρνηση. Αλλά και μιας «κυβέρνησης της Αριστεράς», με τον ευρωπαϊκό ορισμό του όρου, δηλαδή περιλαμβάνοντας και τη σοσιαλδημοκρατία.
Η Δεξιά του ακραίου νεοφιλελευθερισμού απέρχεται, η Αριστερά της ήπιας λιτότητας έρχεται, με πρόγραμμα επούλωσης των πληγών. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και ο Τόμας Βίζερ «έφαγαν τα ψωμιά τους», η Άνγκελα Μέρκελ δεν… αισθάνεται καλά τελευταία, το δε «κάστρο» του Eurogroup εκπορθήθηκε από τον Πορτογάλο εκπρόσωπο της ήπιας λιτότητας, πρώην υπουργό Οικονομικών της πορτογαλικής κυβέρνησης Μάριο Σεντένο.
Μια νέα πολιτική: η ήπια λιτότητα, που σε καιρούς ανάπτυξης είναι αρκετή για να επουλώσει τις πληγές.
- Νέες πολιτικές δυνάμεις: η σοσιαλδημοκρατία του ήπιου φιλελευθερισμού (του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, του Πορτογάλου πρωθυπουργού Αντόνιο ντα Κόστα, του γερμανικού SPD οσονούπω μπορεί να συγκυβερνήσει και να έχει και το υπουργείο Οικονομικών και -γιατί όχι- του Αλέξη Τσίπρα).
- Νέες κυβερνητικές συμμαχίες: της κομμουνιστογενούς Αριστεράς, της Σοσιαλδημοκρατίας, των Πρασίνων.
- Νέες συνθήκες: η Ευρώπη της ανάκαμψης και της νέας «αρχιτεκτονικής». Μια ευρωπαϊκή «προοδευτική στροφή»!
Πρέπει να παραδεχτεί κανείς ότι το «στόρι» ακούγεται πειστικό. Μέχρι να το εξετάσει κανείς λίγο πιο προσεκτικά…
Ελλάδα όπως Πορτογαλία;
Πριν το ξέσπασμα της κρίσης κανείς στην Ελλάδα δεν θα διανοούνταν να προβάλει σαν πρότυπο την Πορτογαλία: η χώρα της Ιβηρικής ήταν σε όλους τους βασικούς οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες πιο αδύναμη από την Ελλάδα, χωρίς να διαθέτει σε αντιστάθμισμα κάποιο στρατηγικό πλεονέκτημα. Ο τυφώνας της κρίσης αντέστρεψε τη σχέση: τώρα είναι η Πορτογαλία που πρωτοπορεί και η Ελλάδα που τη βλέπει σαν πρότυπο.
Πίσω από αυτή την αντιστροφή βρίσκεται το πιο «ωμό» από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ).
- Το 2008, το ελληνικό ΑΕΠ ήταν 242 δισ. ευρώ, 35,3% πάνω από το πορτογαλικό, που ήταν 178,9 δισ. ευρώ.
- Εννέα χρόνια μετά, το 2017 το ελληνικό ΑΕΠ ήταν 178,6 δισ. ευρώ, ενώ το πορτογαλικό 192,6 δισ. ευρώ! Η Πορτογαλία έχει αναρριχηθεί μια θέση πάνω από την Ελλάδα στην κατάταξη ως προς το ΑΕΠ.
Αυτό οφείλεται στο ότι η Πορτογαλία έχασε ανάμεσα στο 2008 και το 2015 μόλις το 0,5% του ΑΕΠ της, ενώ η Ελλάδα έχασε μέσα στην κρίση το 26% του ΑΕΠ της.
Και μόνο αυτή η διαφορά, θα ήταν αρκετή για να πλήξει θανάσιμα την αξιοπιστία της προβολής ενός πορτογαλικού μοντέλου για την Ελλάδα. Ιδιαίτερα μάλιστα αν αυτό το δεδομένο συνδυαστεί με ένα άλλο, εξίσου -αν όχι και περισσότερο- θεμελιώδες: το Καθαρό Απόθεμα Κεφαλαίου (ΚΑΚ), που αντικατοπτρίζει το ενεργό παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας.
Το ΚΑΚ στην Πορτογαλία μειώθηκε οριακά μεταξύ 2008 και 2017 από 531,7 δισ. ευρώ σε 526 δισ. ευρώ. Στην Ελλάδα, η αντίστοιχη μείωση είναι 72,6 δισ. ευρώ – μια γιγαντιαία αποδυνάμωση του παραγωγικού δυναμικού.
Με μακροχρόνια σωρευτική ύφεση 26%, το παραγωγικό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας δεν υπέστη απλώς σημαντική μείωση αλλά και ποιοτική απαξίωση: χωρίς νέες επενδύσεις για τόσα χρόνια το παραγωγικό δυναμικό είναι και μειωμένο και παλαιωμένο.
Αν σε αυτά προσθέσει κανείς την ένταση των περικοπών και της υπερ-φορολόγησης, που στην Ελλάδα είναι πολλαπλάσια της Πορτογαλίας, το ερώτημα είναι αναπόφευκτο: για τη μεταμνημονιακή Ελλάδα, τα πράγματα είναι απείρως δυσκολότερα σε σχέση με την Πορτογαλία.
