Γράφει ο Γιάννης Νάκος
Ο Α. Τσίπρας με φόντο τον κίνδυνο να μας κλείσουν τα σύνορα, μεταβαίνει στην Σύνοδο Κορυφής προκειμένου να διαπραγματευτεί για όσο ακόμη έχει αυτήν την τυπική δυνατότητα, το σημαντικότερο ζήτημα το οποίο απασχολεί την Ευρώπη και γενικότερα την παγκόσμια σκηνή, το Προσφυγικό.
Παράλληλα, όσο παιρνούν οι μήνες και οι εβδομάδες τα διαπραγματευτικά ατού της ελληνικής κυβέρνησης δείχνουν να εξανεμίζονται, και την θέση τους να παίρνουν εκκρεμότητες και συνεχόμενες επικίνδυνες δεσμεύσεις. Το καλύτερο παράδειγμα σε όσα αναφέρω δεν θα μπορούσε να είναι άλλο, από τις ανολοκλήρωτες ενέργειες της κυβέρνησης στο hotspot στην Κώ, αλλά και στο κέντρο στα Διαβατά. Δυστυχώς η αδιαλλαξία της κυβέρνησης να κατανοήσει πως και η ίδια αποτελεί μέρος, και γενεσιουργός αιτία του προβλήματος την έχει φέρει σε δυσμενή θέση, πράγμα που φανερώνει τόσο τις πολιτικές της αδυναμίες στην χάραξη και υλοποίηση πολιτικών, όσο και τις ιδεοληψίες της σε πρακτικό επίπεδο.
Το επόμενο τριήμερο θα αποδειχθεί εάν υπάρχει η διάθεση συννενόησης από τους εταίρους μας στα ζητήματα ,τόσο του προσφυγικού όσο και της αξιολόγησης έτσι ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της δημοσιονομικής εξυγίανσης μέχρι το Πάσχα. Σε αυτήν την ομολογώ αρκετά δύσκολη περίοδο όπως είναι λογικό, οι «εχθροί» μας έχουν πολλαπλασιαστεί με κυριότερους τους «σκληρούς» του Βίζενγκαρντ.
Ακόμη είναι ιδιαίτερα σημαντικές οι επαφές που θα έχει ο Α.Τσίπρας αυτές τις ημέρες, με κυριότερες την συνάντηση με τον Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, για να ανιχνεύσει την πλευρά της ευρωπαϊκής ένωσης στα δύο μείζονος σημασίας θέματα. Παράλληλα αναμένεται να υπάρξει τριμερής συνάντηση του κ. Τσίπρα και με την καγκελάριο Μέρκελ, και τον τούρκο πρωθυπουργό Αχμέτ Νταβούτογλου, αλλά και μία μίνι σύνοδος για το προσφυγικό, μεταξύ συνολικά 11 χωρών, που έχουν άμεση εμπλοκή με το ζήτημα.
Σύμφωνα με τα όσα αφήνουν να διαρρεύσει η Ελληνική πλευρά, μείζονος σημασία στην αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος, είναι ο ρόλος της Τουρκίας, ζητώντας από τις Βρυξέλλες να πιέσουν την Άγκυρα, ώστε η γειτονική χώρα να σταματήσει αποφασιστικά τις προσφυγικές ροές και να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της που περιλαμβάνονται στη συμφωνία της με την ΕΕ.
Επιπροσθέτως και ίσως ιδιαίτερα σημαντικό στο κομμάτι της επικοινωνίας, θα αποτελέσει και η «απαίτηση» εκ μέρους της Ελλάδας, να σταματήσουν οι πιέσεις και οι απειλές για μια ενδεχόμενη έξοδο απο την συνθήκη Σένγκεν, τόσο με δημοσιεύματα όσο και με επίσημες τοποθετήσεις από αλλα κράτη μέλη της Ευρώπης, που ο σκοπός τους δεν είναι άλλος από το να δυναμιτίζουν το κλίμα και να θέτουν αποσταθεροποιητικές βάσεις στην όλη διαπραγμάτευση.
Σύμμαχος της σε αυτήν την προσπάθεια αναμένεται να υπάρξει η Καγκελάριος Μέρκελ, αλλά και οι δηλώσεις του Γκάμπριελ που προηγήθηκαν κατά την διάρκεια της εβδομάδας που διανύουμε θέλοντας να καταστήσουν σαφές πως με μια πιθανή έξοδο της Ελλάδας από την συνθήκη Σένγκεν τόσο σε πρακτικό επίπεδο,(αποβολή) όσο και σε θεωρητικό, (κλείσιμο των συνόρων για 2 χρόνια ) το κύρος, η αλληλεγγύη, και οι ενοποιητικής φύσεως διαδικασίες της Ευρώπης θα πληγούν σε ανεπανόρθωτο βαθμό.
Συμπερασματικά, άπαντες τόσο σε εγχώριο επίπεδο, όσο και σε διεθνές πρέπει να κατανοήσουν την κρισιμότητα της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει το προσφυγικό, και με σταθερές και βιώσιμες λύσεις να οδηγήσουν την πορεία της διαπραγμάτευσης σε μια θετική έκβαση για όλες τις πλευρές.
Αυτό όμως προϋποθέτει, αφενός την συνειδητοποίηση απο την ελληνική πλευρά της ολέθριας επιλογής των ανοιχτών συνόρων και αφετέρου την παραδοχή των μεγάλων δυνάμεων, πως το πρόβλημα δεν δύναται να επιλυθεί με την «θυματοποίηση» της Ελλάδας και τη μετατροπή της ενόσω αυτή βρίσκεται σε οικονομική κρίση, σε «αποθήκη ταλαιπωρημένων ψυχών» και θυμάτων ενός πολέμου που η κολόνια του κρατεί πολλά χρόνια.