Υπάρχει όμως σημαντική διαφορά και σε ένα ακόμη θεμελιώδες μέγεθος, το δημόσιο χρέος:
- Η Πορτογαλία είχε το 2008 χρέος 72% του ΑΕΠ και το 2017 126,5% του ΑΕΠ.
- Η Ελλάδα είχε το 2008 χρέος 109,4% του ΑΕΠ, ενώ το 2017 179,5% του ΑΕΠ.
Η διαφορά είναι χαώδης και μεταφράζεται στο εξής: Η Ελλάδα μόνο υπό καθεστώς υψηλών διεθνών εγγυήσεων και «υψηλής προστασίας» θα βγει στις αγορές, και πάλι όμως για να πληρώσει επιτόκια πολύ υψηλότερα σε σχέση με της Πορτογαλίας, για να αναχρηματοδοτεί ένα χρέος πολύ υψηλότερο και επισήμως διακηρυγμένα μη βιώσιμο.
Τέλος, υπάρχει και μια άλλη θεμελιώδης διαφορά: το πορτογαλικό τραπεζικό σύστημα, παρότι αντιμετωπίζει προβλήματα, δεν έχει αυτό το τεράστιο βάρος «κόκκινων» δανείων που αντιμετωπίζει το ελληνικό.
Μια πραγματική σύγκριση των δύο οικονομιών θα μπορούσε να αναδείξει και άλλες διαφορές, αλλά αυτές είναι αρκετές.
Μοντέλο… εκλογικό;
Μήπως όμως ισχύουν, έστω, οι πολιτικές αναλογίες; Ένα μόνο ερώτημα αρκεί για να αποκαλύψει και πάλι τη χαώδη διαφορά: υπήρχε ποτέ πιθανότητα να επιλεγεί ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών για πρόεδρος του Eurogroup; Οι πολιτικές διαφορές επεκτείνονται και σε άλλα πεδία: Εδώ ούτε υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει πολιτική συμμαχία τύπου Πορτογαλίας (Σοσιαλδημοκρατία, Πράσινοι, Αριστερά), αλλά ούτε καν κυβέρνηση με τέτοια χαρακτηριστικά.
Σε τι συνίσταται λοιπόν η προσπάθεια «μοντελοποίησης» της Πορτογαλίας από την κυβέρνηση; Στο εξής απλό: ελπίζει ότι θα πάει στις εκλογές επαναλαμβάνοντας το πορτογαλικό μοντέλο μιας ήπιας πολιτικής λιτότητας με σταδιακή εφαρμογή φιλολαϊκών μέτρων. Ποια είναι αυτά; Η αύξηση του κατώτατου μισθού (που εξαγγέλθηκε ήδη από την κ. Αχτσιόγλου), η ενίσχυση της επιδοματικής πολιτικής (διάφοροι τύποι έκτακτων ενισχύσεων – μέρισμα κ.λπ.), η αποφυγή της συμφωνηθείσας μείωσης των συντάξεων κ.λπ.
Η σκέψη των κυβερνητικών ιθυνόντων είναι απλή: Μέχρι και μπουν οι υπογραφές για την έξοδο από τη μνημονιακή επιτήρηση, θα λέμε «ναι σε όλα», για να τη διασφαλίσουμε. Μαζί με αυτή, θα διασφαλίσουμε και τη δυνατότητα να «πειράξουμε το μίγμα» αμέσως μετά τη λήξη του προγράμματος, κι έτσι να πάμε σε εκλογές… από τον πορτογαλικό δρόμο.
Στο βαθμό που αποτελεί έκφραση επιθυμιών, δεν έχουμε κάτι να σχολιάσουμε – καθείς δικαιούται να επιθυμεί… ό,τι επιθυμεί. Ο στοιχειώδης όμως έλεγχος αποδεικνύει ξανά ότι η σκέψη αυτή δεν είναι ιδιαιτέρως ρεαλιστική.
Η Ελλάδα δεν είναι Πορτογαλία ούτε ως προς αυτό: βγαίνει στις αγορές ως αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης διεθνούς οικονομικής και πολιτικής συγκυρίας, κι όχι χάρη στην ευρωστία των θεμελιωδών μεγεθών.
Ξαναβγαίνει στις αγορές παραμένοντας χρεοκοπημένη και οικονομικά εξασθενημένη. Οι αγορές θα είναι απέναντί της… κέρβεροι. Στην παραμικρή παρασπονδία, δεν θα χρειαστεί κανένας Σόιμπλε ή Ντάισελμπλουμ για να της «τραβήξει το αυτί». Οι αγορές θα το κάνουν ακόμη αποτελεσματικότερα και πολύ πιο ωμά…
Τι μένει από το «πορτογαλικό μοντέλο»; Μια πολιτική αφήγηση που εκπορεύεται από τις ανάγκες της εκλογικής τακτικής του κυβερνώντος κόμματος…